Το ρολόι πίσω στο 2015 θέλησε να γυρίσει ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, δέκα χρόνια από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου, που έκρινε την ευρωπαϊκή τύχη της χώρας, ζητώντας δύο φορές τις τελευταίες ημέρες να δοθούν στη δημοσιότητα τα πρακτικά της κρίσιμης σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών την επομένη του «Οχι».

Πολλοί πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών έχουν ήδη καταθέσει τη δική τους οπτική για το οκτάμηνο του 2015 – μεταξύ αυτών, ο Φρανσουά Ολάντ και η Ανγκελα Μέρκελ, αλλά η Ιστορία ακόμα γράφεται.
Αν και η Προεδρία της Δημοκρατίας αρνήθηκε τη δημοσιοποίηση των πρακτικών, επικαλούμενη τον απόρρητο χαρακτήρα τους, τα όσα συνέβησαν πίσω από τις κλειστές πόρτες της Ηρώδου Αττικού το πρωινό της 6ης Ιουλίου επισημοποίησαν αυτό που διαφαινόταν από τις επινίκιες δηλώσεις Τσίπρα, όταν έλεγε ότι το συντριπτικό 61,31% δεν ήταν επιλογή ρήξης, αλλά διαπραγμάτευσης για μια βιώσιμη συμφωνία με την Ευρώπη.
Η απόφαση για το δημοψήφισμα
Στο αποκορύφωμα της ελληνικής κρίσης και μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων το α’ εξάμηνο του 2015, η κατάσταση έφτασε σε αδιέξοδο στη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 26 Ιουνίου στις Βρυξέλλες, όταν η διαπραγμάτευση του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τους θεσμούς, δηλαδή τους δανειστές της χώρας, οδηγήθηκε σε τέλμα, ενώ το δεύτερο μνημόνιο έληγε. H αποστροφή του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ «το παιχνίδι τέλειωσε» (game over) έκανε τους συνεργάτες του Τσίπρα να λένε από το μεσημέρι εκείνης της Παρασκευής ότι εκείνος απάντησε: «Η Ελλάδα δεν είναι παιχνίδι» (Greece is not a game).
O Τσίπρας επέστρεψε εσπευσμένα στην Αθήνα και συγκάλεσε έκτακτο κυβερνητικό συμβούλιο, που κατέληξε σε διάγγελμά του για την ανακοίνωση δημοψηφίσματος στις 5 Ιουλίου, με την κυβέρνηση της «Πρώτη Φορά Αριστεράς» να εισηγείται την απόρριψη της πρότασης των Ευρωπαίων.
Η απόφαση Τσίπρα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία: καθώς η διαπραγμάτευση με τους δανειστές διέψευδε τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, πολλοί ήταν εκείνοι που εισηγούνταν στον τότε πρωθυπουργό να προχωρήσει σε ένα δημοψήφισμα προκειμένου να δείξει στην ελληνική κοινή γνώμη ότι ήταν διατεθειμένος να φτάσει τα πράγματα στα όριά τους προκειμένου να πετύχει κάτι καλύτερο.
Οι δημοσκόποι μιλούσαν για ένα αμφίρροπο αποτέλεσμα – μάλιστα κάποιες εταιρείες είχαν βγάλει δημοσκοπήσεις που έδειχναν το «Ναι» ως την επιλογή της πλειοψηφίας, έστω και με μικρή διαφορά. Διαψεύστηκαν παταγωδώς, όπως και στις εκλογές που ακολούθησαν δύο μήνες μετά, τον Σεπτέμβριο. Μερικές ώρες αργότερα, όμως, θα διαψεύδονταν και οι προσδοκίες όλων εκείνων που είχαν επενδύσει στη ρήξη με την Ευρώπη, με πρώτο τον Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος νωρίς το πρωί της Δευτέρας έγραφε το περίφημο «Minister no more», για να τραβήξει στη συνέχεια τον δικό του κομματικό δρόμο. Ο Τσίπρας τον είχε βγάλει από τη διαπραγμάτευση και τη θέση του είχε πάρει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, αλλά είχε έρθει η στιγμή να επιβεβαιωθεί ότι δεν θα έπαιρνε η δραχμή τη θέση του ευρώ.
