Ανεξάρτητα από την τροπή που θα λάβουν οι διαπραγματεύσεις του Ομίλου Πειραιώς με το αμερικανικό fund CVC σχετικά με την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής, το μόνο βέβαιο είναι πως μετά από μια περίοδο δεκαπέντε ή και είκοσι ετών, οι τράπεζες «ξαναθυμούνται» τον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης.
Μέχρι και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000 όλες οι μεγάλες τράπεζες διέθεταν θυγατρικές στον ασφαλιστικό κλάδο, οι οποίες λειτουργούσαν τόσο μέσα από δικά τους δίκτυα, όσο με τη συμβολή του -υπό ανάπτυξη τότε- bancassurance.
Στη συνέχεια ωστόσο, άρχισε να επικρατεί η άποψη ότι θα ήταν προτιμότερο να πουληθούν οι θυγατρικές ασφαλιστικές σε εξειδικευμένους ομίλους που ήξεραν να κάνουν καλύτερα τη δουλειά («εμείς οι τραπεζίτες δεν είμαστε ασφαλιστές» έλεγαν τότε πολλοί παράγοντες της αγοράς), προκειμένου οι τράπεζες:
- Να εισπράξουν τα χρήματα της πώλησης.
- Να συνεχίσουν να καρπώνονται έσοδα προμηθειών από τη δραστηριότητα του bancassurance, χωρίς να αντιμετωπίζουν επιχειρηματικό ρίσκο.
- Να βελτιώσουν τους εποπτικούς δείκτες, καθώς οι μετοχές σε μια θυγατρική θα μετατρέπονταν σε μετρητά.
Είχαμε λοιπόν αρχικά την πώληση της Alpha Ασφαλιστικής σε Ελλάδα και Κύπρο (αγοραστές η AXA και το σχήμα της Altius), στη συνέχεια των θυγατρικών της Εμπορικής Τράπεζας στην Groupama και τέλος των κυπριακών θυγατρικών της Marfin-Λαϊκής στη γαλλική CNP.
Στη συνέχεια, οι πωλήσεις έλαβαν υποχρεωτικό χαρακτήρα, καθώς η οικονομική κρίση προκάλεσε σοβαρά προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας στις τράπεζες, οι οποίες κλήθηκαν να ρευστοποιήσουν το σύνολο σχεδόν των θυγατρικών τους σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Στο πλαίσιο αυτό, η Eurobank διέθεσε την πλειοψηφία των μετοχών της Eurolife στην καναδική Fairfax, η Τράπεζα Πειραιώς το 30% της Ευρωπαϊκής Πίστης, η Αγροτική Ασφαλιστική πέρασε στην Ergo και η Εθνική Τράπεζα πούλησε το 90% της Εθνικής Ασφαλιστικής στους Αμερικανούς της CVC.
Αλλαγή δεδομένων
Από τότε όμως μέχρι σήμερα, έχουν αλλάξει πολλά. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν εξυγιανθεί και μάλιστα από το 2024 έχουν ξεκινήσει εκ νέου να διανέμουν μερίσματα στους μετόχους τους. Επιπλέον, οι τράπεζες έχουν βρεθεί με ένα δείκτη χορηγήσεων προς καταθέσεις πολύ χαμηλότερο από το 100% (γύρω στο 70%) και στήριξαν την πολύ υψηλή κερδοφορία των δύο τελευταίων ετών στα ιδιαίτερα διευρυμένα -και μη διατηρήσιμα- καθαρά επιτοκιακά περιθώρια.
Από το δεύτερο εξάμηνο του 2024 όμως, τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών έχουν αρχίσει να υποχωρούν, με την περαιτέρω τάση να είναι πτωτική. Επίσης, αναμένεται μελλοντικά ο ανταγωνισμός στον κλάδο να οξυνθεί και άρα να προκύψουν πιθανότατα πιέσεις και στο μέτωπο των προμηθειών, πέραν από τις πρόσφατες μειώσεις τους μετά από την έλευση κυβερνητικών ρυθμίσεων.
Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, η απάντηση των τραπεζών απέναντι στις προκλήσεις που διαμορφώνονται θα πρέπει να είναι η δημιουργία νέων πηγών μακροπρόθεσμης και υγιούς κερδοφορίας, οι οποίες -εκτός των άλλων- θα περιορίζουν τις διακυμάνσεις των κερδών από την εκάστοτε πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Έτσι, αφενός οι τράπεζες καλούνται να αυξήσουν σε σημαντικό βαθμό τις χορηγήσεις τους επιλέγοντας αξιόπιστους πελάτες και αφετέρου να επεκταθούν σε νέες δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η απόκτηση θυγατρικών είτε στο εξωτερικό, είτε στον ασφαλιστικό κλάδο.
Επιπρόσθετα, η απόκτηση μιας ασφαλιστικής εταιρείας δίνει τη δυνατότητα στις τράπεζες για την εκμετάλλευση μιας ευρείας σειράς συνεργειών που μπορούν να προκύψουν, όπως για παράδειγμα στον χώρο του asset management, καθώς θα είναι ο τραπεζικός όμιλος αυτός που θα διαχειρίζεται το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο των ασφαλιστικών εταιρειών (π.χ. βλέπε οφέλη για θυγατρικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους χώρους των χρηματιστηριακών εταιρειών και των αμοιβαίων κεφαλαίων).
Ήδη η Eurobank κινήθηκε ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις μέσα από μία κίνηση, την απόκτηση της Ελληνικής Τράπεζας. Και αυτό γιατί όχι μόνο απέκτησε το δεύτερο σε μέγεθος χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της Κύπρου, αλλά και γιατί βρέθηκε να κατέχει ηγετική θέση στην τοπική ασφαλιστική αγορά (Hellenic, Παγκυπριακή, CNP Ασφαλιστική, CNP Cyprialife).
H περίπτωση της Εθνικής Ασφαλιστικής αποτελεί ένα δεύτερο -ακόμη πιο χαρακτηριστικό- παράδειγμα, καθώς για την απόκτησή της ενδιαφέρθηκαν τόσο η Εθνική Τράπεζα, όσο και ο όμιλος Πειραιώς. Ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Παύλος Μυλωνάς είχε δηλώσει πως η τράπεζά του θα ενδιαφερόταν σε περίπτωση που η CVC θα ξεκινούσε τη διαδικασία της αποεπένδυσης, ωστόσο στην όλη υπόθεση ενεπλάκη άμεσα και ο Όμιλος Πειραιώς.
Αυτό που μένει να δούμε, είναι το κατά πόσο θα υπάρξουν και άλλες κινήσεις τραπεζών προκειμένου να αποκτήσουν μεγαλύτερη βάση στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης.