Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και ο πρόεδρός της, Τζερόμ Πάουελ, ορθώς επιλέγουν να μην ενεργούν με βάση τις υποθέσεις σχετικά με το τι μπορεί να πράξει ο Ντόναλντ Τραμπ ως πρόεδρος. Ωστόσο, αν ο Τραμπ υλοποιήσει τις πιο ακραίες προεκλογικές του υποσχέσεις, θα δυσκολευτούν να περιορίσουν τις οικονομικές συνέπειες — ένα πρόβλημα που οι επενδυτές φαίνεται πως προς το παρόν αγνοούν.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος έχει ασκήσει έντονη κριτική στον Πάουελ, τον οποίο διόρισε το 2018. Παρ’ όλα αυτά, στην πρώτη συνέντευξη τύπου της Fed μετά τις εκλογές, ο Πάουελ τόνισε ότι ο Τραμπ δεν έχει την νομική εξουσία να τον “εκδιώξει” πριν τη λήξη της θητείας του τον Μάιο του 2026, επισημαίνοντας ότι σκοπεύει να την ολοκληρώσει. Ο πρόεδρος της Fed απέφυγε σοφά να κάνει εικασίες για το πώς οι υποσχέσεις του Τραμπ για υψηλότερους δασμούς, μαζικές απελάσεις και χαμηλότερους φόρους θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη νομισματική πολιτική. Η Fed, είπε, αναλύει τις επιπτώσεις τέτοιων μέτρων στο στάδιο της πρότασης, αλλά δεν τα λαμβάνει υπόψη στη διαμόρφωση πολιτικής μέχρι να γίνουν νόμος: “Δεν μαντεύουμε, δεν κάνουμε εικασίες και δεν κάνουμε υποθέσεις”.
Το κύριο οικονομικό μοντέλο της Fed ενισχύει αυτήν την προσέγγιση. Πρώτον, οι υψηλότεροι δασμοί εισέρχονται στο μοντέλο μόνο όταν είναι πιθανό να τεθούν σε ισχύ. Δεύτερον, το μοντέλο υποθέτει ότι η αντίδραση της νομισματικής πολιτικής θα είναι συνεπής με τους στόχους της Fed για την απασχόληση και τον πληθωρισμό και ότι οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα είναι σε θέση να την προβλέψουν. Κάπως έτσι, αποκλείονται συστηματικά λάθη στη χάραξη της νομισματικής πολιτικής, μετριάζονται οι επιπτώσεις των πιθανών οικονομικών σοκ και διασφαλίζεται ότι οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό παραμένουν σταθερές. Έτσι, ό,τι κι αν κάνει ο Τραμπ θα χρειαστεί σημαντικός χρόνος για να επηρεάσει την πραγματική διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής.
Αν οι πολιτικές πρωτοβουλίες του Τραμπ αποδειχθούν μετριοπαθείς, η καθυστερημένη αντίδραση της Fed δεν θα έχει μεγάλη επίπτωση. Αλλά αν ο νέος πρόεδρος προβεί σε κάποια πραγματικά μεγάλη και απότομη κίνηση – για παράδειγμα σχετικά με τους δασμούς ή τις απελάσεις – η αντίδραση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας θα έρθει πολύ αργά και δεν θα καταφέρει να μετριάσει τον οικονομικό αντίκτυπο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι υψηλότερες τιμές εισαγωγών και οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό θα αυξήσουν τον πληθωρισμό και θα ωθήσουν προς τα πάνω τις προβλέψεις για τη μελλοντική πορεία του. Αυτό θα αυξήσει την αβεβαιότητα και θα καταστήσει αναγκαίες πιο επιθετικές νομισματικές προσαρμογές.