Τα λεπτά κυλούσαν δραματικά, η Ευρώπη παρακολουθούσε αποσβολωμένη τα επινίκια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. στο Σύνταγμα και ο Τσίπρας ερμήνευε σε απευθείας μετάδοση το αποτέλεσμα λέγοντας ότι ο ελληνικός λαός «δεν απάντησε στο ερώτημα μέσα ή έξω από το ευρώ», για να συμπληρώσει: «Από αύριο η Ελλάδα θα προσέλθει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης». Το πρώτο βήμα είχε συντελεστεί, αλλά κανείς δεν γνώριζε εκείνη τη στιγμή αν ήταν ήδη πολύ αργά.

Ολονυχτία διάσωσης
Στην ανακοίνωση του αποτελέσματος, ο Αντώνης Σαμαράς παραιτήθηκε από πρόεδρος της Ν.Δ. και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δίνοντας τη σκυτάλη χωρίς καμία προειδοποίηση στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά επικοινώνησε το ίδιο βράδυ στο τηλέφωνο με τον πρόεδρο της Γαλλίας, ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος επιχείρησε να μιλήσει με τον Τσίπρα, ο οποίος είχε μεταβεί στο Σύνταγμα για τα επινίκια.
Φρανσουά Ολάντ και Ζαν Κλοντ Γιούνκερ τηλεφώνησαν στον νέο πρόεδρο της Ν.Δ. Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ο οποίος επένδυσε στη διαβεβαίωση του Παυλόπουλου ότι «δεν θα γίνω Πρόεδρος της δραχμής», για να διερευνήσουν μαζί με τους Ευρωπαίους εταίρους μέσα στη νύχτα τα περιθώρια της όποιας αντίδρασης.
Ο Γάλλος πρόεδρος ζήτησε από τους πολιτικούς αρχηγούς να συνεδριάσουν «το πολύ μέχρι τη 1 το μεσημέρι» της επομένης, ενώ έθεσε ως βασική προϋπόθεση στον κ. Μεϊμαράκη να γίνει ψηφοφορία στη Βουλή, από την οποία όλα τα κόμματα θα εξουσιοδοτούσαν τον πρωθυπουργό να επαναδιαπραγματευτεί για την Ελλάδα. Ακόμη κι αν ο Μεϊμαράκης φέρεται να εξήγησε στον συνομιλητή του πως το πολίτευμα της χώρας προβλέπει ότι η κυβέρνηση είναι αυτή που διαπραγματεύεται και όχι η Βουλή, εκείνος του απάντησε: «Αν δεν γίνει αυτό, δεν θα πάρετε τα χρήματα».
«Συγχαρητήρια, αλλά αύριο, προτού ανοίξουν τα χρηματιστήρια, να πείτε ότι δεν βγαίνετε από το ευρώ», φέρεται να… ευχήθηκε στον Μεϊμαράκη και ο Γιούνκερ, ενώ τα τηλέφωνα μεταξύ Βρυξελλών και Αθηνών είχαν πάρει φωτιά.
Ανάλογη εικόνα είχε σχηματίσει και ο επικεφαλής του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης: μάλιστα προ ημερών δήλωσε (στον ALPHA) ότι «αυτή τη διαβεβαίωση τη ζητούσαν η σύμμαχοί μας όχι από μια κυβέρνηση που έχει φερθεί ανεύθυνα και έχει οδηγήσει τη χώρα σε ένα δημοψήφισμα, αλλά από όλους τους πολιτικούς αρχηγούς».
Αργά το βράδυ της 5ης Ιουλίου ο Παυλόπουλος επικοινωνεί με τον Ολάντ και τον Γιούνκερ γνωστοποιώντας τους τη βούλησή του να συγκαλέσει την επομένη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών ώστε να διαμορφωθεί μια νέα αρχή στις διαπραγματεύσεις.
Ο Γάλλος πρόεδρος φέρεται ότι επιχειρούσε μια προσπάθεια διάσωσης της χώρας μας στο… και πέντε, ενώ οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι εταίροι είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά. Ο Παυλόπουλος τηλεφώνησε μες στη νύχτα στους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς για να προσέλθουν στο Προεδρικό.
Στη σύσκεψη προσκλήθηκαν η αείμνηστη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά, ο πρόεδρος του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, ο πρόεδρος των ΑΝ.ΕΛ. και κυβερνητικός εταίρος Πάνος Καμμένος, καθώς και ο πρόεδρος της Ν.Δ. Βαγγέλης Μεϊμαράκης – δεν πήρε πρόσκληση η Χρυσή Αυγή.
