Την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2024, οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες προχώρησαν σε εκδόσεις ομολόγων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (senior unsecured bonds) 3,75 δισ. ευρώ, χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (Tier 2) 2,45 δισ. ευρώ και εκδόσεις πρόσθετων κεφαλαιακών µέσων της Κατηγορίας 1 (Additional Tier 1 – ΑΤ1) 300 εκατ. ευρώ. Τα αντληθέντα κεφάλαια υπερκάλυψαν τους στόχους για τα κεφάλαια MREL.
Κεφάλαια 6,5 δισ. ευρώ άντλησαν οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες στο εννεάμηνο του τρέχοντος έτους, αξιοποιώντας το επενδυτικό ενδιαφέρον για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο που έφερε και μείωση του κόστους δανεισμού του. Οι πιστοληπτικές αναβαθμίσεις, σε συνδυασμό με την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, προσέδωσαν νέα δυναμική στην περαιτέρω προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων. Οι ομολογιακές εκδόσεις ύψους 6,5 δισ. ευρώ κάλυψαν και υπερέβησαν τους ενδιάμεσους ή και τους τελικούς στόχους που έχουν θέσει οι τράπεζες μέχρι το τέλος του 2025 για τα κεφάλαια των υποχρεώσεων MREL.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας), την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2024, τα ελληνικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα προχώρησαν σε εκδόσεις ομολόγων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (senior unsecured bonds) ονομαστικής αξίας 3,750 δισ. ευρώ, σε εκδόσεις ομολόγων χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ονομαστικής (Tier 2) αξίας 2,450 δισ. ευρώ και σε εκδόσεις πρόσθετων κεφαλαιακών µέσων της Κατηγορίας 1 (Additional Tier 1 – ΑΤ1) ονομαστικής αξίας 300 εκατ. ευρώ. Η έκδοση μη καλυμμένου χρέους αναμένεται να συνεχιστεί, όχι μόνο λόγω των απαιτήσεων του MREL, αλλά και ως εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης δεδομένης της μείωσης της εξάρτησης των τραπεζών από το Ευρωσύστημα. Μάλιστα, τυχόν μελλοντικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής διαβάθμισης των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών θα συμβάλουν περαιτέρω θετικά στη δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων με χαμηλότερο κόστος.
Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται αυτή τη στιγμή με ισχυρά μαξιλάρια ρευστότητας και ικανοποιητική επάρκεια κεφαλαίων.
Η καταγραφή των στοιχείων α΄ εξαμήνου 2024 στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ δείχνουν ότι η ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο. Το υπόλοιπο των καταθέσεων στην Ελλάδα από κατοίκους εσωτερικού τον Αύγουστο του 2024 ανήλθε σε 201,9 δισ. ευρώ, οριακά αυξημένο σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2023, ενώ οι δείκτες ρευστότητας εξακολουθούν να παραμένουν σε υψηλότερο επίπεδο από τις εποπτικές απαιτήσεις. Ειδικότερα, ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio – LCR) διαμορφώθηκε σε 209,3% τον Ιούνιο του 2024, από 220,7% το Δεκέμβριο του 2023, ο Δείκτης Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (Net Stable Funding Ratio – NSFR) διαμορφώθηκε σε 133,8% τον Ιούνιο του 2024, από 135,2% το Δεκέμβριο του 2023 και ο Δείκτης Επιβάρυνσης Στοιχείων Ενεργητικού (Asset Encumbrance Ratio – AER) βελτιώθηκε σημαντικά, καθώς μειώθηκε στο 8,5% τον Ιούνιο του 2024, από 13,2% το Δεκέμβριο του 2023.
Όσο για την κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη το πρώτο εξάμηνο του 2024, καθώς η αύξηση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αντισταθμίστηκε από την αύξηση του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε οριακά σε 15,4% τον Ιούνιο του 2024 από 15,5% τον Δεκέμβριο του 2023 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) παρέμεινε αμετάβλητος στο 18,8%. Ο μέσος όρος των δεικτών αυτών στην ΕΕ διαμορφώνεται σε 15,8% για τον δείκτη CET1 και σε 19,9% για τον δείκτη TCR.