Της Parmy Olson
Και ξαφνικά… αναστάτωση στο χώρο της τεχνολογίας. Διότι έτσι υποδέχθηκε ο κόσμος την είδηση περί πιέσεων του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ προς την Alphabet, μητρική εταιρεία της Google, να πουλήσει το δημοφιλές πρόγραμμα περιήγησης (browser) Chrome. Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά. Το Chrome ναι μεν δίνει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στον τεχνολογικό κολοσσό, είναι όμως πράγματι η πηγή ισχύος της Google; Και ακόμα, αν μια εταιρεία τον εξαγοράσει έναντι (των εκτιμώμενων) 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, μήπως αυτόματα αυτό θα σημαίνει ότι κάποιος άλλος θα ελέγχει τα δύο τρίτα της αγοράς των browsers;
Διαβάζοντας “πίσω από τις γραμμές” της απόφασης, κάτι σπουδαιότερο διαφαίνεται στον ορίζοντα. Για παράδειγμα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης μοιάζει να κινείται με ταχύτητα ώστε να προλάβει τυχόν προσπάθειες της επερχόμενης κυβέρνησης Τραμπ να ανακόψει το πιο φιλόδοξο έργο του εδώ και δεκαετίες: τη διάσπαση της Google. Και καθώς πρόκειται για εταιρεία – “γίγαντα” και κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να συμβεί μονομιάς, ο φορέας έχει ανοίξει δύο ξεχωριστές υποθέσεις εναντίον της, καθεμιά εκ των οποίων επιδιώκει την απόσπαση διαφορετικών τμημάτων της.
Οι προσπάθειες σχετικά με το Chrome συνδέονται με μια υπόθεση που κατατέθηκε το 2020 και αφορά στο μονοπώλιο της μηχανής αναζήτησης της Google. Ωστόσο, το Υπουργείο Δικαιοσύνης άνοιξε και άλλη υπόθεση το 2023, που είναι ίσως πιο σημαντική, στοχεύοντας στην τεχνολογία που χρησιμοποιείται από το διαφημιστικό κομμάτι της εταιρείας. Αξίζει να σημειωθεί πως η Google κυριαρχεί στη διαδικτυακή διαφήμιση, ελέγχοντας τόσο την αγορά των online ads όσο και τα βασικά εργαλεία που χρειάζονται οι διαφημιστές και οι ιστότοποι για να συμμετάσχουν στο “παιχνίδι”. Αυτή η δραστηριότητα αποφέρει περίπου 200 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Εξαιρετικό για τους μετόχους, αλλά άδικο για τους διαφημιστές και τους ιδιοκτήτες ιστοσελίδων. Πάρτε για παράδειγμα τις μετοχικές συναλλαγές, όπου κάποιος δεν χρεώνεται παρά ελάχιστα χρήματα ως προμήθεια, σε αντιδιαστολή με έναν διαφημιστή που είναι αρκετά πιθανό να πληρώσει ως και 30 σεντς για κάθε δολάριο που ξοδεύει για πρόσβαση στα απαραίτητα εργαλεία, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην αγωγή του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Κάπως έτσι, η αγορά διαφημίσεων καθίσταται η πλέον κερδοφόρα για την Google, όσο κι αν οι δικηγόροι της εταιρείας υποστηρίζουν πως ο ανταγωνισμός με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή τις video-streaming πλατφόρμες είναι μεγάλος.
Οι “διαρθρωτικές λύσεις” που ζητά το Υπουργείο Δικαιοσύνης και στις δύο υποθέσεις – πιθανώς δηλαδή την πρώτη διάσπαση ομίλου τέτοιου βεληνεκούς από την εποχή της AT&T στις αρχές της δεκαετίας του 1980 – είναι απολύτως αναγκαίες. Οι τεχνολογικοί κολοσσοί θεωρούν εδώ και καιρό τα δισεκατομμύρια σε πρόστιμα που τους επιβάλλουν οι ρυθμιστικές αρχές ως λειτουργικά κόστη. Όταν η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (Federal Trade Commission) επέβαλε πρόστιμο 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη Meta Platforms το 2019, η μετοχή της αυξήθηκε. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι οι εν λόγω εταιρείες συχνά παρακάμπτουν τις ρυθμιστικές προσπάθειες που στοχεύουν στη βελτίωση της συμπεριφοράς τους. Η διάσπαση, τουλάχιστον, θα μπορούσε να αποτελέσει πλήγμα στην καρδιά της δύναμης των τεχνολογικών κολοσσών, που δεν είναι άλλη από το μέγεθος τους.
“Η αποεπένδυση είναι μια πιο αποτελεσματική λύση”, λέει η Anne Witt, καθηγήτρια νομικής στο EDHEC Business School. “Το μειονέκτημα είναι ότι είναι πιο παρεμβατική”. Γι’ αυτό η πίεση για μια πρώτη αποεπένδυση μέσω του Chrome έχει μεγάλη σημασία, ως προοίμιο για τη μεγαλύτερη διάσπαση της επιχείρησης διαφημιστικής τεχνολογίας, που συνιστά και την πραγματική δύναμη της Google στην αγορά.
Η προσπάθεια να αποσυνδεθεί το τμήμα διαφημιστικής τεχνολογίας της Google, ένα δαιδαλώδες δίκτυο αλληλεπιδρώντων μονάδων, θα απαιτήσει προσεκτικό στρατηγικό σχεδιασμό από τους ρυθμιστικούς φορείς. Επομένως, το Υπουργείο Δικαιοσύνης χρειάζεται να αναπτύξει θεσμική γνώση και να δημιουργήσει νομικό προηγούμενο προκειμένου να κάνει το μεγαλύτερο βήμα. Η ιστορία άλλωστε διδάσκει ότι οι διασπάσεις παλαιότερων μονοπωλίων ξεκίνησαν κι εκείνες με μικρότερες ενέργειες. Για παράδειγμα, πριν το Υπουργείο Δικαιοσύνης διασπάσει την AT&T σε επτά περιφερειακές εταιρείες, γνωστές ως “Baby Bells”, είχε ανοίξει πολλές μικρότερες υποθέσεις κατά τη δεκαετία του 1970, προετοιμάζοντας το έδαφος για την κύρια τέτοια του 1974 που “εξανάγκασε” σε πώληση.
Όλα αυτά βέβαια εξαρτώνται από το αν οι προσπάθειες του Υπουργείου Δικαιοσύνης θα επιβιώσουν υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ. Όταν ο αρχισυντάκτης του - News, John Micklethwait, ρώτησε πρόσφατα τον τότε υποψήφιο αν η Google θα πρέπει να διασπαστεί, εκείνος απάντησε:
“Κοιτάξτε, η Google έχει πολλή δύναμη. Ήταν κακή μαζί μου…”
“Θα τη διασπούσατε;”
“Θα έκανα κάτι”, απάντησε ο Τραμπ. “Έχουν αποκτήσει τεράστια δύναμη. Το πώς απέκτησαν αυτή τη δύναμη είναι το πραγματικό αντικείμενο της συζήτησης. Την ίδια στιγμή, είναι κάτι πολύ επικίνδυνο γιατί θέλουμε να έχουμε μεγάλες εταιρείες. Δεν θέλουμε η Κίνα να έχει αυτές τις εταιρείες. Αυτή τη στιγμή, η Κίνα φοβάται την Google.”
Ο Τραμπ μπορεί να μην είναι σίγουρος για τη στάση του, αλλά η διάσπαση σε καμία περίπτωση δεν είναι εκτός συζήτησης. Ενδεικτικό είναι ότι η δικαστική υπόθεση για την μηχανή αναζήτησης της Google κατατέθηκε στο τέλος της πρώτης θητείας του. Επιπλέον, ο νέος αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς έχει δηλώσει δημόσια ότι ο κολοσσός πρέπει να διασπαστεί. Ο Έλον Μασκ, που διαδραματίζει πλέον σημαίνοντα ρόλο στην κυβέρνηση Τραμπ, ανησυχεί εδώ και καιρό για την αυξανόμενη δύναμη που αποκτά η Google στο χώρο της τεχνητής νοημοσύνης. Και ας μην ξεχνάμε ότι έχει και προσωπικό όφελος, καθώς είναι ιδρυτής μιας νέας εταιρείας τεχνητής νοημοσύνης και διευθύνων σύμβουλος της Tesla, για την οποία η τεχνολογία είναι ζωτικής σημασίας.
Με άλλα λόγια, υπάρχουν πολλές πιθανότητες οι προσπάθειες του Υπουργείου Δικαιοσύνης να πετύχουν — έστω και με αργούς ρυθμούς. Το δικαστήριο θα διεξάγει ακροάσεις για την προτεινόμενη διάσπαση τον Απρίλιο του 2025, με τον Αμερικανό δικαστή Amit Mehta να αναμένεται να αποφασίσει μέχρι τον Αύγουστο. Η Google σχεδόν σίγουρα θα ασκήσει έφεση και η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει χρόνια.
Ωστόσο, αν η ιστορία μας διδάσκει κάτι, ο “χωρισμός” από το Chrome δεν είναι το κύριο ζητούμενο. Είναι η πρώτη κίνηση σε αυτό που θα μπορούσε τελικά να γίνει η μεγαλύτερη αντιμονοπωλιακή σύγκρουση από την εποχή της AT&T.