Για να παραστεί ο Μεϊμαράκης έθεσε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δύο όρους που μόνο ο Τσίπρας μπορούσε να ικανοποιήσει: αφενός να αποχωρήσει από το κυβερνητικό σχήμα ο Βαρουφάκης και αφετέρου να αποδεχτεί ο πρωθυπουργός στην εισήγησή του ότι η κατεύθυνση του «Οχι» του δημοψηφίσματος αφορούσε αποκλειστικά το σχέδιο Γιούνκερ, σε αντίθεση με την Ευρωζώνη, ώστε να μην υπάρξει η εντύπωση «επισημοποίησης της δραχμής».
Ο Παυλόπουλος φέρεται να συμφώνησε – άλλωστε, είχε προηγηθεί η δήλωση Τσίπρα για την επανέναρξη της διαπραγμάτευσης. Από τις 9 το πρωί της Δευτέρας, 6ης Ιουλίου, οι πολιτικοί αρχηγοί περνούσαν το κατώφλι του Προεδρικού Μεγάρου. Για να κερδίσει χρόνο, καθώς το Παρίσι κρατούσε ήδη το χρονόμετρο, ο Παυλόπουλος είχε επιμεληθεί από την προηγούμενη ένα σχέδιο κοινού ανακοινωθέντος ώστε να μειώσει τις όποιες καθυστερήσεις σε περίπτωση συμφωνίας των παρισταμένων.
«Στα σχοινιά είναι η χώρα και όχι ο Τσίπρας»
Η οριακή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα, ωστόσο, δεν έπαυε να συντηρεί τα πολιτικά πάθη ύστερα από ένα πεντάμηνο πρωτόγνωρης πολιτικής έντασης, με δεδομένο ότι οι τόνοι της αντιπαράθεσης μεταξύ των κομμάτων είχαν φτάσει σε ιστορικά υψηλά και η τοξικότητα περίσσευε. Σε σημείο μάλιστα που ακόμη κι αν η ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας υπήρξε σταθερά κόκκινη γραμμή για το ΠΑΣΟΚ, στο εσωτερικό του υπήρχαν φωνές που επιθυμούσαν η Χαριλάου Τρικούπη να θέσει σκληρούς διαπραγματευτικούς όρους εκείνες τις ώρες απέναντι στον Τσίπρα. Στις σχετικές εισηγήσεις που δεχόταν από τους συνεργάτες της η Φώφη Γεννηματά εξέφρασε την άποψη ότι «στα σχοινιά είναι η χώρα και όχι ο Τσίπρας», θέτοντας ως πρώτιστη προτεραιότητά της την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Ούτε, όμως, και στο εσωτερικό της Ν.Δ. το ενδεχόμενο υποστήριξης ενός «μνημονίου Τσίπρα» ήταν ευκολοχώνευτο – χρειάστηκαν 8,5 ώρες συνεδρίασης της «γαλάζιας» Κοινοβουλευτικής Ομάδας και η δραματική ατάκα που φέρεται να διατύπωσε ο Μεϊμαράκης, ότι αρνείται να γίνει πρωθυπουργός της δραχμής και ενός εξαθλιωμένου λαού, για να περάσει τελικά το τρίτο μνημόνιο με τη θετική ψήφο και της Ν.Δ. την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου από τη Βουλή, παρά την επίμονη άρνηση της προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου να νομιμοποιήσει τη διαδικασία και τους συνολικά 47 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που είτε καταψήφισαν είτε διαφοροποιήθηκαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.
Στη Χαριλάου Τρικούπη, από την άλλη πλευρά, είχαν εκτιμήσει ότι κατόπιν της δέσμευσης του Τσίπρα πως δεν θα έκανε εκλογές μετά την 6η Ιουλίου θα επικρατούσε μια πιο ανέφελη περίοδος και η ευρεία πολιτική συναίνεση που είχε επιτευχθεί στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών θα δημιουργούσε μια ισχυρή παρακαταθήκη για τη χώρα, που θα μπορούσε να εκφραστεί και στη διακυβέρνηση. Επίσης, θεωρούσαν ότι αφού ξεκινούσε η εφαρμογή του τρίτου προγράμματος θα υπήρχε η δυνατότητα τους αμέσως επόμενους μήνες η χώρα να επαναδιαπραγματευτεί κρίσιμα ζητήματα, όπως η δέσμευση της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια, ως απαίτηση αναθεώρησης του καθεστώτος αυτού από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων προς τους δανειστές.
