Οι τραπεζίτες θα προσπαθήσουν να κατευνάσουν τις ανησυχίες των επενδυτών σχετικά με τις προοπτικές των καθαρών εσόδων από τόκους για το 2026, χρησιμοποιώντας ως κύριο εργαλείο την ισχυρή πιστωτική επέκταση. Παράλληλα, θα τονίσουν τη μικρή και άμεση έκθεση της ελληνικής οικονομίας στις αναταράξεις που προκαλούνται από τις αλλαγές στη νομισματική, οικονομική και γεωπολιτική τάξη.
Η περίοδος ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου (όλες οι συστημικές τράπεζες θα έχουν ανακοινώσει τα αποτελέσματά τους εντός της εβδομάδας) συμπίπτει με μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας, η οποία οφείλεται στον επανακαθορισμό των διεθνών εμπορικών σχέσεων, με τους δασμούς να αποτελούν διαπραγματευτικό όπλο. Δεδομένων των πιθανών επιπτώσεων αυτών των εξελίξεων στις οικονομίες, το ενδιαφέρον των επενδυτών επικεντρώνεται στα επιτόκια και τα καθαρά έσοδα από τόκους.
Ήδη, το euribor τριμήνου έχει υποχωρήσει με ταχύτερο ρυθμό από τα επιτόκια, δείχνοντας ότι σε μέσο όρο θα διαμορφωθεί φέτος σε επίπεδα οριακά υψηλότερα του 2%. Τα τριετή business plans των τραπεζών έχουν συνταχθεί με φετινή παραδοχή για μέσο Euribor 2,2% (ΕΤΕ) με 2,3% (οι υπόλοιπες συστημικές). Η διαφαινόμενη διαφορά για τη φετινή χρονιά δεν έχει τόση σημασία, καθώς η μεγαλύτερη μείωση στα καθαρά έσοδα από τόκους θα αντισταθμιστεί από την ισχυρή πιστωτική επέκταση και δευτερευόντως τη μείωση κόστους καταθέσεων.
Οι όποιες ανησυχίες έχουν να κάνουν με το 2026 (σ.σ. οι αγορές προεξοφλούν πτώση επιτοκίου παρέμβασης στα επίπεδα του 1,55% με 1,7%), καθώς τα τριετή πλάνα συντάχθηκαν, με βάση το consensus που υπήρχε στα τέλη του 2024 και προέβλεπε ότι η ΕΚΤ θα αφήσει τα επιτόκια στα επίπεδα του 2%.
Με δεδομένο, πάντως, ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η αναδιαπραγμάτευση του πλέγματος των διεθνών εμπορικών σχέσεων, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι διοικήσεις των τραπεζών θα αποφύγουν, προς ώρας, αναθεώρηση των επιχειρηματικών τους σχεδίων, παραπέμποντας σε κινήσεις, μετά τα αποτελέσματα β’ τριμήνου.
Και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα εμφανίσουν το α’ τρίμηνο μείωση στα καθαρά έσοδα από τόκους (τελευταίο τρίμηνο μείωσης για Alpha) καθώς το 70% με 80% του υπολοίπου χορηγήσεων αποτελείται από κυμαινόμενα δάνεια. Οι επιδόσεις τους, όμως, αναμένεται να είναι in line με τις εκτιμήσεις αναλυτών.
Η αγορά δεν αναμένει αρνητικές εκπλήξεις. Το ζήτημα έγκειται στο αν διασκεδάσουν τις ανησυχίες για το 2026. Οι τραπεζίτες θα το επιχειρήσουν, εστιάζοντας στο τρίπτυχο ισχυρή πιστωτική επέκταση, αποκλιμάκωση επιτοκίων καταθέσεων και ανάπτυξη της οικονομίας.
Η ισχυρή πιστωτική επέκταση θα αποτελέσει το μπαζούκας της παραπάνω προσπάθειας. Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν πιστωτική επέκταση 1,6 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο, το οποίο παραδοσιακά είναι αδύναμο για τις τράπεζες, είναι όμως πιθανόν τα στοιχεία να είναι καλύτερα, αφενός επειδή υπήρξαν κάποιες μεγάλες συμφωνίες (χρηματοδότηση Προκοπίου για αγορά Αστέρα Βουλιαγμένης, ΑΚΤΩΡ Παραχωρήσεις), αφετέρου λόγω της ενοποίησης Ελληνικής και των διεθνών εταιρικών χορηγήσεων από όλες τις τράπεζες.
Κατά τα υπόλοιπα, οι λειτουργικές δαπάνες αναμένονται αυξημένες, λόγω συλλογικών συμβάσεων, η υιοθέτηση της Βασιλείας ΙV θα επιβαρύνει τα κεφάλαια κατά 30 με 50μ.β., το CoR θα διαμορφωθεί χαμηλά καθώς δεν προέκυψε ροή νέων επισφαλειών, ενώ θα υπάρξουν κέρδη από τα hedges.
Αναφορικά με τα καθαρά έσοδα από προμήθειες οι αναλυτές εμφανίζονται διχασμένοι. H Mediobanca αναμένει σε ετήσια βάση αύξηση προμηθειών χαμηλή για Πειραιώς (1%) και ΕΤΕ (2%) και υψηλότερη για Alpha (+8%) και Eurobank (+30%), λόγω ενοποίησης της Ελληνικής Τράπεζας Κύπρου. Η JP Morgan, εμφανίζεται επιφυλακτικότερη, προβλέποντας πίεση στις προμήθειες λόγω της κυβερνητικής παρέμβασης, που περιόρισε τις χρεώσεις σε κάποιες συναλλαγές.