Ισχυρή ψήφος εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας στέλνουν οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs, αναμένοντας μια νέα αναβάθμιση μέχρι τα τέλη του τρέχοντος έτους.
Ισχυρή ψήφος εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας στέλνουν οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs, αναμένοντας μια νέα αναβάθμιση μέχρι τα τέλη του τρέχοντος έτους.
Όπως αναφέρει ο επικεφαλής οικονομολόγος για τη Νότια Ευρώπη και Εκτελεστικός Διευθυντής της Goldman Sachs, Filippo Taddei, ενώ το εγχώριο ΑΕΠ εξακολουθεί να βρίσκεται κατά 17% χαμηλότερα από το επίπεδο του 2007, η θετική δυναμική της οικονομίας παραμένει σταθερή μετά από δύο χρόνια κατά τα οποία ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν δύο φορές υψηλότερος έναντι του υπόλοιπου μπλοκ της Ευρωζώνης.
Επιπλέον, η σύνθεση της αναπτυξιακής δυναμικής προσφέρει μια εποικοδομητική προοπτική. Σε αντίθεση με την υπόλοιπη ζώνη, η ιδιωτική κατανάλωση συνεχίζει να αυξάνεται ταχύτερα από τη δημόσια, ενώ η αύξηση των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένου του οικιστικού κλάδου, έχει ανακάμψει με τον υψηλότερο ρυθμό από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Ο δείκτης τρέχουσας οικονομικής δραστηριότητας (CAI) του επενδυτικού οίκου υποδεικνύει κάποια επιβράδυνση, αλλά παραμένει συνεπής με μια συνεχιζόμενη οικονομική ανθεκτικότητα.
Η αγορά εργασίας έχει φτάσει στο υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης που έχει καταγραφεί. Η αύξηση της απασχόλησης βασίστηκε σε μια ευρεία βάση μεταξύ δημογραφικών ομάδων και κλάδων, με αύξηση ονομαστικών μισθών άνω του 7% στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, τη στιγμή που προκύπτει σημαντικός χώρος για περαιτέρω ενίσχυση δεδομένου του χαμηλού ποσοστού απασχόλησης των γυναικών (54,8% στο δεύτερο τρίμηνο του 2024). Μόλις πρόσφατα άρχισε να καταγράφεται μια χαλάρωση, με τα ποσοστά κενών θέσεων να αρχίζουν να μειώνονται.
Η βελτίωση της αγοράς εργασίας είναι απαραίτητη δεδομένης της δημογραφικής ευθραυστότητας της χώρας. Ο μόνιμος πληθυσμός μειώθηκε κατά 5% περίπου την τελευταία δεκαετία και υπάρχει η ανάγκη αύξησης της συμμετοχής στην αγορά εργασίας ώστε να τροφοδοτήθει η μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη. Η αύξηση της απασχόλησης αντανακλά την ευρεία φύση της ανάκαμψης της οικονομίας, που εκτείνεται από τις υπηρεσίες έως τη μεταποίηση.
Εν αντιθέσει με άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης, η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας συνοδεύτηκε από άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας που επωφελήθηκε από την αύξηση των επενδύσεων άνω του μέσου όρου. Εν τω μεταξύ, ο τομέας των κατασκευών εντάχθηκε στη γενική βελτίωση, αν και τα επίπεδα δραστηριότητας παραμένουν υποτονικά έναντι μιας ιστορικής βάσης σύγκρισης.
Όπως επισημαίνει ο Taddei, στο πλαίσιο της παραπάνω σταθερής μακροοικονομικής προοπτικής και χάρη στη συνεχιζόμενη ευρωπαϊκή στήριξη, η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να ακολουθήσει μια συντηρητική δημοσιονομική στάση. Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών έχει δεσμευτεί προς ένα μεγαλύτερο πρωτογενές ισοζύγιο (σε ποσοστό του ΑΕΠ) από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και επωφελείται από το χαμηλότερο πραγματικό επιτόκιο δανεισμού στην περιοχή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι περίπου το 70% του δημόσιου χρέους της χώρας είναι «κλειδωμένο» και αφορά ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης πολύ μεγάλης ωρίμανσης, περιορίζοντας έτσι το ποσοστό που εκτίθεται στη μεταβλητότητα και τους όποιους κραδασμούς των αγορών.
Χαμηλότερα από την Ιταλία ο δείκτης δημόσιου χρέους της Ελλάδας μέχρι το 2027
Στο βασικό σενάριο της Goldman Sachs, ο δείκτης δημόσιου χρέους της Ελλάδας θα παραμείνει σε πτωτική τροχιά και θα μειωθεί κατά περίπου 25% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ελαφρώς υψηλότερα από την προηγούμενη ανάλυσή της. Στη βάση, όπου η μεσοπρόθεσμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο (σε ποσοστό του ΑΕΠ) συγκλίνουν, αντίστοιχα, στο 1,5% και στο 2%, ο δείκτης δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται και να υποχωρεί κάτω από αυτό της Ιταλίας μέχρι το 2027.
Ακόμη και σε ένα σενάριο ακραίων καταστάσεων, όπου είτε η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ είτε το πρωτογενές ισοζύγιο μειώνονται κατά 1% μεσοπρόθεσμα, ο δείκτης χρέους θα υποχωρήσει κάτω από το επίπεδο του 2023 με πιθανότητα μεγαλύτερη του 90%.
«Bullish» για το ελληνικό αξιόχρεο
Οι αναλυτές συνεχίζουν να βλέπουν ισχυρές προοπτικές ανάκαμψης των επενδύσεων στην Ελλάδα. Οι εκταμιεύσεις από το RRF αναμένεται να κορυφωθούν το 2024 – 2025, με το πρόγραμμα να στρέφεται όλο και περισσότερο προς τη στήριξη των επενδύσεων. Επιπλέον, η θεσμική δυναμική και ποιότητα του ελληνικού δημοσίου συνεχίζει να βελτιώνεται, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, φτάνοντας μάλιστα στο υψηλότερο επίπεδο από την κρίση του δημόσιου χρέους.
«Δεδομένου του μακροοικονομικού σκηνικού και των θετικών προοπτικών από τους οίκους αξιολόγησης, θεωρούμε ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια καλή θέση για μια πιθανή αναβάθμιση της αξιολόγησης στις προσεχείς αξιολογήσεις (Standard & Poor’s στις 18 Οκτωβρίου, Fitch στις 22 Νοεμβρίου, Scope στις 6 Δεκεμβρίου)», καταλήγει ο F. Taddei.