Βιομηχανικοί κολοσσοί περικόπτουν χιλιάδες θέσεις εργασίας για να αντιμετωπίσουν το υψηλό ενεργειακό κόστος και πλήθος διαρθρωτικών προβλημάτων. Οι αιτίες του κακού και οι προκλήσεις για την επόμενη κυβέρνηση.
Σε βαθιά περιδίνηση βρίσκεται πλέον η βαριά βιομηχανία της Γερμανίας, με τα προβλήματα να επιδεινώνονται υπό το βάρος του υψηλού ενεργειακού κόστους, του έντονου ανταγωνισμού από την Ασία και μίας σειράς διαρθρωτικών προβλημάτων. Η πάλαι ποτέ κραταιά βιομηχανία της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης χάνει ολοένα και περισσότερο έδαφος, με τις παραγγελίες να μειώνονται συνεχώς τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, την Κίνα, που βρίσκεται σε επιβράδυνση και στο μέσον μίας παρατεταμένης κρίσης real estate.
Σε όλα αυτά, θα πρέπει να προστεθεί και η πολιτική παράλυση, μετά την κατάρρευση της τρικομματικής κυβέρνησης συνασπισμού του Όλαφ Σολτς, που έχει «παγώσει» τις όποιες πολιτικές για την παροχή κινήτρων που θα μπορούσαν να τονώσουν τον κλάδο. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η πρόκληση της επόμενης κυβέρνησης που θα προκύψει από τις πρόωρες εκλογές είναι τεράστια: Να επανεκκινήσει την οικονομία, να αποτινάξει την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη.
Ενδεικτικό της κατάστασης οι ολοένα και περισσότερες περικοπές θέσεων εργασίας από γερμανικούς κολοσσούς, με προεξέχουσα τη VW που σχεδιάζει να προχωρήσει στην άνευ προηγουμένου κίνηση κλεισίματος εργοστασίων στην εγχώρια αγορά της, σε μία προσπάθεια να μειώσουν το κόστος και να παραμείνουν ανταγωνιστικές στο σημερινό δύσκολο γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον.
Η γερμανική οικονομία διανύει μια περίοδο μεγάλων προκλήσεων με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ να έχει υποχωρήσει πίσω από την υπόλοιπη Ευρώπη και τις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Γερμανία ως έδρα βαριάς βιομηχανίας, καθώς και οι εξελίξεις σε συγκεκριμένους τομείς επιβαρύνουν τους κατασκευαστές αυτοκινήτων και ανταλλακτικών μερών. Την ίδια στιγμή, η έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, οι υψηλοί μισθοί και η υπερβολική γραφειοκρατία βλάπτουν την ανταγωνιστικότητα της αυτοκινητοβιομηχανίας που είναι η «κορωνίδα» της βιομηχανίας της.
Εξάλλου, η μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση αποδεικνύεται δύσκολη για τους Γερμανούς κατασκευαστές και προμηθευτές, οι οποίοι διαθέτουν σημαντική τεχνογνωσία στην τεχνολογία καύσης. Οι νέες πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων στη Γερμανία μειώθηκαν απότομα το 2023 και μεγάλη πτώση αναμένεται και το 2024.
Ο πρόεδρος του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου DIW, Μάρσελ Φράτζσερ, εκτιμά ότι η γερμανική οικονομία εξαρτάται τόσο από τις εξαγωγές όσο και από τη βιομηχανία, και ενόψει της ενεργειακής μετάβασης, οι εταιρείες έχασαν τον μετασχηματισμό και ότι πολλές, όπως η VW, έχουν μείνει πίσω. «Δεν είναι μόνο η αυτοκινητοβιομηχανία, είναι τα μηχανήματα, είναι ο φαρμακευτικός και ο χημικός τομέας», δήλωσε στο Euronews.
Απολύσεις χιλιάδων εργαζομένων
Αυτή την εβδομάδα, η Thyssenkrupp ανακοίνωσε ότι το τμήμα χάλυβα σχεδιάζει να περικόψει έως και το 40% του εργατικού δυναμικού του αυτή τη δεκαετία, κίνηση που θα συρρικνώσει μία βιομηχανία που ήδη χάνει δισεκατομμύρια δολάρια από την αφθονία χάλυβα στις διεθνείς αγορές και τις υψηλές τιμές ενέργειας. Το διοικητικό συμβούλιο του τμήματος χάλυβα έχει προτείνει την περικοπή 5.000 θέσεων εργασίας, καθώς και την κατάργηση επιπλέον 6.000 μέσω πώλησης δραστηριοτήτων ή μετακίνησης του προσωπικού σε ξένους παρόχους υπηρεσιών, όπως ανακοίνωσε ο όμιλος. Η Thyssenkrupp σκοπεύει να μειώσει το κόστος εργατικού δυναμικού της κατά 10% τα επόμενα χρόνια. «Η υπερβάλουσα παραγωγική ικανότητα και η συνεπακόλουθη αύξηση των φθηνών εισαγωγών, ειδικά από την Ασία, έχουν επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην ανταγωνιστικότητά μας», αναφέρεται στην ανακοίνωση του γερμανικού κολοσσού.
Το τμήμα χάλυβα, που απασχολεί περί τα 27.000 άτομα, βρίσκεται τώρα σε διαπραγματεύσεις με τον Τσέχο δισεκατομμυριούχο Ντάνιελ Κρετίσνκι ούτως ώστε η επενδυτική εταιρεία του EP Corporate Group να αυξήσει το μερίδιό της στην χαλυβουργία στο 50% από το 20%. Αυτό θα βοηθούσε την Thyssenkrupp να πωλήσει το τμήμα χάλυβα στον Κρετίνσκι, παρότι παραμένουν οι μεγάλες προκλήσεις, όπως να πεισθούν τα εργατικά συνδικάτα να αποδεχθούν τη συμφωνία και να εξασφαλιστεί η έγκριση από το μεγαλύτερο μέτοχο της εταιρείας.
Είχε προηγηθεί μόλις πριν από λίγες ημέρες η ανακοίνωση της Ford ότι θα περικόψει 4.000 θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, κυρίως σε Γερμανία και Βρετανία, ενώ η VW έχει ήδη διαμηνύσει ότι εξετάζει το ενδεχόμενο να κλείσει εργοστάσιά της στη Γερμανία. Αντίστοιχα, ο κολοσσός Bosch γνωστοποίησε πριν από λίγες ημέρες τα σχέδιά του για περικοπές 5.500 θέσεων εργασίας διεθνώς, εκ των οποίων οι 3.800 θα πλήξουν τις δραστηριότητές του στη Γερμανία.
Χαμένη δεκαετία
«Η γερμανική οικονομία απλώς έχασε το τρένο για να καινοτομήσει και να εκσυγχρονιστεί. Για πάρα πολύ καιρό βρισκόταν σε ένα συνδυασμό υπερβολικής αλαζονείας, υπερβολικής αφέλειας και υπερβολικού εφησυχασμού», λέει στο Yahoo ο Κάρστεν Μπρζέσκι της ING. «Αν κοιτάξετε απλώς τα τελευταία τέσσερα ή πέντε χρόνια, η Γερμανία αρχίζει να φαίνεται ότι βρίσκεται επί ποδός για να ζήσει μια χαμένη δεκαετία», προσέθεσε.
Το πρόβλημα για τη Γερμανία είναι ότι δεν έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε άλλους τομείς υψηλής αξίας, για παράδειγμα, κάτι συγκρίσιμο με τον ισχυρό χρηματοπιστωτικό τομέα του Ηνωμένου Βασιλείου.
Εξάλλου, περίπου το 20% της βιομηχανικής αξίας που έχει δημιουργηθεί στη Γερμανία κινδυνεύει να χαθεί, σύμφωνα με έρευνα της ένωσης βιομηχανικών επιχειρήσεων ΒDI. Η Γερμανία δέχεται περισσότερες πιέσεις από κάθε άλλη φορά ως τόπος του επιχειρείν, γεγονός που καθιστά πολύ πιο επιτακτική την ανάγκη για άμεσες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Σύμφωνα με την ένωση, έως το 2030 θα χρειαστούν επενδύσεις ύψους 1,4 τρις. ευρώ για να μπορέσει η γερμανική βιομηχανία να παραμείνει ανταγωνιστική.
«Ο κίνδυνος αποβιομηχάνισης λόγω της σιωπηλής εγκατάλειψης πολλών μεσαίων εταιρειών αυξάνεται συνεχώς και έχει ήδη υλοποιηθεί», δήλωσε στο Reuters ο πρόεδρος της BDI, Ζίγκφριντ Ρουσβουρμ στο Βερολίνο.