Αν και οι απόψεις διίστανται, ο Τσίπρας φέρεται να είχε δεσμευτεί προς τους πολιτικούς αρχηγούς πως δεν θα τους αιφνιδίαζε με εκλογές σε ένα γεύμα με… αχινούς. Λόγω της έκρυθμης κατάστασης, η δεξίωση της επετείου Αποκατάστασης της Δημοκρατίας εκείνη τη χρονιά -και αφού είχε προηγηθεί η 17ωρη διαπραγμάτευση Τσίπρα που απέφερε το τρίτο μνημόνιο- υποκαταστάθηκε από ένα κλειστό γεύμα των πολιτικών αρχηγών στο Προεδρικό Μέγαρο, όπου ο πρωθυπουργός φέρεται να απέρριψε κάθε ιδέα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Ωστόσο, ακόμα δεν είχαν συμβεί οι δεκάδες αποχωρήσεις βουλευτών από τον ΣΥΡΙΖΑ λόγω της ψήφισης του τρίτου μνημονίου, με πρώτο και καλύτερο τον αρχηγό της εσωκομματικής μειοψηφίας του κόμματος, Παναγιώτη Λαφαζάνη, ο οποίος στην πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. είχε τον τίτλο του υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Ο Λαφαζάνης είχε συνοδεύσει τον Τσίπρα σε ένα χιμαιρικό ταξίδι στη Μόσχα στις αρχές Απριλίου εκείνης της χρονιάς, όπου ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε ξεκαθαρίσει στον Ελληνα πρωθυπουργό ότι δεν υπήρχε η παραμικρή πρόθεση της Ρωσίας να ανακατευτεί με τα της Ελλάδας, εφόσον ανήκε στη δυτική επιρροή. Ωστόσο, στη συνέχεια ο Λαφαζάνης άφησε να αιωρείται η ιδέα της κατασκευής ενός ελληνορωσικού αγωγού, από την προκαταβολή των κερδών του οποίου η Ρωσία θα έδινε 5 δισ. ευρώ στην Ελλάδα, προτού το διαψεύσει κατηγορηματικά στη Βουλή.
Το τριπλό τηλεφώνημα
Ενώ διεξαγόταν το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών της 6ης Ιουλίου, ο Λαφαζάνης εισέβαλε στο Προεδρικό Μέγαρο ζητώντας να ληφθεί υπόψη μια «πρόταση» του Ρώσου προέδρου για οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα. Μεσολάβησαν ένα αναγκαστικό διάλειμμα στις 12 το μεσημέρι και ένα τριπλό τηλεφώνημα, καθώς ο Τσίπρας κάλεσε τον Πούτιν, ο οποίος φέρεται να διέψευσε κάθε τέτοια λογική, ο Θεοδωράκης συνομίλησε με τον Γιούνκερ, ενώ ο Παυλόπουλος αναζήτησε τον Γάλλο ομόλογό του για να τον ενημερώσει ότι το πράγμα όδευε προς συμφωνία και η σύσκεψη επρόκειτο να ολοκληρωθεί πριν από τις 13.00, όπως ήταν το άτυπο τελεσίγραφο του Ολάντ. Το κλίμα είχε πολύ γρήγορα διαμορφωθεί υπέρ της παραμονής της χώρας στο ευρώ, ενώ μέχρι και ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ παρατήρησε εξερχόμενος από τη σύσκεψη ότι «η ρήξη με την Ε.Ε., το κεφάλαιο και την εξουσία τους προϋποθέτει μια συνολικά άλλη στρατηγική» και πάντως όχι γρήγορες, άτακτες αποφάσεις.
Σε κάθε περίπτωση, όπως γράφουν οι Ελένη Βαρβιτσιώτη και Βικτωρία Δενδρινού στην «Τελευταία μπλόφα», ο Παυλόπουλος είπε στον Ολάντ «είμαστε όλοι ενωμένοι σε αυτό», με τον δεύτερο να απαντά «θα κάνω ό,τι μπορώ» επαναλαμβάνοντας για άλλη μία φορά πόσο σημαντικό ήταν να στηρίξουν οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί τον Τσίπρα στην προσπάθεια συμβιβασμού.

