Η σύγκρουση γύρω από τις οικονομικές πολιτικές που έπρεπε να ακολουθήσει το Βερολίνο ήταν αναπόφευκτη. Ο δύσκολος δρόμος προς τις κάλπες και η πτώση δημοτικότητας των κομμάτων.
Πρόωρες εκλογές ζήτησε ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς μετά την κατάρρευση του τριμερούς συνασπισμού του, με σημείο αιχμής την αναζήτηση πολιτικής που θα μπορούσε να βγάλει τη χώρα από τη βαθιά οικονομική ύφεση. Αυτό που δίχασε τους εταίρους του κυβερνητικού συνασπισμού ήταν οι δαπάνες και τα σχέδια για μεταρρυθμίσεις.
Η πολιτική κρίση κορυφώθηκε με την κίνηση του Σολτς να αποπέμψει τον υπουργό Οικονομικών του, Κρίστιαν Λίντνερ, λέγοντας ότι ο πρόεδρος του φιλικού προς το επιχειρείν κόμματος των Ελευθέρων Δημοκρατών (FDP) αρνήθηκε την πρότασή του για αναστολή του κανόνα χρέους που βάζει όριο στο νέο δανεισμό σε μία ύστατη προσπάθεια να καλυφθεί ένα δημοσιονομικό κενό στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους.
- Καταρρέει ο κυβερνητικός σχηματισμός στην Γερμανία: Ψήφος εμπιστοσύνης τον Ιανουάριο από Σολτς – Αιχμές Λίντνερ
Αμέσως μετά την αποχώρηση του FDP από τον κυβερνητικό συνασπισμό, ο Σολτς ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης από την Bundestag στις 15 Ιανουαρίου. Σε περίπτωση που τη χάσει, τότε οι εκλογές θα μπορούσαν να διενεργηθούν το αργότερο στο τέλος Μαρτίου. Ωστόσο, επειδή έως το τέλος του τρέχοντος έτους η Βουλή θα πρέπει να ψηφίσει κρίσιμα νομοσχέδια για το συνταξιοδοτικό και για τη στήριξη της βιομηχανίας, ο καγκελάριος ανέφερε ότι θα συναντηθεί άμεσα με τον αρχηγό του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματυος (CDU) Φρίντριχ Μερτς.
Ο Λίντνερ είχε προτείνει νωρίτερα στον Σολτς να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές στις αρχές του 2025, κάτι που ο καγκελάριος απέρριψε. Ο αρχηγός του FDP φέρεται να υποστήριξε ότι δεν υπάρχει πλέον κοινός τόπος μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων προκειμένου να επιτευχθεί ουσιαστική οικονομική ανάκαμψη.
Σύμφωνα με την BILD, ο Όλαφ Σολτς «πρόλαβε» τον αρχηγό του FDP, ο οποίος είχε σχεδιάσει να εγκαταλείψει χθες το βράδυ την κυβερνητική επιτροπή που συνεδριάζει στην καγκελαρία, να τερματίσει σήμερα Πέμπτη τη συμφωνία συνασπισμού με το SPD και τους Πράσινους και κατόπιν να αποσύρει τους υπουργούς του. «Όλα ήταν προετοιμασμένα», αναφέρει η εφημερίδα.
Ο Λίντνερ αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του καγκελάριου Όλαφ Σολτς, ο οποίος τον κατηγόρησε χθες το βράδυ για «εγωισμούς και μικροκομματική πολιτική», δηλώνοντας ότι η διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού είχε προσχεδιαστεί από τον ίδιο τον Σολτς.
Ο Λίντνερ δήλωσε μεταξύ άλλων ότι κατέθεσε προτάσεις για οικονομική ανάκαμψη, οι οποίες, όπως τόνισε, δεν έγιναν δεκτές ούτε καν ως βάση για διαβούλευση από τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους. Από την προσεκτικά προετοιμασμένη δήλωση του καγκελαρίου καταλάβαμε το γιατί, δήλωσε ο αρχηγός του FDP, καταλογίζοντας στον Όλαφ Σολτς προσχεδιασμένη συμπεριφορά.
