Η επιστροφή της οικονομίας στην ανάπτυξη, η ανοικοδόμηση του αδύναμου επιχειρηματικού και καταναλωτικού κλίματος και η αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών μέσω μεταρρύθμισης στο φρένο χρέους προκαλούν αγωνίες.
Το αποτέλεσμα των γερμανικών έδωσε έναν αέρα αισιοδοξίας στις υποτονικές αγορές στην αρχή της εβδομάδας, ωστόσο το ερώτημα σχετικά με το εάν η νέα κυβέρνηση θα μπορέσει να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις της για υψηλότερες δημόσιες δαπάνες και επανεκκίνηση της οικονομίας, επιβαρύνεται πρώτα και κύρια από τις δοκιμαζόμενες μεγάλες, βαριές βιομηχανίες.
Ο γερμανικός DAX σημείωσε άνοδο 0,66% στις 22.411 μονάδες, ενώ το ευρώ κινήθηκε υψηλότερα έναντι του δολαρίου και της στερλίνας. Παρά το ότι ο Φρίντριχ Μερτς, ένας κεντροδεξιός, φιλοεπιχειρηματικός πολιτικός που υπηρετεί στα ΔΣ της EY Γερμανίας και της Deutsche Börse θα αποτελέσει τον νέο καγκελάριο στην ατμομηχανή της Ευρώπης, η αγωνία παραμένει καθώς οι διαπραγματεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίες θα διαρκέσουν μήνες, ενώ το «φρένο χρέους» είναι το μεγαλύτερο αγκάθι.
- Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα για την Γερμανία
«Νομίζω ότι αυτό που βλέπει η αγορά τώρα είναι κάποια σταθερότητα, τουλάχιστον ξέρουμε ποιος κέρδισε τις εκλογές, ξέρουμε ποιος διεκδικεί την καγκελαρία και ξέρουμε γύρω από ποιον θα σχηματιστεί ο συνασπισμός από εδώ και πέρα. Οπότε νομίζω ότι η αγορά το θεωρεί ως τεράστιο θετικό στοιχεία», δήλωσε ο Μάικλ Φιλντ, επικεφαλής στρατηγικής μετοχών της Morningstar.
Το αποτέλεσμα είναι θετικό για τη γερμανική οικονομία επειδή ένας δικομματικός «μεγάλος συνασπισμός» μεταξύ των συντηρητικών και SPD θα επισπεύσει τη λήψη αποφάσεων, σύμφωνα με αναλυτές της Danske Bank. Η συνεργασία θα μπορούσε να δώσει ώθηση σε τομείς όπως η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, ο πάλαι ποτέ πανίσχυρος τομέας που έχει πληγεί από τόσο από τα ηλεκτρικά οχήματα από την Κίνα, την αδύναμη εγχώρια ζήτηση, όσο και τις απειλές δασμών των ΗΠΑ και τα ρυθμιστικά πλαίσια.
«Ο κλάδος είναι τόσο χτυπημένος βαρύτατα… Πιστεύουμε ότι δεν χρειάζονται πολλά για να αλλάξει αυτή η δυναμική προς μία θετική κατεύθυνση. Μια νέα κυβέρνηση με εντολή να μειώσει πραγματικά τις τιμές της ενέργειας, προσπαθώντας να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα στην οικονομία, θα μπορούσε πραγματικά να δώσει στην γερμανική βιομηχανία την απαραίτητη στήριξη που χρειάζεται» πρόσθεσαν.
Ο τομέας των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που «αγνοείται» σε μεγάλο βαθμό είναι ένας άλλος τομέας που μπορεί να ωφεληθεί εάν η κυβέρνηση ελαφρύνει ορισμένες αυστηρές πολιτικές. Ο πρόεδρος της Siemens Energy επεσήμανε ότι το Βερολίνο χρειάζεται μια μακροπρόθεσμη ατζέντα για την αναδιάρθρωση της γερμανικής οικονομίας για τα επόμενα 5 χρόνια.
Μια τέτοια ατζέντα θα πρέπει να επικεντρωθεί στην οικονομία, τις υποδομές, την ενέργεια, την εκπαίδευση, την καινοτομία, την αναδιάρθρωση του συνταξιοδοτικού συστήματος και την «ανάκτηση του κυβερνητικού ελέγχου και των κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων». Εν τω μεταξύ, ο Αρντ Φρανζ, CEO της Mahle, τόνισε ότι χρειάζεται επείγουσα δράση για τον κατασκευαστικό τομέα με παρέμβαση στους φόρους, το ενεργειακό κόστος και την ευελιξία της αγοράς εργασίας.
Οι αναλυτές της Citi προειδοποίησαν ότι «το πολιτικό τοπίο μετά τις εκλογές θα εξαρτηθεί από τη σύσταση της κυβέρνησης συνασπισμού που δεν έχει ακόμη σχηματιστεί». Υπογραμμίζοντας τον αντίκτυπο στην αγορά που θα μπορούσαν να έχουν τα μικρότερα κόμματα, διεμήνυσαν η συμμετοχή των Πρασίνων σε έναν συνασπισμό θα ήταν θετική για τις κατασκευαστικές εταιρείες, ενώ υπάρχει «περιορισμένος μεσοπρόθεσμο κίνδυνος για τις γερμανικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ)».
Όμως, οι προκλήσεις όπως η επιστροφή της οικονομίας στην ανάπτυξη, η ανοικοδόμηση του αδύναμου επιχειρηματικού και καταναλωτικού κλίματος και η αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών μέσω μεταρρύθμισης στο φρένο χρέους συνεχίζουν να προκαλούν ανησυχίες σε επενδυτικούς οίκους και επιχειρηματίες ελέω του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας και τις εντάσεις με τις ΗΠΑ.
«Το βασικό αποτέλεσμα από την οπτική της αγοράς… είναι το γεγονός ότι τα τρία κόμματα (CDU/CSU, SPD και οι Πράσινοι) δεν διεκδικούν τα 2/3 των εδρών που απαιτούνται για την αλλαγή του συντάγματος», εξήγησε οικονομική ερευνητική ομάδα της Rabobank για το φρένο χρέους, ήτοι τον συνταγματικά κατοχυρωμένο κανόνα, ο οποίος περιορίζει το ύψος του κρατικού δανεισμού στο 0,35% του ΑΕΠ.
Το «φρένο» εισήχθη το 2009 από την τότε καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, κατά τη διάρκεια της «μεγάλης ύφεσης», μετά την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση. Στόχος του συνασπισμού CDU και SPD ήταν να τεθεί υπό έλεγχο το χρέος που στο μεταξύ είχε εκτοξευθεί. Ο ίδιος ο κανόνας προβλέπει εξαιρέσεις σε ακραίες περιπτώσεις, όπως «οι φυσικές καταστροφές ή ασυνήθιστες επείγουσες καταστάσεις οι οποίες υπερβαίνουν τον κυβερνητικό έλεγχο και είναι ουσιαστικά επιζήμιες για την οικονομική δυνατότητα του κράτους».