Σχεδόν τρία χρόνια μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οι εξελίξεις στο ανατολικό μέτωπο της Ευρώπης συνεχίζουν να «σφραγίζουν» την ενεργειακή πραγματικότητα της γηραιάς ηπείρου, απ’ όπου προφανώς δεν εξαιρείται και η χώρα μας.
Από την αρχή του πολέμου η Ελλάδα κλήθηκε να πληρώσει και αυτή με τη σειρά της τον ενεργειακό πόλεμο που ξέσπασε με υψηλές τιμές ενέργειας οι οποίες διαχύθηκαν στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Την ίδια στιγμή η χώρα, σε συνέχεια των ευρωπαϊκών έκτακτων μέτρων για τη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας, υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε δαπάνες που αύξησαν κατά πολύ τον τελικό λογαριασμό, χωρίς ακόμη αυτός να έχει αποτυπωθεί σε συγκεκριμένα νούμερα, ως κάτι εξαιρετικά πολυπαραγοντικό και σύνθετο να γίνει, όπως διευκρινίζουν παράγοντες της αγοράς.
Ωστόσο, ένα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί η ενοικίαση της πλωτής δεξαμενής αποθήκευσης LNG στη Ρεβυθούσα το 2022, με το συνολικό κόστος να ανέρχεται στα 20 εκατ. ευρώ, ενώ ανάλογο σοβαρό κόστος είχε η ευρωπαϊκή υποχρέωση για διατήρηση ποσοτήτων αερίου ίσων με το 15% της ετήσιας εθνικής κατανάλωσης σε ευρωπαϊκές υπόγειες αποθήκες.
Την ίδια στιγμή, οι ροές αερίου απέκτησαν νέα τροχιά και από την «παραδοσιακή» εικόνα Ανατολής προς Δύση μετεξελίχθηκαν στον άξονα Νότο προς Βορρά και Δύση προς Ανατολή, δίνοντας νέα διάσταση σε σειρά επενδύσεων που μέχρι πρότινος έμεναν στα χαρτιά με πολύ μικρή πρόοδο στην υλοποίησή τους.
Στην προσοχή του ΥΠΕΝ
Ενδεικτικό είναι ότι οι σχετικές συζητήσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, καθώς και τα διάφορα σενάρια που εξετάζει για την αναχαίτιση του νέου κύματος ακρίβειας στην ενέργεια διαμορφώνονται και καταρτίζονται υπό το φόντο των αυξημένων ενεργειακών αναγκών της Ουκρανίας αλλά και -πολύ περισσότερο- έχοντας υπόψη το ενδεχόμενο να διακοπεί τελείως η διαμετακόμιση ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη από τον Ιανουάριο, όταν και λήγει η σχετική συμφωνία των δύο χωρών, με δεδηλωμένη την πρόθεση της Ουκρανίας να μην προχωρήσει σε ανανέωση.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, με το σύνολο της ενέργειας να περνάει μέσα από τη χρηματιστηριακή αγορά της επόμενης ημέρας, οι αυξήσεις του φυσικού αερίου γρήγορα πέρασαν στη λιανική ρεύματος, εκτοξεύοντας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τις χρεώσεις στους λογαριασμούς ρεύματος.
Έντονη μεταβλητότητα
Χωρίς να μπορεί να προδιαγράψει κανένας τι εξέλιξη θα έχουν τα πράγματα και τι ευαισθησία θα επιδείξουν οι ευρωπαϊκές τιμές φυσικού αερίου σε ένα ενδεχόμενο ολικής διακοπής του ρωσικού αερίου, δεδομένο θα πρέπει να θεωρείται ότι η έντονη μεταβλητότητα θα συνεχίσει να χαρακτηρίζει τη διακύμανση των τιμών ενέργειας εν συνόλω.
Η περίπτωση της Γερμανίας, της μεγαλύτερης οικονομίας στην Ευρώπη, έρχεται να επιβεβαιώσει την πολυπλοκότητα της κατάστασης, αλλά και τη σοβαρότητα ως προς τις εξελίξεις που μπορεί να ακολουθήσουν ως ντόμινο το επόμενο διάστημα. Να προσθέσουμε ότι η σχετική συζήτηση δεν περιορίζεται στην τρέχουσα χειμερινή περίοδο και στη δυνατότητα κάλυψης των ενεργειακών αναγκών, αλλά επεκτείνεται και στους επόμενους μήνες, όταν η Ευρώπη θα κληθεί να αναπληρώσει τις απώλειες στις αποθήκες αερίου.
Τα αποθέματα εξαντλούνται με μεγάλη ταχύτητα λόγω της ψυχρής έναρξης του χειμώνα, φέρνοντας την ευρωπαϊκή αγορά στα πρόθυρα «να αγοράζει φυσικό αέριο σε οποιαδήποτε τιμή, όπως έκανε κατά την ενεργειακή κρίση», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά στο - ο Arne Lohmann Rasmussen, επικεφαλής αναλυτής της Global Risk Management στη Κοπεγχάγη.
«Τσιμπάει» ξανά το TTF
Η κλιμάκωση της πολεμικής σύγκρουσης Ρωσίας – Ουκρανίας σε συνδυασμό με τις επιμέρους εξελίξεις στο ενεργειακό μέτωπο (OMV-Gazprom) πυροδοτούν εκ νέου αυξήσεις στις τιμές, με τον ευρωπαϊκό δείκτη αναφοράς TTF Hub να κυμαίνεται σε ιστορικό υψηλό των τελευταίων μηνών, προσεγγίζοντας τα 48 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα από 35 ευρώ που ήταν τον Σεπτέμβριο. Την ίδια στιγμή η Ρωσία διατηρεί -αν και σε φθίνουσα πορεία- ισχυρή ενεργειακή επιρροή στην Ευρώπη.
Τα ουρανοκατέβατα κέρδη
Η κορύφωση των τιμών του φυσικού αερίου σε συνδυασμό με την τιμολόγηση της αγοράς με βάση την Οριακή Τιμή Συστήματος «έβαλαν φωτιά» στη χονδρεμπορική αγορά ρεύματος, διαμορφώνοντας εξαιρετικά υψηλές αμοιβές για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας.
Ως γνωστόν, η χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σε ολόκληρη την Ευρώπη εκκαθαρίζεται στην τιμή προσφοράς της τελευταίας μονάδας που μπαίνει στο σύστημα για την κάλυψη της ζήτησης, με τέτοιο ρόλο να διαθέτουν κατά κύριο λόγο οι συμβατικές μονάδες, μεταξύ των οποίων και του φυσικού αερίου.
Κατά συνέπεια, το υψηλότερο κόστος του καυσίμου αποτυπωνόταν στις προσφορές των συμμετεχόντων, αυξάνοντας σημαντικά τις τιμές που αναγράφονταν στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου.
Με δεδομένο ότι όλες οι τεχνολογίες αμείβονται με την ίδια τιμή, οι εξαιρετικά υψηλότερες του κόστους αποζημιώσεις διαμόρφωσαν σημαντικά υπερκέρδη στο σύνολο της ευρωπαϊκής αγοράς και για το σύνολο των τεχνολογιών, υποχρεώνοντας την ευρωπαϊκή «γραφειοκρατία» να προχωρήσει στην έκτακτη φορολόγησή τους, πράγμα που εφαρμόστηκε και στην περίπτωση της Ελλάδας.
Τα ανακτήσιμα κεφάλαια αξιοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση των επιδοτήσεων στους λογαριασμούς ρεύματος καθ’ όλη τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης.