Οι ελληνικές τράπεζες φαίνεται πως βρίσκονται σε μια ανοδική πορεία μετά την πρόσφατη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από την S&P, γεγονός που αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον των διεθνών επενδυτών. Για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, η αξιολόγηση αυτή είναι μια ακόμη ευκαιρία για επανεξέταση των προοπτικών, καθώς η πορεία και οι προοπτικές του θεωρούνται εξαιρετικές στην Ευρώπη.
Συνήθως, η βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας είναι απαραίτητη για την αναβάθμιση των τραπεζών της. Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες, λόγω της ισχυρής τους θέσης, της δυναμικής τους και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, θα μπορούσαν να είχαν επιτύχει επενδυτική βαθμίδα ακόμη και πριν η ελληνική οικονομία φτάσει σε αυτό το σημείο.
Με την κανονικότητα να επιστρέφει σε κάθε επίπεδο, η οικονομία της χώρας κερδίζει συνεχώς πόντους, ακολουθώντας μια σταθερά ανοδική πορεία – κάτι που πιστοποιούν ο ένας μετά τον άλλον οι ξένοι οίκοι. Μετά τη Moody’s, ήρθε η σειρά της S&P να το κάνει, συμπαρασύροντας εκ των πραγμάτων τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, που θα βρεθεί μπροστά σε νέο μπαράζ αναβαθμίσεων. Και το βλέμμα πλέον στρέφεται στον επόμενο χρησμό της Fitch στα μέσα Μάϊου, για να ακολουθήσουν το φθινόπωρο για δεύτερο γύρο οι Scope Ratings, DBRS, Moody’s, S&P, Scope ξανά και Fitch.
Τι είναι αυτό όμως που βρίσκει τους ξένους οίκους έτοιμους από …καιρό, να σπεύδουν να αναβαθμίζουν τις προοπτικές και την long-term πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών; Είναι τα μηνύματα τα οποία λαμβάνουν μέσα από τις παρουσιάσεις και τα roadshows καθώς και μέσα από τις επιμέρους διμερείς συναντήσεις με τα επιτελεία των τραπεζών, μέσα από τα οποία λαμβάνουν κάθε πληροφορία και λύνουν κάθε απορία σχετικά με την πορεία των στόχων των business plans τα οποία, όπως είναι ήδη γνωστό, έχουν ήδη θέσει υψηλότερους στόχους σε συγκεκριμένους τομείς.
Κεφαλαιακή επάρκεια, Απόδοση Ιδίων Κεφαλαίων, Κέρδη ανά μετοχή, είναι το γνωστό τρίπτυχο στο οποίο στοχεύουν οι διοικήσεις των τραπεζών, που μέσα σε ένα πραγματικά δύσκολο και ανατρεπτικό περιβάλλον, «τόλμησαν» και ανέβασαν τους στόχους της τριετίας, σε υψηλότερα ποσοστά. Η ξαφνική παράμετρος με τον εμπορικό πόλεμο δασμών, σε ένα εντελώς αβέβαιο περιβάλλον, με εκκρεμότητες γεωπολιτικής αμφισβήτησης, δεν είναι το κατάλληλο έδαφος, συνδυαστικά δε με το αναγκαστικά πλέον, καθοδικό περιβάλλον επιτοκίων.
Παρά ταύτα, μέχρι στιγμής, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας εμμένει στα φιλόδοξα σχέδιά του, παρακολουθώντας βέβαια εκ του σύνεγγυς και σε καθημερινή βάση τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές. Η τρέχουσα ευαίσθητη οικονομική συγκυρία, που απειλείται από πολιτικές ανεξέλεγκτες και αμφίβολες για το διεθνές στερέωμα, βρίσκει τις τράπεζες της χώρας ενισχυμένες, από ρευστότητα, από κεφάλαια αλλά και από αποθέματα ασφαλείας , τα γνωστά buffers. Είναι το αποτέλεσμα σωστών έγκαιρων χειρισμών, τότε που «έβγαιναν» στις ξένες κεφαλαιαγορές αντλώντας κεφάλαια για να βελτιώσουν τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και τα επίπεδα των Ελάχιστων Απαιτήσεων Επιλέξιμων Ιδίων Κεφαλαίων (MREL).Εξ ου και σήμερα, τα ποσοστά στον δείκτη CET1 είναι στα υψηλότερα ευρωπαϊκά.
Τα μαξιλάρια ασφαλείας είναι το νούμερο ένα ζητούμενο σε περιόδους αβεβαιότητας, αποτελώντας ασπίδα σε πιθανά σενάρια που θα απειλούσαν τη σημερινή ευημερία του κλάδου. Την ίδια στιγμή, αποτελεί εξαιρετική άμυνα η ποιότητα των ισολογισμών, που έχουν εντυπωσιακά πλέον εξυγιανθεί από το βαρίδι των κόκκινων δανείων. Με τον Ηρακλή να έχει δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στο τραπεζικό σύστημα της χώρας, έχοντας σβήσει από τις τράπεζες τουλάχιστον, το μελανό σημείο των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, οι ισχυρές κεφαλαιακά τράπεζες μπορούν πλέον να επικεντρωθούν στον ουσιαστικό σκοπό της ύπαρξής τους: στην χορήγηση δανείων, σε νοικοκυριά, μμε αλλά και επιχειρήσεις, στηρίζοντας με συνέπεια την πραγματική οικονομία.