Η ζήτηση στην Ελλάδα μεγεθύνεται, διαχρονικά, διαμέσου των μισθών, διαπίστωσε μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), εξετάζοντας διαφορετικές χρονικές περιόδους, όπως οι 1960-2017, 1960-1989/90, 1990/91-2017, καθώς και τα έτη 2008 και 2017. Στο πλαίσιο αυτό, το ΚΕΠΕ προειδοποιεί ότι οι πολιτικές μισθολογικής μετριοπάθειας, εφόσον διατηρηθούν, ενδέχεται να αναστείλουν τη δυναμική ανάπτυξης του ΑΕΠ, καθώς και τη μείωση της ανεργίας, σε σύγκριση με τα αποτελέσματα που θα προέκυπταν από τη χαλάρωση αυτών των πολιτικών και την ενίσχυση του μεριδίου των μισθών στο εισόδημα.
Όπως επισημαίνει το ΚΕΠΕ, οι κυβερνήσεις μπορούν με άμεσο τρόπο να επηρεάσουν τη διανομή εισοδήματος μέσω της φορολογικής και κοινωνικής πολιτικής, και των πολιτικών της αγοράς εργασίας προς την κατεύθυνση που είναι περισσότερο συμβατή με τα χαρακτηριστικά και τους δημοσιονομικούς ή άλλους περιορισμούς της κάθε οικονομίας.
Οι πολιτικές που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να συνοψιστούν σε αυτές που ενδυναμώνουν το Κράτος Πρόνοιας, τους θεσμούς της αγοράς εργασίας, την αύξηση των επιδομάτων ανεργίας και την ενίσχυση των κατώτατων μισθών, ώστε ο ρυθμός μεταβολής των μισθών να διαμορφώνεται τουλάχιστον στα ίδια επίπεδα με αυτόν της παραγωγικότητας της εργασίας.
Σε μια ανοικτή οικονομία, οι επενδύσεις που αφορούν στην παραγωγική διαδικασία αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και μειώνουν το κόστος παραγωγής χωρίς την ανάγκη μείωσης του μισθολογικού κόστους, αυξάνοντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Η ανάλυση, ξεκαθαρίζει το ΚΕΠΕ, δεν συνιστά την υιοθέτηση ενός αναπτυξιακού μοντέλου το οποίο στηρίζεται αποκλειστικά στην κατανάλωση ή στη διατήρηση αυτής. Αντιθέτως, το συμπέρασμα που αναδύεται από αυτή είναι ότι οποιαδήποτε προσπάθεια τροποποίησης του υφιστάμενου μοντέλου ανάπτυξης μέσω της μείωσης των μισθών θα είχε εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες, τόσο για την οικονομία όσο και για την κοινωνία, όπως επιβεβαίωσε η πρόσφατη ελληνική εμπειρία.
Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην προώθηση ενός βιώσιμου και αποδοτικού παραγωγικού μοντέλου, προβαίνοντας σε στρατηγικές δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές, οι οποίες θα λειτουργούν συμπληρωματικά προς τις ιδιωτικές επενδύσεις, ενισχύοντας το ΑΈΠ και την παραγωγικότητα. Παράλληλα, θα μπορούσαν να παρέχουν κατάλληλα κίνητρα για την προώθηση επενδύσεων στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίες θα ενδυναμώσουν την παραγωγικότητα της εργασίας. Το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Επόμενη Γενιά μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενδέχεται να αποτελέσει μια ιστορική ευκαιρία για την επίτευξη αυτού του στόχου, τονίζει το ΚΕΠΕ.