Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική αγορά ακινήτων έχει παρουσιάσει σημαντικές μεταβολές, με αυξητικές τάσεις στις τιμές πώλησης και ενοικίων. Αυτή η άνοδος, αν και ενθαρρυντική από πολλές απόψεις, εγείρει επίσης ερωτήματα σχετικά με τις αιτίες και τις συνέπειές της, αλλά και για τις επιπτώσεις στους πολίτες και τους επενδυτές.
Η ελληνική οικονομία, μετά από μια δεκαετή κρίση που επηρεάσε σοβαρά τον τομέα των ακινήτων, έχει αρχίσει να ανακάμπτει. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας αυξήθηκε κατά 5,9% το 2021 και 6% το 2022. Αυτό έχει ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, που κατατάσσουν την Ελλάδα ως έναν ελκυστικό προορισμό.
Άνοδος Τιμών Πώλησης
Η αύξηση στις τιμές πώλησης των ακινήτων είναι σαφής. Σύμφωνα με τον δείκτη τιμών ακινήτων που δημοσιεύει η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά περίπου 10,2% στις κύριες αστικές περιοχές κατά το 2022, με φαινόμενα ακόμα μεγαλύτερης αύξησης σε περιοχές όπως το κέντρο της Αθήνας και η Θεσσαλονίκη.
- Επενδύσεις και Τουρισμός: Η αύξηση του τουρισμού έχει δημιουργήσει μεγαλύτερη ζήτηση για τουριστικά ακίνητα. Το 2022, η Ελλάδα υποδέχτηκε 30 εκατομμύρια τουρίστες, γεγονός που έχει οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για βραχυχρόνιες μισθώσεις.
- Αλλαγές στο Παράδειγμα Δόμησης: Σε περιοχές όπως το Μοναστηράκι και το Κουκάκι, οι τιμές πώλησης αυξήθηκαν κατά 20%-30% ετησίως, λόγω ανακαινίσεων και νέων αναπτυξιακών έργων.
- Επιτήρηση και ρυθμιστικά μέτρα: Ο αριθμός των ακινήτων που εκμεταλλεύονται μέσω πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης έχει φτάσει τις 100.000, αυξάνοντας την πίεση στη διαθεσιμότητα και στις τιμές. Σε πανελλαδικό επίπεδο, ο αριθμός των αγγελιών διαμορφώνεται σε 105.000, αυξημένος κατά 13% σε σχέση με το 2022. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός είναι και κατά 9,5% χαμηλότερος σε σχέση με το 2019, δείγμα ότι η προσφορά παραμένει χαμηλότερη σε σχέση με την περίοδο πριν από την πανδημία.
Ενοίκια
Η αύξηση των ενοικίων είναι αντίκτυπος της γενικότερης ανόδου των τιμών πώλησης. Σύμφωνα με στοιχεία του RE/MAX, τα ενοίκια έχουν αυξηθεί κατά 27% κατά μέσο όρο τη διετία 2021-2023 σε περιοχές όπως το Κέντρο της Αθήνας. Οι ένοικοι βλέπουν τις μηνιαίες υποχρεώσεις τους να αυξάνονται, με πολλές περιοχές να παρουσιάζουν αυξήσεις άνω του 20%.
- Επιβάρυνση Πολιτών: Ένας μέσος νέος μισθωτής στην Αθήνα πληρώνει πλέον περίπου 800 ευρώ μηνιαίως για ένα διαμέρισμα 50 τ.μ., όταν το 2019 το αντίστοιχο ποσό ήταν 600 ευρώ.
- Μείωση Προσιτής Κατοικίας: Η έλλειψη προσιτής κατοικίας τείνει να επηρεάσει όλο και περισσότερο τις μεσαίες τάξεις. Περίπου το 40% των νέων ενοικιαστών αναφέρει ότι δυσκολεύεται να βρει προσιτή κατοικία στην περιοχή που επιθυμεί.
Η άνοδος των τιμών πώλησης και ενοικίων έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Το 2023, οι ξένες επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων αναμένονται να υπερβούν τα 3 δισ. ευρώ, με την αναμενόμενη βιωσιμότητα της ανάπτυξης να παραμένει υπό επανεξέταση. Αν οι τιμές συνεχίσουν να αυξάνονται, προβλέπεται ότι οι νέοι αγοραστές, και ειδικότερα οι νέοι επαγγελματίες, θα βρουν την κατοικία όλο και πιο δύσκολη υπόθεση, ενισχύοντας τη φυγή από τη χώρα.
Προτάσεις και Λύσεις
Για να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες γύρω από την αύξηση των τιμών, οι αρχές θα μπορούσαν να εξετάσουν:
- Ρυθμιστικά Μέτρα: Εφαρμογή πολιτικών που να ενθαρρύνουν τη δημιουργία προσιτών κατοικιών και να περιορίζουν τις βραχυχρόνιες μισθώσεις σε τουριστικά σημεία.
- Επενδύσεις σε Ανάπτυξη Υποδομών: Το ελληνικό κράτος θα πρέπει να επενδύσει τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια σε υποδομές σε λιγότερο δημοφιλείς περιοχές, ώστε να ενθαρρύνει τις μετακινήσεις και την ανάπτυξη των προαστίων.
- Προγράμματα Υποστήριξης: Δημιουργία προγραμμάτων στήριξης για νέους αγοραστές και ενοικιαστές που θα τους βοηθήσουν να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά. Ένα παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η επιδότηση ενοικίων, που έχει ήδη υλοποιηθεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η άνοδος των τιμών πώλησης και ενοικίων στην Ελλάδα αναδεικνύει μια αντιφατική εικόνα: την ανάκαμψη της οικονομίας και την αύξηση της ζήτησης, αλλά και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι και η νεολαία. Οι συνολικές ενδείξεις δείχνουν ότι απαιτείται στρατηγική και σχεδιασμός ώστε να διασφαλιστεί ότι η ανάπτυξη αυτή θα είναι βιώσιμη και θα ωφελήσει όλους τους πολίτες, χωρίς να δημιουργούνται νέες ανισότητες.