Μέσω της ταχύτερης απόσβεσης των επιπέδων των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) και της επακόλουθης αποκλιμάκωσης κεφαλαιακών απαιτήσεων του Πυλώνα ΙΙ περνούν τα υψηλότερα payouts που διεκδικούν οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών, ώστε να προσεγγίσουν τα επίπεδα των ευρωπαϊκών.
Μέσω της ταχύτερης απόσβεσης των επιπέδων των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs), της επίλυσης του ζητήματος των REOs και της επακόλουθης αποκλιμάκωσης κεφαλαιακών απαιτήσεων του Πυλώνα ΙΙ περνούν τα υψηλότερα payouts που διεκδικούν οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών, ώστε να προσεγγίσουν τα ευρωπαϊκά επίπεδα.
Υπό το βάρος μιας σειράς άλυτων ζητημάτων του παρελθόντος, η Φρανκφούρτη καθοδηγεί έμμεσα τις ελληνικές τράπεζες για επιστροφή στην κανονικότητα μεν, αλλά με σταδιακό και προσεκτικό βηματισμό με φόντο το υψηλό P2R και τα περιορισμένα αρχικά payouts. Έχοντας βγει από τον στενό «κορσέ» των υψηλών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων – δανείων, μέσω του υψηλού ρυθμού εξυγίανσης του μεγαλύτερου μέρους των ισολογισμών τους, SSM και ΕΚΤ ανοίγουν τους εναπομείναντες φακέλους προβληματικών σημείων που αφορούν αρχικώς, το σημαντικό απόθεμα ανακτηθέντων ακινήτων (REOs) και δευτερευόντως των υψηλών αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs).
Ήδη οι διοικήσεις των τραπεζών έχουν δεχθεί κρούσεις από τον επόπτη για μείωση του χαρτοφυλακίου ανακτηθέντων και επενδυτικών ακινήτων με την αξία αυτού να διαμορφώνεται πέριξ των 4 δισ. ευρώ. Οι πιέσεις δικαιολογούνται υπό το βάρος της ελεύθερης πτώσης των αποτιμήσεων των επαγγελματικών ακινήτων – γραφειακών χώρων πανευρωπαϊκά, εξαιτίας του υψηλού κόστους δανεισμού και της καθίζησης της ζήτησης (νέες εργασιακές συνθήκες που ρίζωσαν με αφορμή την πανδημία του κορονοϊού).
Βέβαια, τo δεύτερο ζήτημα – DTC – έχει λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις έναντι του παραπάνω αφού και η JP Morgan εστίασε σε αυτό – μετά την Autonomous – θέλοντας να κατευνάσει και να αμβλύνει τις όποιες ανησυχίες επενδυτών και να φωτίσει παράλληλα κάποια σημεία. Οι αναλυτές επισήμαναν πως δεν υπάρχει βιώσιμος τρόπος ταχύτερης απόσβεσης των DTCs, πέρα από την εθελοντική μείωση από την πλευρά των τραπεζών, ενώ και οι ίδιες με της επιτάχυνσης των χρονοδιαγραμμάτων απόσβεσης θα επιδείκνυαν μια κεφαλαιακή άνεση.
Συνεπώς, οι τέσσερις συστημικές θα μπορούσαν να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά θα το έπραταν μόνο αν έπαιρναν κάτι ως αντάλλαγμα. Και αυτό θα ήταν τα υψηλότερα payouts σε πιο άμεσο χρονικό ορίζοντα. Το «case study» είναι ότι πλέον οι τράπεζες βλέπουν ως «ταβάνι» ένα payout 50% επ’ αόριστον και μπορούν να κινηθούν υψηλότερα μόνο αν «ξεκλειδώσουν» και περάσουν επιτυχώς στις επόμενες πίστες (τα δύο παραπάνω «αγκάθια» – REOs – DTCs).
Η Πειραιώς βρίσκεται στην υψηλότερη θέση, με το DTC να διαμορφώνεται στο 76% του δείκτη CET1, έναντι 56% για την Alpha, 55% για την Εθνική και 44% για τη Eurobank. Από την αντίπερα όχθη, ο ευρωπαϊκός κλάδος κατείχε αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTCs) ύψους 12,9 δισ. ευρώ στα τέλη του 2023, που αντιστοιχούν στο 44% των συνολικών κεφαλαίων, και επιπλέον 2,6 δισ. ευρώ DTAs που περιλαμβάνονταν στα κεφάλαια (9% του συνόλου). Στην Τράπεζα Κύπρου το DTC καταλαμβάνει περίπου 200 εκατ. ευρώ (από 1,937 δισ. ευρώ CET1) που αντιστοιχεί στο 10% περίπου του CET1.
Μόνο τυχαία δεν είναι η σύνδεση των επιπέδων DTCs με τα payouts, καθώς στην περίπτωση της Κύπρου, ο επόπτης ενέκρινε ένα χρόνο νωρίτερα έναντι των ελληνικών τραπεζών τη διανομή μερίσματος και μετέπειτα και την ενεργοποίηση buyback. Στην χρήση του 2022 η Κύπρου προχώρησε στη διανομή του 22% των καθαρών κερδών της και στη τελευταία στο 30%, προσδοκώνοντας στη τρέχουσα χρήση να φτάσει το 50%. Από τη μεριά τους οι ελληνικές τράπεζες έχουν θέσει τον πήχη στο 30% και 35% η Πειραιώς και η Alpha Bank για φέτος, με τη Eurobank και την Εθνική στο 40% και στο 50% αντίστοιχα.
Τα παραπάνω ανοιχτά ζητήματα αποτυπώνονται και στον υψηλότερο – έναντι των ευρωπαϊκών – δείκτη κεφαλαιακών απαιτήσεων του Πυλώνα II (Pillar II Requirements – P2R), θέμα που έχει αναδείξει το -.
Για τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, των οποίων οι απαιτήσεις του Πυλώνα II βρίσκονται χαμηλότερα του 2%, τα ποσοστά διανομής επί των κερδών της χρήσης του 2023 κινούνται από 50% – 60%, με εξαίρεση ίσως τη UniCredit η οποία διένειμε το σύνολο των κερδών της (προβλέπει συνολική ανταμοιβή άνω του 90% φέτος), ύψους 8,6 δισ. ευρώ μέσω buyback (5,6 δισ. ευρώ) και διανομής μερίσματος (3 δισ. ευρώ), έχοντας P2R στο 2%. Παραδοσιακές δυνάμεις στο χώρο της ανταμοιβής των μετόχων είναι η Intesa Sanpaolo και η BNP Paribas με payout στο 70% (5,4 δισ. ευρώ μέρισμα για τη χρήση του 2023 ενώ έχει ξεκινήσει και buyback με επίπτωση 55 μονάδων βάσης στο CET1) και στο 60% (4,6 δισ. ευρώ σε μέρισμα και έναρξη buyback 1,05 δισ. ευρώ) αντίστοιχα.
Όντας λοιπόν μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση, η εξίσωση των αυξημένων απαιτήσεων του Πυλώνα ΙΙ και του «φρένου» στα υψηλά payouts, αποδεικνύεται περίτρανα στις ελληνικές τράπεζες. Για το γκρουπ των Πειραιώς – Alpha το P2R διαμορφώνεται στο 3% για φέτος, με το ποσοστό διανομής επί των κερδών της περσινής χρήσης να διαμορφώνεται στο 10% – 20%, ενώ για τις Eurobank – Εθνική που είναι ελαφρώς χαμηλότερα στο 2,75% (όπως και για την Κύπρου), το payout ανέβηκε στο 30%.