
Στον σύγχρονο κόσμο, οι πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη προσφέρουν μια ανάγλυφη εικονα των αντιφάσεων των δύο ηπείρων. Ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ περιγράφει την Αμερική ως μια χώρα σε αναζήτηση διάσωσης, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ζωντανεύει μια εικόνα ενότητας και καινοτομίας στην Ευρώπη. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πιο πολύπλοκη. Η κρίση στην Ευρώπη και η ανθεκτικότητα των ΗΠΑ προσδιορίζουν το μέλλον για τις δύο αυτές περιοχές σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία.
Από τη μία πλευρά, η ομιλία ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ εστίασε στην επίκληση μίας Αμερικής σε κρίση, η οποία χρειάζεται “διάσωση” από βαθιά υπαρξιακή και οικονομική παρακμή. Αυτός ο τόνος ήταν χαρακτηριστικός της πολιτικής του προσέγγισης, που βασίζεται στην ενίσχυση της λαϊκής δυσαρέσκειας και την προβολή του ως σωτήρα που θα αποκαταστήσει την “χαμένη” δόξα της χώρας. Ωστόσο, πολλοί αναλυτές, τόνισαν την υπερβολή σε αυτή την εικόνα, σημειώνοντας ότι η Αμερική, παρά τις όποιες προκλήσεις, παρουσίαζει σημάδια πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας.
Από την άλλη, στην Ευρώπη, η ομιλία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν περιέγραψε την ΕΕ ως μια ενωμένη και καινοτόμα δύναμη, η οποία αντλεί ισχύ μέσα από την αλληλεγγύη σε μια περίοδο προκλήσεων, όπως οι γεωπολιτικές εντάσεις, η κλιματική αλλαγή και η οικονομική μετάβαση. Η αισιόδοξη αυτή εικόνα, αν και εμπνευσμένη, κρίνεται εξίσου αποσυνδεδεμένη από την πραγματικότητα, καθώς η Ευρώπη αντιμετώπιζε τότε εσωτερικές διαιρέσεις, προκλήσεις στις σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών και την ανάγκη για θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Και οι δύο αυτές περιγραφές φαίνεται να είναι πιο κατασκευασμένες για πολιτική κατανάλωση παρά για να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, με τη μια να υπερτονίζει την παρακμή και την άλλη την πρόοδο. Αντικατοπτρίζουν διαφορετικά πολιτικά πλαίσια και αφηγήματα, με τον Τραμπ να εστιάζει στην εσωστρέφεια και την αναβάθμιση της “αμερικανικής υπεροχής” και τη φον ντερ Λάιεν να επιδιώκει να ενισχύσει την εικόνα της ευρωπαϊκής ενότητας και ανθεκτικότητας.
Υπάρχει λοιπόν μια έντονη αντίστιξη μεταξύ της κατάστασης στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, θέτοντας στο επίκεντρο τις διαφορετικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η Ευρώπη, απέχει από το αρμονικό και αισιόδοξο πλαίσιο που περιέγραψε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και βρίσκεται πιο κοντά στη “δυστοπία” που υπονόησε ο Ντόναλντ Τραμπ, αν και αυτός την απέδωσε στις ΗΠΑ.
Τα προβλήματα της Ευρώπης
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει μια βαθιά κρίση τόσο οικονομικής όσο και πολιτικής φύσης. Το “επιχειρηματικό μοντέλο” της ηπείρου, που βασιζόταν στη φτηνή ενέργεια (κυρίως από τη Ρωσία), την απρόσκοπτη παγκοσμιοποίηση και τις ισχυρές εξαγωγές, έχει κλονιστεί από γεγονότα όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Ακόμη, η οικονομική ανάπτυξη παραμένει αργή, ενώ η ικανότητα της ηπείρου να μετασχηματιστεί σε πιο δυναμικές και καινοτόμες κατευθύνσεις είναι περιορισμένη λόγω των πολύπλοκων θεσμικών δομών και των εσωτερικών αντιθέσεων.
Επιπλέον, η πολιτική συνοχή της ΕΕ δοκιμάζεται ολοένα και συχνότερα. Ο εθνικισμός αυξάνεται σε ορισμένα κράτη-μέλη, με ηγέτες όπως ο Ρόμπερτ Φίτσο στη Σλοβακία να αμφισβητούν τις ίδιες τις βάσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, κλονίζοντας τη συνοχή του μπλοκ σε κρίσιμες αποφάσεις, όπως τα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την υποστήριξη της Ουκρανίας. Παράλληλα, το χάσμα μεταξύ των ανατολικών και δυτικών μελών σχετικά με αξίες, κράτος δικαίου και μεταναστευτική πολιτική παραμένει έντονο.
Η σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την άλλη πλευρά, παρουσιάζονται ως ένα ισχυρό και καλά οργανωμένο εθνικό κράτος με μακροπρόθεσμη δυναμική. Η δική τους οικονομία, ενώ επηρεάζεται από παγκόσμιες αναταράξεις, επιδεικνύει ανθεκτικότητα λόγω της τεχνολογικής καινοτομίας, της ενεργειακής ανεξαρτησίας και της δημογραφικής ανανέωσης. Το ισχυρό δολάριο και οι ανταγωνιστικοί ρυθμοί ανάπτυξης δίνουν στις ΗΠΑ ένα στρατηγικό πλεονέκτημα, ενώ η στρατιωτική τους ισχύς παραμένει ηγέτιδα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ακόμη και σε τομείς όπως ο πληθωρισμός, που στις αρχές της θητείας Μπάιντεν αποτέλεσε σοβαρή πολιτική πρόκληση, οι ΗΠΑ έχουν καταφέρει να επαναφέρουν τις τιμές σε πιο διαχειρίσιμα επίπεδα μέσω επιθετικής νομισματικής πολιτικής. Συγκριτικά, η Ευρώπη εξακολουθεί να αγωνίζεται με τα αυξημένα κόστη ενέργειας και τον πληθωρισμό, περιορίζοντας την ανταγωνιστικότητά της.
Τι σημαίνει αυτό για το μέλλον;
Το μέλλον της Ευρώπης φαίνεται αβέβαιο σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Το βασικό ερώτημα είναι αν η ΕΕ μπορεί να μεταμορφωθεί για να αντεπεξέλθει στις σύγχρονες προκλήσεις και να παραμείνει ανταγωνιστική. Η ευρωπαϊκή ενότητα, αν και αποτελεί βασικό αφήγημα του μπλοκ, αποδυναμώνεται από τα εσωτερικά ρήγματα και την πολιτική πόλωση.
Αντίθετα, οι ΗΠΑ φαίνεται να έχουν καλύτερη τοποθέτηση ώστε να διατηρήσουν τον ηγετικό τους ρόλο στο παγκόσμιο σύστημα. Η ισχυρή αγορά εργασίας, η καινοτομία και η ευελιξία τους να προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες προσφέρουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον.
Σε αυτή τη βάση, η Ευρώπη αντιμετωπίζει σήμερα δυστοπικές προκλήσεις πολύ πιο σοβαρές απ’ αυτές που ο Τραμπ περιέγραψε για τις ΗΠΑ.