Μόνιμο μηχανισμό παρέμβασης, σε περιόδους εμφάνισης ακραίων τιμών λόγω της αποκοπής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης από την υπόλοιπη ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά, θα ζητούν οι τρεις υπουργοί Ενέργειας. Το θέμα ήδη εξετάζεται από την Κομισιόν, αίτημα των τριών χωρών για συζήτησή του και στην επόμενη Σύνοδο υπουργών Ενέργειας, στις 15 Οκτωβρίου.
Με νωπή ακόμη την περιφερειακή ενεργειακή κρίση που ξεκίνησε στα μέσα Ιουλίου, έτοιμη είναι η επιστολή Ελλάδας, Βουλγαρίας και Ρουμανίας προς την Κομισιόν, με την οποία οι τρεις χώρες θα αιτούνται να υπάρξει ένας μόνιμος μηχανισμός παρέμβασης, κάθε φορά που θα καταγράφονται ακραίες τιμές, που οφείλονται στην αποκοπή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης από την υπόλοιπη ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά.
Όπως σημειώνουν υψηλόβαθμα στελέχη του ΥΠΕΝ στο -, η επιστολή πρόκειται να αποσταλεί στις Βρυξέλλες μέσα στις αμέσως επόμενες ημέρες, υπογεγραμμένη από τους τρεις υπουργούς Ενέργειας. Όπως συμπληρώνουν, το θέμα πάντως ήδη αξιολογείται από την Κομισιόν, ενώ οι τρεις χώρες έχουν δη ζητήσει να τεθεί επί τάπητος και στην επόμενη Σύνοδο υπουργών Ενέργειας, που θα διεξαχθεί στις 15 Οκτωβρίου.
Υπενθυμίζεται ότι η δημιουργία του βαλκανικού «μετώπου» έγινε με ελληνική πρωτοβουλία, ενώ «κλείδωσε» στο περιθώριο της 88ης ΔΕΘ, όπου παραβρέθηκαν οι υπουργοί Ενέργειας των δύο άλλων βαλκανικών κρατών. Με την επιστολή, τα τρία κράτη θα ζητούν να ανάψουν το «πράσινο φως» οι Βρυξέλλες, ώστε να υπάρχει ένα «αντίδοτο» που θα συγκρατεί το ενεργειακό κόστος των νοικοκυριών και επιχειρήσεων, σε βραχυχρόνιες περιόδους περιφερειακής ενεργειακής κρίσης στην περιοχή, όταν εκτινάσσεται το χονδρεμπορικό κόστος ηλεκτρισμού.
Έχει προηγηθεί επιστολή του Έλληνα πρωθυπουργού προς την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην οποία ο κ. Μητσοτάκης επισημαίνει ότι υπάρχει μια βασική στρέβλωση στην αγορά ενέργειας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, σε σχέση με τις τιμές που πληρώνει η Δυτική Ευρώπη για ηλεκτρική ενέργεια.
Μίκρυνε η «ψαλίδα»
Η στρέβλωση αυτή αναδείχθηκε από τα μέσα Ιουλίου, με τις τιμές να «παίρνουν φωτιά» στην νοτιοανατολική και ανατολική Ευρώπη, εν αντιθέσει με την εικόνα κανονικότητας που επικρατούσε στην κεντρική και δυτική «Γηραιά Ήπειρο». Βέβαια, το τελευταίο 7μερο, τα χονδρεμπορικά κόστη έχουν μειωθεί στον κάθετο «ηλεκτρικό διάδρομο» που ξεκινά από την Ελλάδα.
Είναι ενδεικτικό ότι η ελληνική αγορά κινείται σήμερα στα 104,49 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, η Βουλγαρία στα 83,65 ευρώ ανά Μεγαβατώρα και η Ρουμανία στα 83,65 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Συγκριτικά, η αγορά της Αυστρίας διαμορφώνεται στα 58,17 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, της Τσεχίας στα 55,05 ευρώ ανά Μεγαβατώρα και της Γερμανίας στα 55 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
Ωστόσο, ακόμη και τώρα η «ψαλίδα» δεν είναι αμελητέα, ενώ τίποτα δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να αυξηθεί ξανά στο άμεσο μέλλον, αν συνδυαστεί μία σειρά αρνητικών παραγόντων. Στην περίπτωση της κρίσης που ξεκίνησε τον Ιούλιο, ο συνδυασμός αυτός αφορούσε τις εξαγωγές στην Ουκρανία, τις παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες στα Βαλκάνια, καθώς και την περιορισμένη διαθεσιμότητα μονάδων στην περιοχή.
Πιθανή αναζωπύρωση της κρίσης
Μάλιστα, το γεγονός ότι οι ενεργειακές ανάγκες της Ουκρανίας τον χειμώνα για εισαγωγές πρόκειται να αυξηθούν, καθιστά βάσιμο το σενάριο να υπάρξει εκ νέου σημαντική «ενεργειακή διαίρεση» της Ευρώπης, με εκτίναξη των χονδρεμπορικών τιμών στις νοτιοανατολικές αγορές. Η Ε.Ε. έχει ανακοινώσει ότι θέλει να βοηθήσει την Ουκρανία να περάσει τον χειμώνα, όπου το 80% των ενεργειακών σταθμών της χώρας έχει καταστραφεί.
Βασική αιτία για τον κίνδυνο αναζωπύρωσης της κρίσης είναι το γεγονός ότι ανατολική και δυτική Ευρώπη έχουν περιορισμένη διασυνδεσιμότητα μεταξύ τους. Επίσης, οι αλγόριθμοι που διέπουν τις εξαγωγές από την κεντρική Ευρώπη περιορίζουν συχνά τη ροή ενέργειας από τη Γερμανία προς την Αυστρία και από εκεί στην Ουγγαρία.
Το δεύτερο πάντως «αγκάθι» είναι ήδη δρομολογημένο να επιλυθεί. Κι αυτό γιατί έχει αποφασιστεί η Γερμανία να πάψει να είναι μία ενιαία ζώνη προσφορών, σπάζοντας σε περισσότερες ζώνες, κάτι που θα εξορθολογίσει τις εξαγωγές. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση θα χρειαστεί κάποιο χρονικό διάστημα για να εφαρμοστεί.
Λαμβάνοντας τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία, η ελληνική πλευρά δεν περιμένει άμεσα αποτελέσματα. Έτσι, ο ελληνικός στόχος είναι σε αυτή τη φάση να ανοίξει σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε οι όποιες αποφάσεις να ληφθούν στην καλύτερη περίπτωση προς το επόμενο καλοκαίρι.