«Αλέξη, να ξέραμε κι εμείς να ψηφίζαμε “Οχι”»
Ο πρόεδρος της Ν.Δ. Βαγγέλης Μεϊμαράκης θέλησε να χαλαρώσει λίγο την ατμόσφαιρα, μετά την εισήγηση του Τσίπρα υπέρ της παραμονής της χώρας στο ευρώ: «Αλέξη, να το ξέραμε κι εμείς να ψηφίζαμε “Οχι”». Ωστόσο, η σύσκεψη είχε αρχίσει με ένα σχόλιο του Καμμένου, ο οποίος έδειχνε, σύμφωνα με ορισμένους από τους παρισταμένους, σαν να είχε παραμείνει σε… νικηφόρα διάθεση λόγω του εκκωφαντικού «Οχι». Τότε ο πρόεδρος του Ποταμιού υπογράμμισε την κρισιμότητα των στιγμών, ζητώντας να αποχωρήσουν οι πρακτικογράφοι, σε μια απόπειρα να υποχωρήσει μαζί και κάθε απεύθυνση των παρευρισκομένων στο κομματικό τους ακροατήριο. «Ο Μεϊμαράκης πρώτος εκ δεξιών μου συνηγόρησε, ο Τσίπρας είπε και αυτός “ναι, να φύγουν” και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε στους πρακτικογράφους να φύγουνε», περιέγραψε πρόσφατα ο Θεοδωράκης, ενώ για ορισμένους από τους παρόντες τα πρακτικά δεν υφίστανται… πρακτικά, με δεδομένο ότι δεν επικυρώθηκαν ποτέ, αφού δεν ζητήθηκε από τους αρχηγούς να τα μονογράψουν.

μια επιχείρηση που είναι σε πλήρη εξέλιξη
Τι θέλει ο Αλέξης Τσίπρας
«Τελικά, το “’Οχι” ήταν… “Ναι”;» ρώτησε ρητορικά ο Θεοδωράκης τον Τσίπρα κατά τη διάρκεια της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών την επομένη του δημοψηφίσματος.
Ο πρώην πρωθυπουργός θεωρεί ότι τα όσα ειπώθηκαν στο Προεδρικό Μέγαρο απαντούν σε όλες τις ανάλογες απορίες. Μετά την απάντηση που έδωσε στο «όχι» του προέδρου της Δημοκρατίας στη δημοσιοποίηση των πρακτικών του συμβουλίου των αρχηγών – 10 χρόνια προπαγάνδας είναι αρκετά, είπε – ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει σιωπηλός. Ωστόσο, δεν ζητά τα πρακτικά του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών απλώς για χάρη της αποκατάστασης της Ιστορίας: παραμένει ενεργός στην πολιτική και σχεδιάζει την επιστροφή του μέσω του rebranding που επιχειρεί συστηματικά όλο το τελευταίο διάστημα. Ο ίδιος θέλει να αποτινάξει την εικόνα της… kolotoumba που του αποδόθηκε λόγω του τρίτου μνημονίου και στο οποίο συμφώνησε αμέσως μετά το δημοψήφισμα.
Άλλωστε, το κοινό στο οποίο θέλει πλέον να απευθυνθεί δεν είναι εκείνο που τον οδήγησε στις εκλογικές νίκες του 2015, οι άνθρωποι που χόρευαν συρτά και τσάμικα στην πλατεία Συντάγματος το βράδυ της 5ης Ιουλίου, ούτε καν εκείνοι που γέμιζαν τις πλατείες των Αγανακτισμένων το 2011, αλλά ένα κοινό «νοικοκύρηδων» της ευρύτερης Κεντροαριστεράς.
Υπενθυμίζει τα απανωτά διαγγέλματά του την 1η και την 3η Ιουλίου του 2015, εν όψει του δημοψηφίσματος, στα οποία υπογράμμιζε ότι το δημοψήφισμα «δεν αφορά την παραμονή ή όχι της χώρας μας στην Ευρωζώνη», όπως και ότι «κανείς δεν αμφισβητεί την παρουσία της χώρας στην Ευρώπη».
Αντίθετα, απέβλεπε, όπως κατά καιρούς έχει πει, στην επίτευξη μιας «καλύτερης συμφωνίας», η οποία, εκτός από δυσβάσταχτα μέτρα, θα προέβλεπε συγκεκριμένες πηγές χρηματοδότησης του προγράμματος, όπως και ρύθμιση του ελληνικού χρέους, στέλνοντας σήμα βιωσιμότητας του προγράμματος προς τις αγορές και απαντώντας έτσι εμμέσως στις αιτιάσεις ότι ο ίδιος είχε «κρυφό σχέδιο» για την επιστροφή στη δραχμή.