Η τάση μείωσης του μέσου ετήσιου ρυθμού αύξησης των τιμών πώλησης ακινήτων συνεχίστηκε και το τελευταίο τρίμηνο του 2024, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.
Συγκεκριμένα, την περίοδο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2024, η ετήσια αύξηση περιορίστηκε στο 66%, το χαμηλότερο ποσοστό των τελευταίων χρόνων και για έκτο συνεχόμενο τρίμηνο παρατηρείται πτωτική τάση. Αυτή η καθοδική πορεία των τελευταίων 18 μηνών φανερώνει τις αυξανόμενες δυσκολίες των Ελλήνων αγοραστών να αγοράσουν ακίνητα στις υψηλές τιμές, εν μέρει και εξαιτίας της απουσίας ενός προγράμματος στήριξης, αντίστοιχου του “Σπίτι μου” του 2023.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024, η πανελλαδική αύξηση των τιμών των κατοικιών είχε διαμορφωθεί σε 10,8%, αλλά όσο πέρναγε το έτος έφθινε σταδιακά σε 9,6% το δεύτερο τρίμηνο, 8,1% το τρίτο τρίμηνο, μέχρι το 6,6% του τέταρτου τριμήνου. Ανάλογη πορεία καταγράφεται και στην Αττική, όπου μάλιστα, ο ρυθμός της ανόδου είναι πλέον χαμηλότερος σε σχέση με το σύνολο της χώρας, καθώς δεν ξεπέρασε το 6,2% τους τελευταίους τρεις μήνες του 2024, από 7,2% το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο (γ’τρίμηνο) και 10% στις αρχές του 2024. Έτσι, σε πανελλαδικό επίπεδο, η μέση αύξηση των τιμών το 2024 διαμορφώθηκε σε 8,7%, ενώ στην Αττική σε 8,2%.
Τα νεόδμητα διαμερίσματα σημείωσαν αύξηση τιμών κατά 9,1% το τέταρτο τρίμηνο, έναντι αύξησης 4,9% των παλιών, ενώ συνολικά το 2024, ο μέσος ρυθμός αύξησης των τιμών διαμορφώθηκε σε 10,1% για τα νέα διαμερίσματα (από 12,9% το 2023) και σε 7,8% για τα παλιότερα διαμερίσματα, από 14,5% που ήταν ο αντίστοιχος ρυθμός το 2023. Στη Θεσσαλονίκη, η αύξηση των τιμών το τέταρτο τρίμηνο διαμορφώθηκε σε 8,2%, στις άλλες μεγάλες πόλεις σε 4,6% και στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας σε 8,7%. Συνολικά το 2024, στη Θεσσαλονίκη, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 11,2%, 7,1% στις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας και κατά 10,6% στην υπόλοιπη χώρα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2017 έως και το 2024, δηλαδή από το χαμηλότερο σημείο στο οποίο βρέθηκαν οι τιμές μέχρι και σήμερα, σε πανελλαδικό επίπεδο έχει σημειωθεί συνολική αύξηση των κατοικιών κατά 72,7%. Στα νεόδμητα ακίνητα, οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά 80% από το χαμηλότερο σημείο τους και τα παλιά ακίνητα κατά 68,3%. Ωστόσο, στην Αττική, η συνολική αύξηση αγγίζει το 92%, όντας αρκετά υψηλότερη του πανελλαδικού μέσου όρου, ενώ στη Θεσσαλονίκη, η αύξηση αγγίζει το 82%.
Στην πρόσφατη ενδιάμεση έκθεση για τη νομισματική πολιτική, η ΤτΕ ανέφερε ότι παρά τις ιδιαίτερες συνθήκες που ανέκυψαν κατά την τελευταία τριετία, με την εντεινόμενη γεωπολιτική αστάθεια, τα αυξημένα κατασκευαστικά και λειτουργικά κόστη στην εγχώρια αγορά, καθώς και το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης, η ζήτηση παραμένει ενισχυμένη για συγκεκριμένες χρήσεις και θέσεις ακινήτων. “Η χαμηλή προσφορά ποιοτικών χώρων σε όλο το εύρος της αγοράς έχει δώσει ώθηση στην κατασκευαστική δραστηριότητα, η οποία εντούτοις δεν έχει αναπτύξει ρυθμούς που θα επέτρεπαν την πλήρη αποσυμπίεση της ζήτησης, ειδικά στην περίπτωση της κατοικίας. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες, εκτιμάται ότι η αύξηση των τιμών θα συνεχιστεί μέχρι την αποκατάσταση σχετικής ισορροπίας, με ηπιότερους ωστόσο ρυθμούς σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο”.
Επίσης, η ΤτΕ είχε εμφανιστεί επικριτική για τις ρυθμίσεις της κυβέρνησης στο “μέτωπο” των βραχυχρόνιων μισθώσεων και της Χρυσής Βίζα, εκφράζοντας επιφύλαξη για το κατά πόσο θα μπορέσουν να αυξήσουν την προσφορά προσιτών κατοικιών στην αγορά και να συμβάλλουν στην επίλυση του στεγαστικού προβλήματος. Όπως επισημαινόταν χαρακτηριστικά, “”οι νομοθετικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση του περιορισμού της ζήτησης για επενδυτική κατοικία, μέσω του νέου πλαισίου για τη βραχυχρόνια μίσθωση και τη Golden Visa, αποτελούν προσωρινή και με περιορισμένες δυνατότητες λύση για την αντιμετώπιση του ζητήματος του κόστους στέγασης. Ουσιαστικές λύσεις θα πρέπει να αναζητηθούν με σκοπό την ενίσχυση της προσφοράς κατοικίας επιθυμητών προδιαγραφών, αλλά και προσιτής αξίας”, κατέληγε η ανάλυση της ΤτΕ.