Σημαντική αύξηση καταγράφεται στη μέση δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών για το 2023, όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, με σκοπό να καλυφθεί η ακρίβεια. Η έκθεση αποκαλύπτει πώς κατανέμονται οι δαπάνες για στέγαση και διατροφή, καθώς και ποιες κατηγορίες τροφίμων παρουσιάζουν μείωση στις αγορές.
Ωστόσο, ένα αξιοσημείωτο στοιχείο της έρευνας αφορά στο ποσοστό που ξοδεύουν από το εισόδημά τους τα φτωχότερα νοικοκυριά και εκείνο που «φεύγουν» τα πλουσιότερα νοικοκυριά. Για την ακρίβεια, από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει το εξής:
- Για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών, το 55,8% των δαπανών καλύπτει τις ανάγκες για διατροφή και στέγαση, ενώ για το πλουσιότερο 20% το αντίστοιχο ποσοστό είναι 24,8%.
Άλλα κύρια ευρήματα της έρευνας είναι τα εξής:
- Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για το 2023 ανέρχεται σε 20.223,36 ευρώ (1.685,28 ευρώ τον μήνα), σημειώνοντας αύξηση 5,3% σε σχέση με το 2022.
- Το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.315 ευρώ τον μήνα.
- Τα νοικοκυριά που ζουν σε ενοικιασμένες κατοικίες δαπανούν κατά μέσο όρο το 16,8% του προϋπολογισμού τους για ενοίκιο.
- Παρά την αύξηση, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2023 είναι μειωμένη κατά 20,5% σε σχέση με το 2008.
Αναλυτικά στοιχεία για τη δαπάνη:
Η συνολική δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές το 2023 ανήλθε σε 20.223,36 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 5,3% σε σύγκριση με το 2022. Ωστόσο, σε σταθερές τιμές, η αύξηση της ετήσιας δαπάνης ανήλθε μόλις σε 1,7% (347,16 ευρώ), γεγονός που αποδίδεται στις επιπτώσεις του πληθωρισμού, ο οποίος το 2023 ήταν 3,5%, σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Tο μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, σε τρέχουσες τιμές, αφορά:
- στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (20,7%),
- στη στέγαση (14,1%) και
- στις μεταφορές (13,1%),
- ενώ το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,4%) αντιστοιχεί στην εκπαίδευση και στα οινοπνευματώδη ποτά και καπνό.
Από την έρευνα προκύπτει ότι λόγω προφανώς των ανατιμήσεων, μεταξύ 2022 και 2023 υπήρξε μείωση της κατανάλωσης (σε ποσότητες) σε όλα τα είδη διατροφής: ελαιόλαδο -13,6%, οινοπνευματώδη ποτά -12,7%, ψάρια -11,8%, ρύζι -10,7%, τυρί -6,1%, κρέας -6,1%, αυγά κ.λπ.
Από την άλλη πλευρά, η μέση μηνιαία ποσότητα ενέργειας που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία παρουσίασε αύξηση σε: υγραέριο 11,7%, φυσικό αέριο 7,2% και μείωση σε: ηλεκτρική ενέργεια -9,2%, υγρά καύσιμα -4,2%, στερεά καύσιμα (καυσόξυλα, πελέτες, πυρήνας κ.λπ.) -3,8%.
Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει επίσης ότι:
- Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,72 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,39 για το 2022). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,49, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη).
- Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2022 κατά 8,5%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 15,7%.
- Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 33,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,5%.
- O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 18,7% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (17,4% το 2022), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 13,8% του πληθυσμού (13,4% το 2022), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
- Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 31,9% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,8% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, ενώ τα μη φτωχά το 19,6%.