Οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν θετικοί για επτά χώρες της Ευρωζώνης και αρνητικοί για έξι. Η Γαλλία σημείωσε αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,4% το περασμένο τρίμηνο, από 0,2% το δεύτερο τρίμηνο, ενισχυμένη από την αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών και των κρατικών δαπανών μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού. [REUTERS]
Η οικονομία της Ευρωζώνης αναπτύχθηκε ταχύτερα από το αναμενόμενο το περασμένο τρίμηνο, οι απειλές για υπερβολικούς δασμούς ωστόσο από μια πιθανή προεδρία Τραμπ, η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων με την Κίνα και η υποτονική καταναλωτική εμπιστοσύνη, διατηρούν τις προοπτικές αδύναμες. Το ΑΕΠ στις 20 χώρες που μοιράζονται το ευρώ αυξήθηκε κατά 0,4% το τρίτο τρίμηνο, έναντι της μέσης εκτίμησης των αναλυτών για 0,2%, αλλά οι προοπτικές ανάπτυξης παραμένουν υποτονικές, καθώς η βιομηχανία παρέμεινε σε ύφεση και η κατανάλωση των νοικοκυριών μετά βίας αυξήθηκε, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Η μεγαλύτερη έκπληξη ήρθε από τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία του μπλοκ, η οποία αναπτύχθηκε κατά 0,2%, παρά το γεγονός ότι πολλοί αναλυτές προέβλεπαν ύφεση λόγω των προβλημάτων του τεράστιου βιομηχανικού της τομέα και των ισχυρών κλυδωνισμών στην αυτοκινητοβιομηχανία της. «Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι η οικονομία της παραμένει στάσιμη. Ο αυξανόμενος αριθμός πτωχεύσεων και οι μεμονωμένες εταιρικές ανακοινώσεις για επερχόμενες αναδιαρθρώσεις και απώλειες θέσεων εργασίας εξακολουθούν να κρέμονται σαν τη δαμόκλειο σπάθη πάνω από ένα από τα λίγα προπύργια της οικονομίας τα τελευταία χρόνια: την αγορά εργασίας», δήλωσε ο οικονομολόγος της ING, Κάρστεν Μπρζέσκι.
Η Γαλλία την ίδια στιγμή σημείωσε αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,4% το περασμένο τρίμηνο, από 0,2% το δεύτερο τρίμηνο, ενισχυμένη από την αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών και των κρατικών δαπανών μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού. Σύμφωνα με το INSEE, η κατανάλωση των νοικοκυριών ανέκαμψε κατά 0,5% λόγω των αυξήσεων στις αγορές αγαθών, ενέργειας και υπηρεσιών πληροφόρησης. Μεταξύ των κρατών-μελών για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το τρίτο τρίμηνο του 2024, η Ιρλανδία (+2%) κατέγραψε την υψηλότερη ανάπτυξη σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, ακολουθούμενη από τη Λιθουανία (+1,1%) και την Ισπανία (+0,8%). Υφεση καταγράφηκε στην Ουγγαρία (-0,7%), στη Λετονία (-0,4%) και τη Σουηδία (-0,1%). Οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν θετικοί για επτά χώρες και αρνητικοί για έξι. Το αδύναμο σημείο ήταν η Ιταλία, όπου η παραγωγή παρέμεινε απροσδόκητα αμετάβλητη, λόγω της αρνητικής συμβολής του καθαρού εμπορίου.
Το αμερικανικό ΑΕΠ την ίδια περίοδο αυξήθηκε κατά 2,8%.
Η Ευρωζώνη έδειξε απροσδόκητη ανθεκτικότητα, τα στοιχεία όμως δείχνουν ότι το μπλοκ εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με τις ΗΠΑ, με το χάσμα να διευρύνεται τα τελευταία χρόνια. Στο τρίτο τρίμηνο η αμερικανική οικονομία κατέγραψε σταθερή –αν και ελαφρώς απογοητευτική– περίοδο ανάπτυξης ωθούμενη από τις προσλήψεις λόγω των ισχυρών καταναλωτικών δαπανών, που αψήφησαν τις προσδοκίες για επιβράδυνση. Το ΑΕΠ κατά την τρίμηνη περίοδο από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 2,8%, όπως ανακοίνωσε χθες το υπουργείο Εμπορίου.
Το χάσμα ανάπτυξης στις δύο όχθες του Ατλαντικού θα μπορούσε πάντως να διευρυνθεί περαιτέρω. Ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει υποσχεθεί να επιβάλει δασμούς 10% στις εισαγωγές από όλες τις χώρες και δασμούς 60% στις εισαγωγές από την Κίνα, προειδοποίησε στις αρχές της εβδομάδας ότι η Ευρώπη θα πληρώσει «μεγάλο τίμημα» εάν κερδίσει τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου. Το ενδεχόμενο επιβολής νέων δασμών είναι πιθανό να πυροδοτήσει αντίποινα, αυξάνοντας το κόστος και δυσχεραίνοντας το παγκόσμιο εμπόριο, βασική κινητήρια δύναμη για την Ευρώπη, μια οικονομία ανοιχτή, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων.
Η ανάπτυξη της Ευρωζώνης κυμαίνεται όχι πολύ πάνω από το μηδέν τα δύο τελευταία χρόνια, καθώς ο κυρίαρχος βιομηχανικός τομέας υπέστη συνεχόμενα πλήγματα. Η αύξηση του ενεργειακού κόστους μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μείωσε τα περιθώρια, ενώ οι αλλαγές στα πρότυπα κατανάλωσης αυτοκινήτων και η οικονομική αδυναμία της ίδιας της Κίνας μείωσαν τη ζήτηση από τους παραδοσιακούς πελάτες της.