Οι Ευρωπαίοι έχουν συγκεντρώσει έναν διαρκώς αυξανόμενο όγκο αποταμίευσης ικανό να στηρίξει την οικονομία της Ευρωζώνης σε περίπτωση περαιτέρω αποδυνάμωσής της έναντι της αμερικανικής, που ενισχύεται. Οι οικονομολόγοι διερωτώνται, όμως, αν η αποταμίευση αυτή θα λειτουργήσει όντως με αυτόν τον τρόπο ή θα αποβεί τελικά εις βάρος της ευρωπαϊκής οικονομίας, στον βαθμό που αποτελεί αποτέλεσμα αυτοσυγκράτησης και σύνεσης εν μέσω αλλεπάλληλων κρίσεων.
Το β΄ τρίμηνο του 2024, τα νοικοκυριά της Ευρωζώνης αποταμίευσαν το 15,7% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, περισσότερο από το 12% που ήταν το προ πανδημίας ποσοστό. Το ίδιο χρονικό διάστημα, η κατανάλωση των ευρωπαϊκών νοικοκυριών αυξήθηκε μόλις κατά 0,1% ενώ οι επενδύσεις εξακολούθησαν να υποχωρούν σταθερά. Το σημαντικότερο είναι, όμως, πως η τάση αυτή των ευρωπαϊκών νοικοκυριών διαρκεί τα τελευταία δύο χρόνια μολονότι το εισόδημά τους βελτιώνεται. Οι πραγματικές αιτίες αυτής της αυξημένης αποταμίευσης είναι δύσκολο να εντοπιστούν καθώς ορισμένες ενδέχεται να είναι συγκυριακές και συνυφασμένες με πρόσφατες εξελίξεις, ενώ άλλες ίσως βαθύτερες και μονιμότερες. Μεταξύ των οικονομολόγων όσοι θεωρούν ότι τα αίτια είναι συγκυριακά και η κατάσταση προσωρινή αποδίδουν την υψηλή αποταμίευση κυρίως στην ανάγκη των οικογενειών να θωρακίσουν τα οικονομικά τους έναντι του χειρότερου πληθωρισμού που έχει γνωρίσει η παγκόσμια οικονομία εδώ και περίπου τέσσερις δεκαετίες. Οι καταναλωτές έχουν, άλλωστε, ανησυχήσει για τις συνέπειες ενός πολέμου στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης, για την αστάθεια των τιμών της ενέργειας, τον ενδεχόμενο αντίκτυπο από την έκβαση των αμερικανικών εκλογών, του πολέμου στην Μέση Ανατολή αλλά και της βαθύτερης κρίσης των βιομηχανιών, που ενδέχεται να οδηγήσει στην απώλεια πολλών θέσεων εργασίας.
Ενδέχεται, πάντως, να πρόκειται για μια διαρθρωτική μεταβολή στη συμπεριφορά των Ευρωπαίων, οι οποίοι έχουν γνωρίσει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα τρεις συνεχόμενες κρίσεις, την πανδημία, την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με τη συνεπακόλουθη ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό, και πιθανώς να έχουν γίνει πολύ πιο συνετοί στη διαχείριση των χρημάτων τους. Ισως εν ολίγοις να πρόκειται για μια πιο παγιωμένη τάση που θα διαρκέσει μακροπρόθεσμα. Στην περίπτωση αυτή, οι Ευρωπαίοι δεν θα ρίξουν στην οικονομία όσα έχουν αποταμιεύσει και επομένως δεν θα τη στηρίξουν. Υπάρχουν, άλλωστε, παράγοντες που γνωρίζουμε ότι δεν πρόκειται να αντιστραφούν σύντομα. Ανάμεσά τους η κλιματική αλλαγή, η μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, η αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης, αλλά και ο μετασχηματισμός της οικονομίας από τη βιομηχανία στις υπηρεσίες, που υπονομεύουν την εμπιστοσύνη κατά τρόπο όχι ευκόλως αντιστρέψιμο. Η Ενωση Γερμανικών Ταμιευτηρίων διεξήγαγε προσφάτως έρευνα μεταξύ καταναλωτών με το ερώτημα τι θα κάνουν αν ξαφνικά τους δοθούν 500 ευρώ. Τα αποτελέσματα ήταν ενδεικτικά της τάσης, καθώς οι περισσότεροι δήλωσαν ότι απλώς θα τα αποταμιεύσουν.
Οι οικονομολόγοι διερωτώνται αν θα λειτουργήσει υπέρ της ευρωπαϊκής οικονομίας ή θα αποβεί τελικά εις βάρος της.
«Δεν είναι παροδικό φαινόμενο, γιατί αυτό δείχνουν οι απαντήσεις στην έρευνα», τονίζει ο Ούρλιχ Ρόιτερ, πρόεδρος της εν λόγω ένωσης, που παράλληλα υπογραμμίζει ότι «και η νεότερη γενιά νιώθει ανασφάλεια καθώς διερωτάται τι θα γίνει με την κλιματική αλλαγή και πώς μπορεί να προβλέψει για την ώρα της συνταξιοδότησής της, ενώ ανησυχεί και δυσφορεί για το γεγονός ότι οι παλαιότερες γενιές ζουν με κόστος των νεότερων. Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποιες ενθαρρυντικές ενδείξεις. Εχουν αρχίσει οι μειώσεις των επιτοκίων και οι τράπεζες θα ακολουθήσουν μειώνοντας τα επιτόκια καταθέσεων, οπότε ενδέχεται να ενθαρρύνουν κάποια μερίδα καταναλωτών να προχωρήσει σε δαπάνες. Εξάλλου, οι δείκτες για το οικονομικό αίσθημα των καταναλωτών κατατείνουν σε κάποια βελτίωση σε ό,τι αφορά τις προσδοκίες ενώ τα νοικοκυριά καταγράφουν κάποια αύξηση των εσόδων τους και ο πληθωρισμός επιστρέφει στον στόχο του 2%.
Οπως επισήμανε ο Μάρτιν Καζάκς, μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, «η εμπιστοσύνη των νοικοκυριών βελτιώνεται σταδιακά και ίσως αυτό σημαίνει ότιη τάση για αυξημένη αποταμίευση τελειώνει». Στην περίπτωση αυτή, προσέθεσε ο ίδιος, μπορεί να αυξηθεί και πάλι η κατανάλωση και να δώσει ώθηση στην ανάκαμψη της Ευρωζώνης.
Την εκτίμησή του τείνει να επιβεβαιώσει η έκπληξη της μικρής ανάπτυξης που σημείωσε η οικονομία της Ευρωζώνης το προηγούμενο τρίμηνο και οφειλόταν κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση. Πέραν όλων αυτών, η εικόνα της αγοράς εργασίας παραμένει ικανοποιητική παρά την περιορισμένη μείωση των κενών θέσεων. Οπως τονίζει ο Πιερ Βουνς, διοικητής της Τράπεζας του Βελγίου, «οι εταιρείες δυσκολεύονται ακόμη να καλύψουν τις κενές θέσεις τους και όσοι αναζητούν εργασία εξακολουθούν να βρίσκουν σχετικά εύκολα». Ο ίδιος προβλέπει ανάκαμψη της Ευρωζώνης μέσα στο επόμενο έτος και πιθανολογεί ακόμη και μια θετική έκπληξη, καθώς εκτιμά πως οι Ευρωπαίοι αρχίζουν να νιώθουν καλύτερα βλέποντας το εισόδημά τους να αυξάνεται.