Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σταματά οριστικά από σήμερα τις επαναγορές ομολόγων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο του Έκτακτου Προγράμματος Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP). Αυτή η κίνηση σηματοδοτεί την αποχώρηση του μεγαλύτερου αγοραστή χρέους στην ευρωζώνη από την αγορά ομολόγων, γεγονός που αναμένεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στα κράτη μέλη.
Το πρόγραμμα PEPP ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2020, ως απάντηση στην οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού. Μέχρι σήμερα, οι αγορές μέσω του PEPP είχαν φτάσει το ανώτατο όριο των 1,72 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Οι επανεπενδύσεις των ομολόγων που λήγουν μειώθηκαν τον Ιούλιο και πλέον σταματούν εντελώς, καθώς οι εργασίες της ΕΚΤ κλείνουν ενόψει των εορτών των Χριστουγέννων.
Από σήμερα, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να διαχειριστεί τις προσδοκίες και τους φόβους των αγορών σχετικά με την τιμολόγηση των ομολόγων του.
Γαλλία: Το μεγαλύτερο πρόβλημα αναμένεται να αντιμετωπίσει η Γαλλία, καθώς το 52% του Δημοσίου Χρέους της διαχειρίζεται ξένοι επενδυτές. Το γαλλικό δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 118% του ΑΕΠ και η χώρα θα χρειαστεί να αντλήσει περισσότερα από 300 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα στο 2025.
Ελλάδα: Αντίθετα, η Ελλάδα φαίνεται να έχει προγραμματίσει τη διαχείριση του χρέους της πιο αποτελεσματικά. Η χώρα προγραμματίζει να δανειστεί 8 δισεκατομμύρια ευρώ το 2025, με τον ΟΔΔΗΧ να έχει προγραμματίσει μόνο δύο εκδόσεις νέων ομολόγων μικρής διάρκειας και 10 επανεκδόσεις σε συμφωνημένες ημερομηνίες.
Η απόσυρση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) από την αγορά ομολόγων, συγκεκριμένα από το Έκτακτο Πρόγραμμα Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP), αναμένεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία της Ευρωζώνης. Οι κυριότερες συνέπειες περιλαμβάνουν:
Αυξημένες αποδόσεις ομολόγων
- Με την αποχώρηση της ΕΚΤ, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων ενδέχεται να αυξηθούν, καθώς η ζήτηση θα μειωθεί σημαντικά. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του κόστους δανεισμού για τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις, επηρεάζοντας αρνητικά τις επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη.
Χρηματοπιστωτική αστάθεια
- Η απομάκρυνση από την υποστήριξη της ΕΚΤ μπορεί να προκαλέσει αυξημένη μεταβλητότητα στις αγορές ομολόγων. Χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες πιέσεις, καθώς οι επενδυτές θα γίνουν πιο επιφυλακτικοί απέναντι στην πιστοληπτική τους ικανότητα.
Αντίκτυποι στην οικονομική ανάπτυξη
- Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και η περιορισμένη ρευστότητα μπορεί να επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη. Οι προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωζώνη έχουν ήδη αναθεωρηθεί προς τα κάτω, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι προοπτικές για την οικονομία είναι λιγότερο ευνοϊκές13.
Πληθωριστικές πιέσεις
- Ο υψηλός πληθωρισμός παραμένει μια ανησυχία, και η περιοριστική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ στοχεύει στη μείωσή του. Ωστόσο, η απομάκρυνση από τις αγορές ομολόγων μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του κόστους δανεισμού και κατ’ επέκταση σε περαιτέρω πίεση στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις λόγω αυξανόμενων δαπανών.
Η απόσυρση της ΕΚΤ από την αγορά ομολόγων θα έχει πιθανώς αρνητικές συνέπειες για την οικονομία της Ευρωζώνης, με αυξήσεις στις αποδόσεις των ομολόγων, χρηματοπιστωτική αστάθεια και επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Οι χώρες θα πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα νέο περιβάλλον όπου οι αγορές θα επηρεάζουν περισσότερο τη χρηματοδότηση τους, κάτι που θα απαιτήσει προσεκτική διαχείριση των δημοσιονομικών τους πολιτικών.