Η έρευνα – που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με περισσότερες από 30 εταιρείες και ενώσεις – δείχνει για πολλοστή φορά ότι τα κύρια προβλήματα της Γερμανίας ως επιχειρηματικής έδρας είναι οι υψηλές τιμές ενέργειας, οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού, η υπερβολική γραφειοκρατία, η έλλειψη επενδύσεων και οι υψηλοί φόροι
Πίσω στο μεσοπρόθεσμο σχέδιο
Ο υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, αναγνώρισε ότι θα πρέπει να αλλάξουν οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ γιατί εμποδίζουν τις αναγκαίες δαπάνες για την άμυνα και άλλες προτεραιότητες. Χωρίς να κατονομάσει τον πρώην υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ για διαπραγμάτευση λανθασμένων μεταρρυθμίσεων, απηύθυνε έκκληση για εξαίρεση αμυντικών δαπανών από το φρένο χρέους.
Η αντιπαράθεση άλλωστε για τις δαπάνες είναι η βασική αιτία για την κατάρρευση του τρικομματικού συνασπισμού. Αυτό σε συνδυασμό με τις πολιτικές αντιθέσεις ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο η Γερμανία συγκαταλέγεται μεταξύ των πέντε χωρών που δεν έχουν υποβάλει ακόμη στις Βρυξέλλες μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για να βάλουν τα δημοσιονομικά τους σε τάξη. Επιπλέον, φέρεται ότι η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν για επέκταση του τετραετούς προγράμματος ώστε να μπουν τα δημοσιονομικά σε τάξη σε επταετές με τη συνοδεία φυσικά των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Η Γερμανία, μαζί με Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Γερμανία και Λιθουανία καθυστέρησαν να υποβάλουν μεσοπρόθεσμα σχέδια, λόγω εκλογών ή σχηματισμού νέων κυβερνήσεων και θα προχωρήσουν σε αυτά όσο το δυνατόν γρηγορότερα, σύμφωνα με την Κομισιόν.
Αντίστοιχα, η Γερμανία μαζί με Εσθονία, Φινλανδία, Λουξεμβούργο, Μάλτα και Πορτογαλία δεν έχουν συμμορφωθεί με τις δημοσιονομικές προτάσεις. Συγκεκριμένα, αναφέρει η Κομισιόν, σε Εσθονία, Γερμανία και Φινλανδία και Ιρλανδία οι καθαρές δαπάνες αναμένεται να υπερβούν τα σχετικά όρια που έχουν τεθεί σε κάθε χώρα.
Προειδοποίηση από ΑΒΒ
Τον κώδωνα του κινδύνου ότι η Ευρώπη κινδυνεύει να χάσει επενδύσεις και θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, εάν οι κυβερνήσεις δεν καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τη γραφειοκρατία και το ενεργειακό κόστος, έκρουσε ο διευθύνων σύμβουλος της ΑΒΒ, Μόρτεν Γουιέροντ.
Οι μεγάλες μεταποιητικές μονάδες αναγκάζονται να πληρώνουν πιο ακριβά την ηλεκτρική ενέργεια στην Ευρώπη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, όπου το ρυθμιστικό πλαίσιο τείνει να είναι πιο ευνοϊκό.
«Το κόστος για τις βιομηχανίας έντασης ενέργειας, όπως χημικά, χαλυβουργία, τσιμεντοβιομηχανία συνιστά πρόκληση και οι επενδύσεις θα πάνε σε άλλες περιοχές πέραν της Ευρώπης εάν συνεχιστεί αυτό. Και βεβαίως θα επηρεάσει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας», ανέφερε στο - ο επικεφαλής της ΑΒΒ.
Η ΑΒΒ ήταν μεταξύ των χρηματοδοτών της Northvolt, της σουηδικής κατασκευάστριας ηλεκτρικών μπαταριών που κατέθεσε αίτηση πτώχευσης στις ΗΠΑ, σε ένα βαρύ πισωγύρισμα για την προσπάθεια της Ευρώπης να αναδειχθεί σε κορυφαίο προμηθευτή μπαταριών για ηλεκτρικά οχήματα. Η ελβετική εταιρεία έχει μερίδιο περίπου 1% στη Northvolt.
Παρά τα προβλήματα ωστόσο, ο Γουιέροντ διαμήνυσε ότι η Ευρώπη δεν θα πρέπει να τα παρατήσει. Η περιοχή, όπως είπε, χρειάζεται περισσότερα φορολογικά κίνητρα για ενεργειακά προγράμματα και θα πρέπει να ακολουθήσει τις συστάσεις του πρώην προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ο οποίος συνέταξε την έκθεση για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας της Ευρώπης.