Η Ελένη, αφού έδωσε σήμερα το τελευταίο μάθημα των πανελλαδικών εξετάσεων, άφησε αμέσως τα βιβλία της ΑΟΘ (Αρχές Οικονομικής Θεωρίας) και ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθός σερβιτόρου.
Μόλις έγινε 18 ετών και αυτή είναι η δεύτερη δουλειά της στον χώρο της εστίασης. Επειδή ο εργοδότης της δεν την πληρώνει καλά, αναζητά μια καλύτερη θέση, παραμένοντας πάντα στον τομέα του σέρβις. Έχει ήδη λάβει απαντήσεις από τουλάχιστον τρεις άλλες δουλειές μέσω εφαρμογών στο κινητό της.
Ο 19χρονος Στέφαν, απόφοιτος ΕΠΑΛ του προηγούμενου έτους, εργάζεται σε κατάστημα με κρέπες και, με τις υπερωρίες, κερδίζει ακόμα και πάνω από 2.000 ευρώ μηνιαίως. Εργάζεται νυχτερινές βάρδιες, 12ωρα, έξι ή και επτά ημέρες την εβδομάδα, με τα μισά χρήματα να είναι «μαύρα». Με την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας, ο εργοδότης του προσπαθεί να βρει τρόπους να δηλώνει λιγότερες ώρες εργασίας, κάτι που προς το παρόν φαίνεται να λειτουργεί. Ο Στέφαν σχεδιάζει να εργαστεί στην Ελβετία του χρόνου, όπου έχει πληροφορηθεί ότι μπορεί να κερδίζει πάνω από 3.000 ευρώ τον μήνα ως διανομέας.
Ο 25χρονος Μάνος, αφού πέρασε με τη δεύτερη προσπάθεια σε μια υψηλού κύρους σχολή πληροφορικής, κουράστηκε από το διάβασμα για τις πανελλαδικές και εγκατέλειψε τις σπουδές του. Αντί αυτού, παρακολούθησε μαθήματα σε μια σχολή κρέατος. Ως πιστοποιημένος επαγγελματίας κρεοπώλης, εργάζεται τα τελευταία τρία χρόνια σε ένα εκλεπτυσμένο κρεοπωλείο και έχει καλύτερο μισθό από τον αδελφό του, ο οποίος έχει τελειώσει το πανεπιστήμιο και εργάζεται σε γραφείο.
Ο Θόδωρος είναι 30 χρονών. Σπούδασε μηχανικός περιβάλλοντος και συνέχισε με μεταπτυχιακά στην αειφόρο ανάπτυξη. Δουλεύει από τα 20 ως μπάρμαν και τώρα ανοίγει δικό του μπαρ μαζί με έναν φίλο του. Ξέρει ότι είναι ρίσκο, αλλά δεν θέλει να έχει κανέναν πάνω από το κεφάλι του.
Τα κοινά στοιχεία που έχουν οι παραπάνω νέοι, είναι ότι είτε από ανάγκη είτε από επιλογή, άφησαν προσωρινά ή μόνιμα τις ανώτατες σπουδές, για το μεροκάματο. Το οποίο, ιδίως όταν τα «χώνουν» ως σεζονίστας, μπορεί να είναι μεγαλύτερο από όσα βγάζει για παράδειγμα ένας καθηγητής Λυκείου με δεκαετή προϋπηρεσία. Το αντίτιμο είναι τα εξαντλητικά ωράρια, η υποασφαλισμένη εργασία, η επισφάλεια λόγω εποχικότητας.
Κάποιοι ίσως ξαναπιάσουν το νήμα της πανεπιστημιακής μόρφωσης ή δώσουν δεύτερη ευκαιρία στον εαυτό τους για να σπουδάσουν. Προς το παρόν όμως τους έχει κερδίσει το σέρβις, το εμπόριο, ή η νύχτα. Άλλοι θα προσπαθήσουν να συνδυάσουν σπουδές και μεροκάματο, όχι πάντα με επιτυχία.
Στροφή στα επαγγέλματα του «μπλε κολάρου»
Μπορεί τα παραπάνω παραδείγματα – όλα πραγματικά με αλλαγμένα τα μικρά ονόματα – να μην είναι η κυρίαρχη τάση στην νεολαία, αλλά είναι αντιπροσωπευτική. Η στροφή μιας σημαντικής μερίδας νέων ανθρώπων από την ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση στα επαγγέλματα του «μπλε κολάρου», όπως ονομάζονται οι δουλειές που είναι κυρίως χειρωνακτικές, δεν είναι πρωτίστως ελληνικό φαινόμενο.
