
Η τραγική σιδηροδρομική σύγκρουση στα Τέμπη, που κόστισε τη ζωή σε δεκάδες νέους ανθρώπους, αποτέλεσε μια σοκαριστική στιγμή στη συλλογική μνήμη της Ελλάδας. Η οργή, ο πόνος και η αναζήτηση απαντήσεων κυριάρχησαν στον δημόσιο διάλογο, καθώς η κοινωνία απαίτησε δικαιοσύνη και λογοδοσία. Ωστόσο, μια μερίδα ανθρώπων προβάλλει το επιχείρημα πως οι μαζικές διαδηλώσεις που ακολούθησαν αυτό το τραγικό γεγονός δεν έχουν ως κύριο σκοπό την απονομή δικαιοσύνης ή την αποφυγή παρόμοιων τραγωδιών στο μέλλον, αλλά αποσκοπούν κυρίως στη φθορά της κυβέρνησης. Μήπως, λοιπόν, οι κινητοποιήσεις αυτές εργαλειοποιούνται πολιτικά, και τι σημαίνει αυτό για την ουσία του θέματος;
Ο πόνος ως πολιτική ευκαιρία;
Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι κάθε τραγικό γεγονός σε μια χώρα μετατρέπεται αναπόφευκτα σε πολιτικό ζήτημα. Η πολιτική είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ζωές μας· όταν χάνουν τη ζωή τους δεκάδες πολίτες εξαιτίας κρατικών μηχανισμών που δυσλειτούργησαν, το ζήτημα μεταπηδά από το πεδίο του προσωπικού στο πεδίο του δημόσιου και εθνικού προβληματισμού. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό, καθώς οι κρατικοί θεσμοί υπάρχουν για να προστατεύουν τη ζωή των πολιτών. Ακόμη και οι αρχικές αντιδράσεις της κυβέρνησης και των αρμόδιων φορέων, που πολλοί θεώρησαν ανεπαρκείς ή υπεκφυγές ευθυνών, ενίσχυσαν την οργή του κόσμου. Ωστόσο, η κρίσιμη ερώτηση είναι αν όλες αυτές οι διαμαρτυρίες και η μαζική κινητοποίηση έχουν πράγματι στόχο να ασκήσουν πίεση για αλλαγές και απονομή δικαιοσύνης ή αν αποτελούν προκάλυμμα πολιτικών σκοπιμοτήτων. Μήπως, δηλαδή, ο πόνος και η αγανάκτηση χρησιμοποιούνται από ορισμένες δυνάμεις για να πλήξουν την παρούσα κυβέρνηση, αντί να επικεντρωθούν στο πώς θα αποτραπούν στο μέλλον παρόμοια γεγονότα;
Διαμαρτυρόμαστε για να δικαιωθούν;
Πολλοί υποστηρικτές του παραπάνω επιχειρήματος θεωρούν ότι οι διαδηλώσεις για τα Τέμπη δεν είναι απαλλαγμένες από κομματική “εκμετάλλευση”. Υπάρχουν κόμματα και πολιτικές δυνάμεις που πράγματι βλέπουν την αγανάκτηση των πολιτών ως εργαλείο ενίσχυσης του αντιπολιτευτικού τους λόγου, ενώ ορισμένοι αναλυτές επισημαίνουν ότι οι μαζικές διαμαρτυρίες με κάποιες φορές ακραίο υβριστικό λόγο δεν έχουν ως στόχο την ουσιαστική εστίαση στα διαχρονικά προβλήματα του ελληνικού σιδηροδρόμου. Αυτό φέρνει την κοινωνία ενώπιον ενός ηθικού διλήμματος: όταν ένας τόσο σοβαρός θάνατος και μια εθνική τραγωδία μετατρέπονται σε «όπλο» κατά συγκεκριμένων πολιτικών αντιπάλων, πού ακριβώς οδηγούμαστε; Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την άλλη πλευρά. Η διαμαρτυρία, όσο μαζική και έντονη κι αν είναι, αποτελεί συστατικό μέρος της δημοκρατίας. Η φωνή του κόσμου, η πίεση στους θεσμούς και η απαίτηση να αποδοθούν ευθύνες είναι θεμελιώδεις αρχές ενός υγιούς κράτους δικαίου. Αν δεν ασκηθεί πίεση, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η τραγωδία στα Τέμπη να περάσει γρήγορα στη λήθη, όπως πολλές άλλες τραγικές στιγμές στην ιστορία της χώρας.
Είναι, ωστόσο, κρίσιμο να μην χαθεί ο βασικός σκοπός των διαδηλώσεων. Η απώλεια δεκάδων ψυχών στα Τέμπη δεν πρέπει να γίνει μια απλή αφορμή για μικροπολιτικά παιχνίδια. Αντίθετα, πρέπει να αποτελέσει σημείο καμπής για αλλαγές στο κράτος και τη διαχείριση των δημόσιων υποδομών. Το ζητούμενο πρέπει να είναι η βελτίωση του σιδηροδρομικού συστήματος, η ανασυγκρότηση των θεσμών, η ενίσχυση της ασφάλειας και η απονομή δικαιοσύνης στους υπεύθυνους, και όχι απλώς η επιδίωξη πολιτικών ωφελημάτων.
Συμπέρασμα
Οι διαδηλώσεις για τα Τέμπη δεν είναι άδικες – είναι απόλυτα δικαιολογημένες. Αν και υπάρχει το ενδεχόμενο να εργαλειοποιηθούν από ορισμένους, αυτό δεν αναιρεί τη σημασία και το δίκαιο της κοινωνικής κινητοποίησης. Η κοινωνία οφείλει να ασκήσει πίεση για πραγματική αλλαγή, αλλά πρέπει να επιδείξει και μια ωριμότητα που θα διασφαλίσει ότι η οργή δεν θα καταλήξει εργαλείο πολιτικής εκμετάλλευσης.
Τα “τρένα που φύγαν” κουβαλούν μαζί τους αναρίθμητες χαμένες ζωές, τις οποίες δεν θα φέρουμε πίσω. Μπορούμε, όμως, να δικαιώσουμε τη μνήμη τους, δουλεύοντας για μια δικαιότερη και ασφαλέστερη χώρα.
Ι.Α.Φ