Οικονομία και πληθωρισμός ανησυχούν στην πλειονότητά τους τους Γερμανούς, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε σήμερα Δευτέρα, ενόψει των πρόωρων εκλογών στη χώρα, στις 23 Φεβρουαρίου.
Η οικονομία της Γερμανίας, που κάποτε αποτελούσε την οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης, τώρα συρρικνώνεται. Ο πληθωρισμός μπορεί να έχει μειωθεί, αλλά οι απόλυτες τιμές έχουν παραμείνει υψηλές, παρατηρούν οι αναλυτές.
Σε διαδικτυακή έρευνα της γερμανικής αντασφαλιστικής εταιρείας R&V σε 1.000 Γερμανούς από τις 23 έως τις 25 Ιανουαρίου, το 70% απάντησε ότι ανησυχεί για την αύξηση του κόστους ζωής, έναντι 57% στην προηγούμενη έρευνα το καλοκαίρι. Από τους ερωτηθέντες, το 68% φοβάται οικονομική ύφεση, έναντι 48% στην προηγούμενη έρευνα.
Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από το εξωτερικό, το υψηλό ενεργειακό κόστος, τα αυξημένα επιτόκια και οι αβέβαιες οικονομικές προοπτικές έχουν επιβαρύνει την οικονομία της Γερμανίας, η οποία συρρικνώθηκε το 2024 για δύο συνεχόμενα έτη και πλέον ανησυχεί σε μεγάλο βαθμό τους ψηφοφόρους.
Οι εκλογές προκηρύχθηκαν μετά την κατάρρευση του τριμερούς συνασπισμού του καγκελάριου Όλαφ Σολτς με τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες τον Νοέμβριο. Τώρα ηγείται μιας κυβέρνησης μειοψηφίας μόνο με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους.
Οι διαφωνίες σχετικά με τον τρόπο διάσωσης της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης συνέβαλαν στην κατάρρευση του συνασπισμού, με τη δεινή κατάσταση να αντικατοπτρίζεται στην ιστορική αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας, τη Volkswagen, η οποία, όπως και άλλες εταιρείες προβαίνουν σε περικοπές θέσεων εργασίας στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν.
Περισσότεροι από έξι στους δέκα πολίτες στη Γερμανία θεωρούν ότι οι πολιτικοί τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης είναι υπερφορτωμένοι από τα καθήκοντά τους και η εμπιστοσύνη προς εκείνους είναι τρομερά χαμηλή.
Κεντρικό πολιτικό πρόβλημα των ψηφοφόρων αναδεικνύεται το μεταναστευτικό, το οποίο έχει οδηγήσει την κοινωνία σε διχασμό.
Τρεις στους τέσσερις Γερμανούς ανησυχούν για την πόλωση της κοινωνίας, από 48% το καλοκαίρι. Η απότομη αύξηση του ποσοστού αυτού αποδίδεται σε μια σειρά από δολοφονίες σε δημόσιους χώρους από μετανάστες και στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν τα κόμματα σε αυτές, όπως δήλωσε ο διευθυντής της μελέτης.