Στις ελληνικές τράπεζες ποντάρει ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος της JP Morgan.
Στις ελληνικές τράπεζες ποντάρει ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος της JP Morgan, οδεύοντας προς τα αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου, επισημαίνοντας πως η πρόσφατη διορθωτική κίνηση προσφέρει ένα άκρως ελκυστικό σημείο εισόδου, λαμβάνοντας υπόψη την ισχυρή δυναμική κερδοφορίας και τις συνεπείς ανοδικές αναθεωρήσεις των EPS (κέρδη ανά μετοχή) από τις αρχές του έτους, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις ομότιμες τράπεζες της ανεπτυγμένης Ευρώπης.
Η JP Morgan στέκεται στη Eurobank (σύσταση «overweight») στη βάση της επερχόμενης – και για πρώτη φορά – ενοποίησης της Ελληνικής, η οποία θα παρέχει μια σαφέστερη εικόνα της συνεισφοράς της «line – by – line» και θα μετατοπίσει το ενδιαφέρον της αγοράς στο δυναμικό πλαίσιο συνεργειών.
Ο επενδυτικός οίκος διατηρεί τη σύσταση «overweight» για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, αλλά προτιμά την Eurobank και την Πειραιώς έναντι της Εθνικής και της Alpha, βραχυπρόθεσμα. Για την Πειραιώς, ο δείκτης CET1 σε pro forma βελτιώθηκε κατά 50 μονάδες βάσης στο 14,2%, συμπεριλαμβανομένης της πρόβλεψης για διανομή μερίσματος 30% από τα κέρδη της φετινής χρήσης, πιάνοντας ήδη τον στόχο της διοίκησης για φέτος (14%). Οι αναλυτές θεωρούν ότι αυτό αποτελεί ένα σημαντικό επίπεδο που προσφέρει άνεση τόσο για τη διοίκηση όσο και για τους επενδυτές, και αποτελεί ένα σημαντικό έναυσμα για να μειώσει το χάσμα αποτίμησής της έναντι της Εθνικής και της Eurobank.
Ευρύτερα, οι αναλυτές δηλώνουν αρκετά ήσυχοι με τις προοπτικές κερδοφορίας του κλάδου, αναφορικά με το ζήτημα της ευαισθησίας στα επιτόκια, εφόσον ομαλοποιούνται σε επίπεδα υψηλότερα του 2%. Στα μοντέλα του ο οίκος, υποθέτει επιτόκιο DFR από την ΕΚΤ στο 2% τόσο μέχρι τα τέλη του 2025 όσο και του 2026. Μέχρι εκείνο το σημείο, εκτιμούν ότι η ισχυρή αύξηση δανείων (5% – 7% CAGR έως το τα τέλη του 2026), η ισχυρή άνοδος των προμηθειών (πάνω από 10% ετησίως) και η βελτίωση του κόστους κινδύνου θα αντισταθμίσουν σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις από την υποχώρηση των περιθωρίων και θα στηρίξουν τα αποτελέσματα από τα υψηλά του τρέχοντος έτους.
Αδικαιολόγητα τα υψηλά discounts…
Οι προσδοκίες του consensus για τον δείκτη RοE έχουν ακολουθήσει στενά τη Νότια Ευρώπη στο 13% περίπου κατά μέσο όρο για το 2025. Η απόδοση κεφαλαίου φαίνεται όλο και πιο ελκυστική, με σωρευτικά payouts μεταξύ 2024 – 2026 στο 26% της κεφαλαιοποίησής τους.
Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται πλέον με δείκτη P/E στο 5,5x και P/TBV στο 0,7x κατά μέσο όρο για το 2025, κάτι που συνεπάγεται υψηλά discounts της τάξεως του 42% – 58% έναντι των ομοτίμων της ζώνης CEEMEA και 26% – 37% έναντι των τραπεζών της Νότιας Ευρώπης.
Σε αυτά τα επίπεδα αποτιμήσεων, ο εγχώριος κλάδος έχει κόστος ιδίων κεφαλαίων 17% – 21%, το οποίο είναι εμφανώς υψηλότερο από την υπόλοιπη Νότια Ευρώπη που βρίσκεται στο 14%. Αυτό το χάσμα φαίνεται να έχει διευρυνθεί από τα placements στις αρχές Μαρτίου, κάτι που η JP Morgan θεωρεί αδικαιολόγητο.
Ένας παράγοντας που διατηρεί το κόστος ιδίων κεφαλαίων (CoE) σε υψηλά επίπεδα θα μπορούσε να είναι οι ανησυχίες σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) στη μελλοντική απόδοση του κεφαλαίου. «Ωστόσο, πιστεύουμε ότι η αγορά είναι πολύ συντηρητική θεωρώντας τα DTCs ως εμπόδιο για υψηλότερη διανομή κεφαλαίου. Επιπλέον, αμφισβητούμε την εφαρμογή υψηλότερου CοE στις ελληνικές τράπεζες λόγω των DTCs και προτιμούμε μια ποσοτικοποιήσιμη μέθοδο οικονομικής αξίας.
Ένας παράγοντας που διατηρεί το κόστος ιδίων κεφαλαίων (CoE) σε υψηλά επίπεδα ενδέχεται να είναι οι ανησυχίες σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) στη μελλοντική απόδοση κεφαλαίου. Οι αναλυτές σημειώνουν ωστόσο «πως η αγορά είναι πολύ συντηρητική θεωρώντας τα DTCs ως εμπόδιο για υψηλότερες χρηματικές διανομές. Επιπλέον, αμφισβητούμε την εφαρμογή υψηλότερου CοE στις ελληνικές τράπεζες λόγω των DTCs και προτιμούμε μια ποσοτικοποιήσιμη μέθοδο οικονομικής αξίας».
Αναμένουν ότι οι υπάρχουσες ανησυχίες σχετικά με τα DTCs θα μειωθούν καθώς οι τράπεζες θα λάβουν την έγκριση του επόπτη για σταδιακά υψηλότερα payouts. Επιπλέον, η JP Morgan αντιλαμβάνεται ότι οι τράπεζες είναι ανοιχτές προς μιας εθελοντική επιτάχυνση των αποσβέσεων των DTC στα κεφάλαιά τους, αν αυτό οδηγήσει στην έγκριση της ΕΚΤ για υψηλότερα από τα προγραμματισμένα payouts. Αν και η ιδέα αυτή δεν αντιμετωπίζει την κύρια ανησυχία της ΕΚΤ σχετικά με τη σύνδεση δημοσίου – τραπεζών, οι αναλυτές κανένα μειονέκτημα αν διευκολύνει τις υψηλότερες διανομές.