Για την ακρίβεια στην Ελλάδα, όπου η τριτοβάθμια εκπαίδευση κουβαλάει ακόμα την αίγλη της κοινωνικής ανόδου, βλέπουμε σε πολύ μικρότερο βαθμό τα σημάδια μιας παγκόσμιας τάσης.
Στην Ευρώπη το 43% των νέων μεταξύ 25-34 ετών είναι κάτοχοι πτυχίου ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης. Στην Ελλάδα τα ποσοστά είναι ακόμα υψηλότερα, πάνω από 45% κατά μέσο όρο, και πάνω από 56% στην Αττική.
Όμως παρά την αύξηση των πτυχιούχων, διεθνείς οργανισμοί, από τον ΟΟΣΑ ως την Unesco, κάνουν λόγο για εκπαιδευτική κρίση στην Ευρώπη, ιδίως στον απόηχο της πανδημίας του covid-19: Πτώση στις μαθησιακές επιδόσεις και στις δεξιότητες εγγραματισμού των ενηλίκων (ιδίως στην ανάγνωση-κατανόηση κειμένου), αύξηση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, αύξηση της ανεργίας των νέων πτυχιούχων και σε χώρες με υψηλό βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο (Σουηδία, Φινλανδία).
H κρίση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
Στις ΗΠΑ, όπου οι ανώτατες σπουδές κοστίζουν ακριβά και οι φοιτητές φορτώνονται με ασήκωτα δάνεια, η λεγόμενη «κρίση των κολεγίων» αποτελεί παγιωμένο φαινόμενο.
Σύμφωνα με έρευνα του Pew Research Center η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ανώτατη εκπαίδευση, σημειώνει ραγδαία πτώση την τελευταία τετραετία. Μόνο ο ένας στους τέσσερις Αμερικανούς θεωρεί εξαιρετικά ή πολύ σημαντικό να έχει κανείς πτυχίο τετραετούς φοίτησης για να βρει μια καλά αμειβόμενη θέση εργασίας στην σημερινή οικονομία».
Η αγορά εργασίας έχει βελτιωθεί, αλλά τα ποσοστά ανεργίας στους νέους πτυχιούχους είναι υψηλότερα από ό,τι στον γενικό πληθυσμό. Το κύμα της «μεγάλης παραίτησης» που ακολούθησε την πανδημία, δημιούργησε κενές θέσεις εργασίας, ιδίως σε δουλειές χαμηλής ή μεσαίας και τεχνικής ειδίκευσης: Στο εμπόριο, τις υπηρεσίες φροντίδας, τους εργάτες οικοδομής, τους οδηγούς φορτηγών.
Στην κουζίνα αντί για το κολέγιο
«Η GenZ αφήνει το κολέγιο για την κουζίνα» σχολιάζει δημοσίευμα του Fortune, για την τάση νεότερων ηλικιών να ακολουθούν επισιτιστικά επαγγέλματα, αντί για ανώτατες σπουδές. Οι μισθοί που βγάζουν είναι ενίοτε υψηλότεροι από τις δουλειές γραφείου. Κυρίως δεν έχουν στην πλάτη τους τα εξοντωτικά σπουδαστικά δάνεια. Επιπλέον η τεχνητή νοημοσύνη απειλεί περισσότερο κάποια επαγγέλματα εξειδικευμένης διανοητικής εργασίας, παρά επαγγέλματα που απαιτείται φυσική παρουσία.
Όμως μακροπρόθεσμα, το μορφωτικό χάσμα μεταφράζεται και σε ταξικό χάσμα. Η μισθολογική εξέλιξη ενός αποφοίτου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι πολύ πιο περιορισμένη από κάποιον με ένα ή περισσότερα πτυχία. Επίσης, η εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, οδηγεί σε αποφοίτους πολλαπλών ταχυτήτων, με σχολές για τους πληβείους και τους πατρικίους.
Οι GenZ που αφήνουν τις σπουδές για το γκαρσονιλίκι, μπορεί να έχουν περισσότερα χρήματα στην τσέπη, από συνομηλίκους τους που ζουν με το χαρτζιλίκι των γονιών τους ή ακόμα και από τους γονείς τους τους ίδιους, όμως το μέλλον τους παραμένει αβέβαιο…