Σε ασυνήθιστα αιχμηρές δηλώσεις, ο Σολτς ανέφερε ότι πολύ συχνά ο Λίντνερ εμπόδιζε λύσεις, κάνοντας κατάχρηση της εμπιστοσύνης του.
- Γερμανία: Ο Χάμπεκ υποστηρίζει την απόφαση του Σολτς να διαλύσει τον κυβερνητικό συνασπισμό
- Γερμανία – CDU: Ο Φρίντριχ Μερτς ζητά άμεσα ψήφο εμπιστοσύνης και επίσπευση εκλογών
Η κρίση ήταν θέμα χρόνου
Η κυβερνητική κρίση στη Γερμανία λαμβάνει χώρα μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, η οποία έχει αυξήσει τις πιθανότητες ενός νέου διατλαντικού εμπορικού πολέμου και έχει επανειλημμένως ζητήσει να επανεκτιμηθεί η αμυντική σχέση της Ευρώπης με την Ουάσιγκτον. Η Γερμανία βρίσκεται επίσης αντιμέτωπη με μια στάσιμη οικονομία με βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα στο μεταποιητικό τομέα.
Η εξέλιξη δεν ήταν απροσδόκητη λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχή διαμάχη στους κόλπους του συνασπισμού σχετικά με τον προϋπολογισμό του 2025 και του τρόπου αντιμετώπισης των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Ο Σολτς υποστήριξε ότι η Γερμανία χρειάζεται «περισσότερο χώρο οικονομικών κινήσεων» για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Χαρακτήρισε την κατάσταση σοβαρή, δεδομένου του πολέμου στην Ευρώπη, των αυξανόμενων εντάσεων στη Μέση Ανατολή και της στάσιμης οικονομίας με τις επιχειρήσεις να χρειάζονται υποστήριξη.
Ο Καγκελάριος δεν έχει τη δύναμη να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, αρμοδιότητα που ανήκει στον ομοσπονδιακό πρόεδρο, όμως μπορεί να χαράξει το δρόμο για τη διεξαγωγή τους χάνοντας σκόπιμα την ψήφο εμπιστοσύνης στην κάτω βουλή του κοινοβουλίου.
Εάν ο Σολτς δεν καταφέρει να συγκεντρώσει την πλειοψηφία στην ψήφο εμπιστοσύνης της 15ης Ιανουαρίου, μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο Φρανκ-Βάλτερ Στανμάιερ, πρώην αντικαγκελάριο των Σοσιαλδημοκρατών, να παρέμβει και να διαλύσει το κοινοβούλιο. Οι εκλογές θα πρέπει στη συνέχεια να διεξαχθούν εντός 60 ημερών.
Ο Σολτς και οι υπουργοί του είχαν παρουσιάσει μια δυσλειτουργική εικόνα τις τελευταίες εβδομάδες, πραγματοποιώντας ανταγωνιστικές συναντήσεις με βιομηχανικές ομάδες και συνδικαλιστές, ενώ είχαν δημοσιεύσει αντικρουόμενα έγγραφα πολιτικής που έμοιαζαν περισσότερο με προεκλογικά μανιφέστα.
«Μήλο της έριδος» θεωρείται η εμμονή του Λίντνερ στην αυστηρή τήρηση των κανόνων που περιορίζουν τον νέο δανεισμό στο 0,35% του ΑΕΠ. Η στάση αυτή εξόργισε το SPD του Σολτς και τους Πρασίνους, που τάσσονται υπέρ της επέκτασης του χρέους για τη χρηματοδότηση πρωτοβουλιών, όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η ενίσχυση του στρατού.
Οι εικασίες ότι η νίκη του Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές και οι πιθανές ενδείξεις για χάραξη μίας νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων με κυρίαρχη την Αμερική, θα ωθούσαν τον Σολτς και τους εταίρους του να κρατήσουν ενωμένο τον κυβερνητικό συνασπισμό, αποδείχτηκαν φρούδες.