Ο Τραμπ μπορεί επίσης να θέλει να επηρεάσει τη Fed, διασφαλίζοντας ότι θα διατηρήσει τα επιτόκια χαμηλά κατά τη διάρκεια της θητείας του. Σε αυτό το μέτωπο, οι επιλογές του είναι περιορισμένες. Βραχυπρόθεσμα, δεν υπάρχει σύγκρουση, καθώς η Fed πιθανότατα θα συνεχίσει ούτως ή άλλως τον κύκλο χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής. Από εκεί και πέρα, ο πρόεδρος δεν θα έχει πολλά περιθώρια ελιγμών μέχρι τη λήξη της θητείας του Πάουελ.
Σκεφτείτε μια ιδέα που διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας: ο Τραμπ θα μπορούσε να προσπαθήσει να υπονομεύσει τον Πάουελ διορίζοντας τον προτιμώμενο διάδοχό του στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, αναγκάζοντας τις αγορές να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στον “σκιώδη” πρόεδρο. Υπάρχουν όμως τρεις λόγοι για τους οποίους κάτι τέτοιο δεν αξίζει να επιδιωχθεί. Πρώτον, θα χρειαστεί χρόνος: ο πρόεδρος θα πρέπει είτε να δελεάσει ένα μέλος του συμβουλίου να αποχωρήσει (π.χ. να αναλάβει τη διεύθυνση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ασφάλισης Καταθέσεων), είτε να περιμένει την επόμενη θέση, που δεν θα ανοίξει μέχρι να λήξει η θητεία της Αντριάννα Κούγκλερ τον Ιανουάριο του 2026. Δεύτερον, ο Πάουελ θα εξακολουθούσε να διευθύνει το προσωπικό του διοικητικού συμβουλίου και να καθορίζει την ατζέντα της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς για τη χάραξη πολιτικής, δύο βασικά στοιχεία της εξουσίας του προέδρου της Fed. Τρίτον, η καθοδήγηση σχετικά με το πώς θα μπορούσε να ενεργήσει μελλοντικά η Fed – κάτι που θα μπορούσε να προσφέρει ο σκιώδης πρόεδρος – δεν έχει ιδιαίτερη σημασία σε μια περίοδο που η απασχόληση και ο πληθωρισμός είναι και οι δύο κοντά στους στόχους της κεντρικής τράπεζας. Τα εισερχόμενα οικονομικά δεδομένα διαδραματίζουν τον κυρίαρχο ρόλο στον καθορισμό της στάσης της Fed.
Η αντίδραση των αγορών στη νίκη του Τραμπ ήταν (περίεργα) αποκλίνουσα. Η αύξηση στις αποδόσεις των ομολόγων είναι κατευθυνόμενη, σύμφωνη με τις προσδοκίες ότι ο στόχος των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων της Fed θα φτάσει περίπου στο 3,75% και όχι στο 2,9% όπως αναμενόταν πριν από λίγους μήνες. Σε κάποιο βαθμό, αυτό αντανακλά τη συνεχιζόμενη ισχύ της οικονομίας και τις αυξανόμενες εκτιμήσεις για το ποια θα πρέπει να είναι τα “ουδέτερα” επιτόκια. Αλλά υποδηλώνει επίσης την ανησυχία για τις πολιτικές του Τραμπ που υποδαυλίζουν τον πληθωρισμό.
Το ράλι του χρηματιστηρίου από την άλλη είναι αινιγματικό. Πράγματι, οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις, η απορρύθμιση και οι υψηλότεροι δασμοί θα μπορούσαν να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους, τουλάχιστον προσωρινά. Αλλά υπάρχουν αρκετοί αντισταθμιστικοί αρνητικοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της επίδρασης των δασμών στον πληθωρισμό και των απελάσεων στην προσφορά εργασίας. Προσθέστε την αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης στα πραγματικά επιτόκια από τα τέλη Σεπτεμβρίου και το γεγονός ότι η Fed θα πρέπει να κάνει πίσω αν το “πάρτι” του Τραμπ αγριέψει, και οι αποτιμήσεις της αγοράς μετοχών φαίνονται αδικαιολόγητα υψηλές. Οι επενδυτές μπορεί να μετανιώσουν για την ευφορία τους.