«Η στροφή σε μεμονωμένες εθνικές στρατηγικές μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για την Ευρώπη, για την ασφάλεια και για το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της. Σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο αβέβαιος, η βαθύτερη ενοποίηση είναι η μόνη ρεαλιστική απάντηση».
«Η στροφή σε μεμονωμένες εθνικές στρατηγικές μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για την Ευρώπη, για την ασφάλεια και για το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της. Σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο αβέβαιος, η βαθύτερη ενοποίηση είναι η μόνη ρεαλιστική απάντηση» σημείωσε σε δήλωσή του, απαντώντας σε ερώτηση τι σημαίνει για την Ευρώπη η κλοπή του Ντόναλντ Τραμπ ως 47ου Προέδρου των ΗΠΑ, ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννης Χατζηθεοδοσίου.
Συγκεκριμένα ο κ. Χατζηθεοδοσίου, δήλωσε: «Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως 47ου Προέδρου των ΗΠΑ προκαλεί ήδη προβληματισμό και αβεβαιότητα, όσον αφορά την επίπτωση που θα έχει στην παγκόσμια οικονομία και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κρίνοντας από τις μέχρι τώρα εξαγγελίες του, είναι προφανές ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος δεν προτίθεται να επενδύσει ιδιαίτερα σε συμμαχίες, ούτε καν να κινηθεί στο πλαίσιο διεθνών θεσμών και κανόνων. Κυριότερη πηγή ανησυχίας για την ώρα είναι το ενδεχόμενο της επιβολής οριζόντιων δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα, που για την περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να φθάνουν στο 10%. Η υλοποίηση μιας τέτοιας κίνησης θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στις ευρωπαϊκές εξαγωγές, καθώς οι ΗΠΑ είναι αυτή τη στιγμή ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ε.Ε. με το διμερές εμπόριο να εκτιμάται σε περισσότερο από 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Το μεγαλύτερο πλήγμα αναμένεται να δεχθεί η αυτοκινητοβιομηχανία, ωστόσο οι συνέπειες θα αγγίξουν πολλούς άλλους κλάδους της οικονομίας.
Απαισιόδοξες διαφαίνονται οι προοπτικές όσον αφορά το θέμα της πράσινης μετάβασης, καθώς κ. Τραμπ έχει ανακοινώσει την πρόθεσή του να αποσύρει ξανά τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού και να εντείνει την παραγωγή ορυκτών καυσίμων. Φαίνεται, επίσης, ότι ματαιώνεται πλέον η προσδοκία της Ευρώπης για τη δημιουργία παγκόσμιων προτύπων αναφοράς των επιχειρήσεων σχετικά με το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα, ώστε οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να μην αντιμετωπίζουν ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Αντίστοιχα, αδύναμες είναι και οι προοπτικές για συνέχιση της διατλαντικής συνεργασίας, που είχε ξεκινήσει με στόχο τον συντονισμό Ευρώπης και ΗΠΑ σε θέματα τεχνολογίας, όπως οι ημιαγωγοί, τα πρότυπα Τεχνητής Νοημοσύνης κ.ά.
Σε κάθε περίπτωση, η αβεβαιότητα που δημιουργείται σήμερα, γύρω από την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ – αλλά και τη στάση τους σε θέματα άμυνας, με κυριότερο τον πόλεμο στην Ουκρανία – επηρεάζει αρνητικά τις οικονομικές προοπτικές της Ευρώπης, η οποία ήδη διανύει μια μακρά περίοδο χαμηλής ανάπτυξης. Όπως εκτιμούν διεθνείς οίκοι, όπως η Goldman Sachs, η επίπτωση μπορεί να φτάσει έως και τη μισή μονάδα του ΑΕΠ συνολικά, που ειδικά για την ευρωζώνη θα σημάνει την είσοδο σε κανονική ύφεση.
Καθώς, πλέον, οι σχέσεις οικονομικής, τεχνολογικής και αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ δεν θα πρέπει πλέον να θεωρούνται δεδομένες, η Ευρώπη οφείλει να κινηθεί άμεσα, για να διασφαλίσει την στρατηγική της αυτονομία, την γεωπολιτική και οικονομική της ασφάλεια.
Η προσπάθεια αυτή απαιτεί ενότητα, συντονισμό και γενναίες αποφάσεις. Χρειάζεται τώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ενός εμπορικού πολέμου και να υιοθετήσει μια κοινή στρατηγική ενάντια στα σχέδια για επιβολή δασμών, ενώ σημαντικός θα είναι και ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για την προσαρμογή της πολιτικής επιτοκίων στις νέες συνθήκες.
Είναι ανάγκη να προχωρήσουν οι μεγάλες αλλαγές, που απαιτούνται ώστε η Ευρώπη να διατηρήσει μια πράσινη, αλλά ταυτόχρονα περισσότερο ανταγωνιστική οικονομία. Να ξεπεραστούν οι αγκυλώσεις και να υπάρξει συμφωνία για κοινό δανεισμό, για την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας της Ευρώπης, αλλά και για τη χρηματοδότηση μεγάλων επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς αιχμής και νέες τεχνολογίες. Η έκθεση Ντράγκι – την οποία κάποιοι έσπευσαν να βάλουν στο «συρτάρι» πριν καν δημοσιευθεί – μπορεί να γίνει πυξίδα μεγάλων πολιτικών αποφάσεων.
Δυστυχώς, τα δεδομένα στην παρούσα φάση δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία, καθώς οι χώρες που θα μπορούσαν να μπουν μπροστά σε αυτή την προσπάθεια βρίσκονται σε πολιτική περιδίνηση. Μετά τις εξελίξεις της περασμένης εβδομάδας, η Γερμανία οδεύει πλέον σε εκλογές, η κυβέρνηση στη Γαλλία είναι εξαιρετικά αδύναμη, ενώ σε πολλές χώρες η προσοχή παραμένει στραμμένη στην αντιμετώπιση εσωτερικών προκλήσεων.
Όμως, στην κρίσιμη αυτή καμπή, η αδράνεια ή – ακόμα χειρότερα, ίσως – η στροφή σε μεμονωμένες εθνικές στρατηγικές μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για την Ευρώπη, για την ασφάλεια και για το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της. Σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο αβέβαιος, η βαθύτερη ενοποίηση είναι η μόνη ρεαλιστική απάντηση».