
Σύσταση “buy” για το σύνολο των τραπεζών και σταθερές τιμές-στόχους για Alpha Bank (2,94 ευρώ), Εθνική Τράπεζα (11,94 ευρώ) και Τράπεζα Πειραιώς (7,32 ευρώ) διατηρεί η Eurobank Equities.
Οι ελληνικές τράπεζες ξεκίνησαν το 2025 με ένα ισχυρό σύνολο κερδών Α’ τριμήνου, ανακοινώνοντας καθαρά κέρδη €1,26 δισ., μειωμένα μόλις κατά 4% σε τριμηνιαία βάση, αλλά 5% πάνω από τις προσδοκίες μας και 8% πάνω από τις εκτιμήσεις, με την Alpha Bank και την Εθνική Τράπεζα να ηγούνται της κατάταξης (24% και 17% έναντι των μειώσεων, αντίστοιχα), σημειώνει σε σχόλιό της για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες η Eurobank Equities.
Τα αποτελέσματα, όπως σημειώνει, υποστηρίχθηκαν από τα ανθεκτικά καθαρά κέρδη από τόκους (εντός καμπύλης), τον αυστηρό έλεγχο κόστους (τα λειτουργικά κέρδη ελαφρώς χαμηλότερα) και μια σταθερή αύξηση της γραμμής συναλλαγών. Η πιστωτική ποιότητα παρέμεινε σταθερή, με το μέσο κόστος απόδοσης να βρίσκεται γενικά εντός καμπύλης στις c50 μονάδες βάσης. Τα καθαρά κέρδη από τόκους (NIM –14 μονάδες βάσης) σε ολόκληρο τον τομέα μειώθηκαν κατά 5% σε τριμηνιαία βάση (NIM –14 μονάδες βάσης), σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, αντανακλώντας μια πτώση του Euribor κατά 100 μονάδες βάσης από το τρίτο τρίμηνο του 2024, τις ημερολογιακές επιδράσεις και την ανατιμολόγηση των καταθέσεων σε πρώιμο στάδιο, με τον δείκτη βήτα να παραμένει χαμηλός — αν και η διοίκηση των τραπεζών σημείωσε σταδιακή άνοδο στο μέλλον.
Τα spreads των πελατών διατηρήθηκαν καλύτερα από τις προβλέψεις (-6 μονάδες βάσης σε τριμηνιαία βάση έναντι -20 μονάδων βάσης για το οικονομικό έτος EEe), ενώ η ισχυρότερη αύξηση των δανείων, οι αντισταθμίσεις κινδύνου in-the-money και οι υψηλότερες αποδόσεις επανεπένδυσης βοήθησαν στην άμβλυνση της αρνητικής επίδρασης.
Η Alpha ξεχώρισε, με τα καθαρά κέρδη από τόκους να μειώνονται μόλις κατά 3% και τα καθαρά κέρδη από τόκους (NIM) -3 μονάδες βάσης (και τα δύο σύμφωνα). Σε επίπεδο βασικών δεικτών τιμών παραγωγού (PPI), τα αποτελέσματα ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνα με τις προσδοκίες (-4% σε τριμηνιαία βάση / -6% σε ετήσια βάση), με την Alpha να αποτελεί και πάλι την ακραία τιμή (+3% σε τριμηνιαία βάση).
Τα λειτουργικά έξοδα μειώθηκαν κατά 10% σε τριμηνιαία βάση (-1,1% έναντι της πρόβλεψής μας), αντισταθμίζοντας μια πτώση 2,7% στα βασικά έσοδα εν μέσω χαμηλότερων καθαρών τόκων από τόκους και προμηθειών — εν μέρει λόγω του ανώτατου ορίου στις χρεώσεις συναλλαγών. Ωστόσο, η δυναμική των προμηθειών υποστηρίχθηκε από την ισχυρή αύξηση των AuM (+10% σε τριμηνιαία βάση) και την αυξημένη διείσδυση επενδυτικών προϊόντων.
Όπως αναμενόταν, ο δείκτης RoTE ήταν υψηλότερος στην Εθνική Τράπεζα και την Eurobank (περίπου 16,4% και 16,2%), ακολουθούμενη από την Πειραιώς (14,7%) και την Alpha (12,8%). Τα κεφάλαια παρέμειναν ισχυρά, με pro-forma CET1 στο 16,3% (-10 μονάδες βάσης σε τριμηνιαία βάση), καθώς η υψηλότερη από την προβλεπόμενη κερδοφορία -αν και κολακευμένη από τα ασταθή έσοδα από συναλλαγές- συνέβαλε στην απορρόφηση των μερισμάτων και στην επίδραση της Βασιλείας IV κατά 10–40 μονάδες βάσης. Οι τράπεζες διατήρησαν αμετάβλητες τις προβλέψεις για το οικονομικό έτος, εν αναμονή μεγαλύτερης ορατότητας στο δεύτερο τρίμηνο.
Διατηρούμε, τονίζει η Eurobank Εquities, τις προβλέψεις αμετάβλητες παρά το γεγονός ότι το πρώτο τρίμηνο ξεπέρασε τις εκτιμήσεις μας, καθώς η ανοδική πορεία προήλθε κυρίως από τα ασταθή κέρδη από συναλλαγές.