Ένα σκαλοπάτι υψηλότερα στις αξιολογήσεις των οίκων ανέβηκε η ελληνική οικονομία μετά την αναβάθμιση από τον οίκο Scope Ratings σε «BBB» με σταθερό outlook.
Ένα σκαλοπάτι υψηλότερα στις αξιολογήσεις των οίκων ανέβηκε η ελληνική οικονομία μετά την αναβάθμιση από τον οίκο Scope Ratings σε «BBB» με σταθερό outlook. Ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης είναι ο πρώτος που ανοίγει το δρόμο σε υψηλότερες αξιολόγησεις για την Ελλάδα, όντας και ο πρώτος που έδωσε την επενδυτική βαθμίδα, αποτελώντας προπομπό για τους μεγαλύτερους οίκους.
Όπως αναφέρει, η μείωση του δημόσιου χρέους, η βελτιωμένη ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος και η ισχυρότερη τάση ανάπτυξης αποτέλεσαν τους βασικούς οδηγούς της αναβάθμισης. Ωστόσο, το ακόμη αυξημένο δημόσιο χρέος και οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες παραμένουν αποτελούν εμπόδια σε πιστωτικό επίπεδο για υψηλότερες αξιολόγησεις.
Η αναβάθμιση σε BBB αντανακλά την προσδοκία της Scope για συνεχή μείωση του δείκτη χρέους της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας κατά τα επόμενα χρόνια. Αυτή η μείωση φαίνεται να οφείλεται στην ευνοϊκή δυναμική του χρέους, παράλληλα με τα ισχυρότερα από τα αναμενόμενα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και τη σχετιζόμενη περαιτέρω μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Η ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος ενισχύεται από την πρόοδο που καταγράφεται στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τις ιδιωτικοποιήσεις των συστημικών τραπεζών και τη σταδιακή απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC) στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Επιπλέον, η υιοθέτηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η υλοποίηση επενδύσεων, η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και η πιο διαρκής υποστήριξη από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ενισχύουν τη μακροοικονομική βιωσιμότητα και την ανάπτυξη των τάσεων.
Η συνεχιζόμενη πτώση του δημόσιου χρέους και οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις
Ο πρώτος μοχλός της μίας βαθμίδας αναβάθμισης της μακροπρόθεσμης αξιολόγησης της Ελλάδας σε «BBB» αντανακλά τη διαρκή μείωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ευνοϊκή δυναμική του δημόσιου χρέους, όπως υποστηρίζεται από μια ενισχυμένη μεσοπρόθεσμη προοπτική ονομαστικής ανάπτυξης, το χαμηλό ακόμη μέσο κόστος εξυπηρέτησης και τη δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική σύνεση.
Ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε σημαντικά από το υψηλό του κατά την πανδημική κρίση του 212,6% του ΑΕΠ έως το 2020, φθάνοντας περίπου στο 155,3% έως τα τέλη του 2024, που αποτελεί μια σημαντική μείωση 57 ποσοστιαίων μονάδων από τα τέλη του 2019. Η ισχυρή οικονομική ανάκαμψη από το δεύτερο τρίμηνο του 2020, παράλληλα με τον αυξημένο πληθωρισμό και τα μειωμένα δημοσιονομικά ελλείμματα έχουν οδηγήσει σε σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους και οι κινητήριες δυνάμεις φαίνονται αρκετά βιώσιμες ώστε να διατηρούν τη συνεχιζόμενη πτώση του χρέους, ακόμη και με βαθμιαία συγκράτηση.
Ο δείκτης χρέους αναμένεται να μειωθεί στο 145% του ΑΕΠ έως τα τέλη του 2025, προτού υποχωρήσει περαιτέρω στο 132% έως τα τέλη ου 2029. Εάν συμβεί, το τελευταίο μπορεί να αντιπροσωπεύει τον χαμηλότερο δείκτη χρέους της Ελλάδας από την αρχή της ελληνικής κρίσης στο πρώτο τρίμηνο του 2010. Οι προβλέψεις του οίκου για το χρέος της Ελλάδας έχουν ενισχυθεί λόγω της συνεχιζόμενης δημοσιονομικής υπεραπόδοσης, καθώς η κυβέρνηση αναμένεται να υπερβεί το πρωτογενές πλεόνασμα το 2024 την εκτίμηση από τον προϋπολογισμό του 2025 στο 2,4% του ΑΕΠ. Η Scope έχει επικαιροποιήσει τις μεσοπρόθεσμες παραδοχές του πρωτογενούς ισοζυγίου και αναμένει ότι η κυβέρνηση θα έχει κατά μέσο όρο 2,75% του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2024-27.