Τα επίπεδα κόκκινων δανείων που έχουν επιτύχει ήδη οι συστημικές τράπεζες είναι καλύτερα και από τα χαμηλότερα επίπεδα προ κρίσης, τον Δεκέμβριο του 2007, όταν ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων βρισκόταν στο 5,2%. Τότε, μάλιστα, ως μη εξυπηρετούμενα δάνεια λογίζονταν τα δάνεια με καθυστέρηση 90 ημερών και άνω, έναντι 30+ τα τελευταία χρόνια.
Σε επίπεδα χαμηλότερα και από αυτά προ κρίσης βρίσκονται πλέον τα κόκκινα δάνεια των ελληνικών τραπεζών, μετά τη δραστική μείωσή τους από τα τέλη του 2019 και μετά, κυρίως μέσω των τιτλοποιήσεων του «Ηρακλή».
Στο τέλος του α΄ εξαμήνου 2024 ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ) ανερχόταν σε 6,9%, με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες να έχουν μειώσει ήδη τους δείκτες ΜΕΑ σε επίπεδα από 3,1% έως 4,7%. Οι εν λόγω δείκτες θα σημειώσουν περαιτέρω υποχώρηση στο γ΄ και δ΄ τρίμηνο του έτους, ενώ ο «Ηρακλής ΙΙΙ» θα μειώσει στα επίπεδα του 3% και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια της ενιαίας τράπεζας που προέκυψε από τη συγχώνευση Attica Bank και Παγκρήτιας Τράπεζας.
Τα επίπεδα κόκκινων δανείων που έχουν επιτύχει ήδη οι συστημικές τράπεζες είναι καλύτερα και από τα χαμηλότερα επίπεδα προ κρίσης, συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 2007, όταν ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων βρισκόταν στο 5,2%. Σημειώνεται ότι τότε δεν υπήρχε ακόμη ο αυστηρότερος κανονισμός για τον ορισμό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, με τον οποίο στα κόκκινα δάνεια εμπίπτουν όσα βρίσκονται σε καθυστέρηση πληρωμής άνω των 30 ημερών. Δεδομένου ότι στα χρόνια προ κρίσης, ως κόκκινα δάνεια λογίζονταν όσα ήταν σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών και επιπλέον την εποχή εκείνη, οι τράπεζες εμφάνιζαν μεγάλη πιστωτική επέκταση η οποία συγκρατούσε τα ποσοστά του δείκτη κόκκινων δανείων, ο άθλος που έχουν επιτύχει οι τράπεζες, εμφανίζοντας σήμερα χαμηλά μονοψήφια ποσοστά MEA λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Έστω και αν ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλότερος του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ο οποίος τον Ιούνιο του 2024 βρισκόταν στο 2,3%. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα δανειακά χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών επέδειξαν ισχυρές αντιστάσεις στις επιπτώσεις της ανόδου του πληθωρισμού που έπληξαν με νέα κόκκινα δάνεια όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών διαμορφώθηκε σε 10,4 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2024, αυξημένο κατά 4,8% ή 476 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2023. Και αυτό, διότι μετά από εποπτική απαίτηση, στην περίμετρο των μη εξυπηρετούμενων δανείων εντάχθηκαν και δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου (σ.σ. αυτά έχουν μειωθεί σε 1 δισ. ευρώ και κατόπιν των τακτικών καταβολών του Δημοσίου, το πρόβλημα θα εξαλειφθεί σύντομα).
Το ποσοστό των κόκκινων δανείων στις τράπεζες έπιασε διψήφιο ποσοστό (10,2%) τον Μάρτιο του 2010, στην έναρξη της ελληνικής κρίσης. Έκτοτε, ανά τρίμηνο, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων σκαρφάλωνε σε ολοένα υψηλότερα επίπεδα, από 14,1% στο τέλος του 2010 σε 21,5% στο τέλος του 2011, σε 31,3% στο τέλος του 2012, σε 39,5% στο τέλος του 2013, σε 43,5% στο τέλος του 2014, σε 48,1% στο τέλος του 2015, σε 48,5% στο τέλος του 2016 (έχοντας πιάσει ποσοστό 49,1% το γ΄ τρίμηνο 2016) και σε 47,1% στο τέλος του 2017 (με δείκτες 49,1% το α΄ και β΄ τρίμηνο 2017). Στο τέλος του 2018 ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων είχε υποχωρήσει στο 45,4% και τον Δεκέμβριο του 2019, όταν ο «Ηρακλής» ψηφίστηκε από τη Βουλή, ο δείκτης είχε μειωθεί περαιτέρω στο 40,6%. Με την εφαρμογή του «Ηρακλή» από την επόμενη χρονιά, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έπεσε στο 30,1% στο τέλος του 2020, στο 12,8% στο τέλος του 2021, στο 8,7% στο τέλος του 2022 και στο 6,7% στο τέλος του 2023.