Η σταθερά ισχυρή κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών τους παρέχουν μεγαλύτερη ευελιξία και υποστηρίζει τις αξιολογήσεις και τη θετική άποψη του οίκου για τον κλάδο.
Οι ελληνικές τράπεζες ανακοίνωσαν το σχέδιό τους για ταχεία απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC) από το 2025, με βάση τη δυναμική της κερδοφορίας τους, αναφέρει η S&P. Τα όσα αναφέρει ο οίκος αλλά και η Fitch χθες, επιβεβαιώνουν το ρεπορτάζ του -.
Η σταθερά ισχυρή κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών τους προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία και υποστηρίζει τις αξιολογήσεις και τη θετική άποψη του οίκου για τον κλάδο.
Το DTC είχε αρχικά προγραμματιστεί να αποσβεστεί πλήρως έως το 2041, αλλά οι τράπεζες σχεδιάζουν τώρα ένα ετήσιο επιπλέον ποσό απόσβεσης 130-190 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 29% της προβλεπόμενης χρηματικής διανομής προς τους μετόχους. Αυτός ο επιταχυνόμενος ρυθμός αναμένεται να ανοίξει το δρόμο για μια καθαρότερη κεφαλαιακή βάση, εξαλείφοντας πλήρως τα DTCs έως το 2032-2034 και φέρνοντας το ποσοστό αυτών στα κεφάλαια CET1 έως τα τέλη του 2027 στο 20% για τη Eurobank, περίπου στο 25% για την Alpha Bank και την Εθνική Τράπεζα και στο 30% για την Τράπεζα Πειραιώς.
Ενώ η πλήρης απόσβεση των DTCs θα διαρκέσει πολύ και το βάρος αυτών στα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνει υψηλότερο από αυτό των ευρωπαϊκών τουλάχιστον μέχρι το 2027, η S&P θεωρεί αυτή την απόφαση θετικά καθώς αποτελεί περαιτέρω απόδειξη ότι τα χρηματοοικονομικά προφίλ των ελληνικών τραπεζών συνεχίζουν να ενισχύεται και ότι οι τράπεζες σημειώνουν περαιτέρω πρόοδο στην αποκατάσταση της συνολικής φερεγγυότητάς τους.
Συγκεκριμένα, η παραγωγή οργανικού κεφαλαίου βελτιώθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια και ο οίκος εκτιμά ότι είναι πιθανό να παραμείνει υγιής τα επόμενα τρίμηνα, υποστηρίζοντας την ικανότητα των τραπεζών να απορροφούν DTC. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να καταγράφουν ισχυρές λειτουργικές επιδόσεις ακόμη και στα αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου, επωφελούμενοι από τα περιορισμένα beta καταθέσεων και τις προσπάθειες να διατηρήσουν τα περιθώρια παρά την πτώση των επιτοκίων. Οι καλές τάσεις στην ποιότητα του ενεργητικού συνέβαλαν επίσης θετικά, με τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να κυμαίνονται από 2,9% έως 4,6% και το οργανικό κόστος κινδύνου να κινείται πέριξ των 70 μονάδων βάσης ή χαμηλότερα για το 2024.
«Αναμένουμε ότι η λειτουργική κερδοφορία θα παραμείνει ανθεκτική το 2024 και το 2025 καθώς ο δανεισμός αυξάνεται έως και 5%-6% ετησίως λόγω των επιχειρηματικών δανείων. Τα έσοδα από προμήθειες ενισχύονται και ο δείκτης κόστους προς έσοδα παραμένει μεταξύ των καλύτερων στην κατηγορία στην Ευρώπη, φτάνοντας περίπου στο 37% κατά μέσο όρο μέχρι τα τλελη του 2025. Ως εκ τούτου, αναμένουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες θα δημιουργήσουν πρόσθετα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας, παρά την αύξηση της διανομής μερισμάτων στους μετόχους», αναφέρει η S&P.