Πτώση δημοτικότητας
Οι Γερμανοί Συντηρητικοί και η Ακροδεξιά προηγούνται στις εθνικές δημοσκοπήσεις, ενώ λιγότεροι από το ένα τρίτο των ψηφοφόρων υποστηρίζουν τα τρία κυβερνώντα κόμματα.
Οι Χριστιανοδημοκράτες CDU/CSU υπό τον Φρίντριχ Μερτς προηγούνται στις δημοσκοπήσεις με περισσότερο από 30% των ψήφων και θα ήταν σε πρώτη θέση να κερδίσουν τις πρόωρες εκλογές, αποκαθιστώντας τους στην εξουσία μετά την ήττα από το SPD του Σολτς πριν από τρία χρόνια.
Το FDP πιάνει αυτή τη στιγμή στις δημοσκοπήσεις ένα ποσοστό έως και 3% από 11,5% στις εκλογές του 2021, γεγονός που σημαίνει ότι κινδυνεύει να χάσει το όριο του 5% για να μπει στο κοινοβούλιο.
Αν και το χάσμα μπορεί να περιοριστεί, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ποσοστό στήριξης για το CDU/CSU του Mερτς είναι υπερδιπλάσια από αυτό των Σοσιαλδημοκρατών. Το SPD βρίσκεται περίπου στο 16% στην τρίτη θέση, πίσω από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία στη δεύτερη θέση με περίπου 17%. Οι Πράσινοι βρίσκονται περίπου στο 11% στην τέταρτη θέση, ενώ ένα νέο ακροαριστερό κόμμα – η Συμμαχία Sahra Wagenknecht – είναι πέμπτο με περίπου 8%.
Σε κλοιό πιέσεων η Γαλλία
Παράλληλα, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, η Γαλλία, ακύρωσε ορισμένα σχέδια δαπανών από τον προϋπολογισμό του 2025, προκειμένου να μετριάσει μέρος των τεράστιων επιπτώσεων από τα απροσδόκητα χαμηλά φορολογικά έσοδα. Το υπουργείο Οικονομικών θέλει να περιορίσει τις δαπάνες του κεντρικού κράτους σε περίπου 6 δισεκατομμύρια ευρώ, λιγότερες από ό,τι είχε αρχικά προγραμματίσει πριν από ένα χρόνο.
Το νομοσχέδιο, που παρουσιάστηκε στο υπουργικό συμβούλιο την Τετάρτη, προβλέπει επίσης 4,2 δισεκατομμύρια ευρώ σε μη προγραμματισμένες δαπάνες για τη στήριξη της Ουκρανίας και της υπερπόντιας Γαλλίας, της Νέας Καληδονίας. Καλύπτει δε το κόστος διεξαγωγής των πρόωρων εκλογών και την καταβολή μπόνους για τις δυνάμεις ασφαλείας που εργάστηκαν υπερωρίες στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Επιπλέον, η κυβέρνηση της Γαλλίας επιβεβαίωσε ότι αναμένει το έλλειμμα του προϋπολογισμού να αυξηθεί στο 6,1% για το 2024.
Οι νομοθέτες θα αρχίσουν να συζητούν το νομοσχέδιο αργότερα αυτό το μήνα, ξεχωριστά από τον προϋπολογισμό του 2025. Χωρίς πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, η κυβέρνηση πιθανότατα θα πρέπει να καταφύγει στη χρήση μιας διάταξης του Συντάγματος για την έγκριση του προϋπολογισμού στο τέλος του έτους χωρίς ψηφοφορία.
Το στοίχημα του Μπαρνιέ, ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολο. Καλείται να ανακόψει την ήδη επικίνδυνη εκτόξευση του ελλείμματος αλλά και την απειλή παράλληλης αύξησης του χρέους τη στιγμή που η πολιτική αβεβαιότητα δεν έχει απομακρυνθεί. To γαλλικό χρέος έχει εκτοξευθεί στο 112% του ΑΕΠ από το 98% του 2019.