Η Γαλλία βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια από τις σοβαρότερες πολιτικές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών. Ο Εμανουέλ Μακρόν, που είχε εκλεγεί με τη φιλοδοξία να υπερβεί τις παλιές διαχωριστικές γραμμές και να εκσυγχρονίσει το πολιτικό σύστημα, αναζητά τώρα τον έκτο πρωθυπουργό του μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια. Η κατάσταση αποτυπώνει την πολιτική φθορά του προεδρικού στρατοπέδου, την αδυναμία σχηματισμού σταθερής κυβερνητικής πλειοψηφίας και μια ευρύτερη κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς.
Την ίδια στιγμή, η άκρα δεξιά της Μαρίν Λεπέν βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ στην εξουσία. Με τη στήριξη του νεαρού Τζόρνταν Μπαρντέλα και μια προσεκτικά χτισμένη εικόνα “νομιμοποίησης”, το Εθνικό Μέτωπο εμφανίζεται ως το μόνο κόμμα που μπορεί να προσφέρει “τάξη” σε μια κοινωνία που βλέπει το πολιτικό σύστημα να βουλιάζει στο χάος.
Το πολιτικό γεγονός: Έξι πρωθυπουργοί, ένα καθεστώς αστάθειας
Η πρόσφατη παραίτηση του Σεμπαστιέν Λεκονρού επιβεβαίωσε την πολιτική αδυναμία του Εμανουέλ Μακρόν να σταθεροποιήσει τη διακυβέρνησή του. Μέσα σε δύο χρόνια έχουν περάσει από το Μέγαρο Ματινιόν έξι πρωθυπουργοί, με τον καθένα να αποχωρεί είτε λόγω πολιτικών συγκρούσεων, είτε λόγω αδυναμίας να περάσει βασικά νομοσχέδια. Το γαλλικό κοινοβούλιο βρίσκεται σε καθεστώς κατακερματισμού: οι κεντρώοι του Μακρόν δεν διαθέτουν πλειοψηφία, η δεξιά είναι διασπασμένη και η αριστερά βυθισμένη σε εσωτερικές έριδες.
Η πολιτική κόπωση είναι εμφανής. Οι ψηφοφόροι που κάποτε στήριξαν τον Μακρόν ως “μεταρρυθμιστή” νιώθουν τώρα απογοήτευση. Οι μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά, στη συνταξιοδότηση και στα δημοσιονομικά έχουν προκαλέσει κύματα αντιδράσεων και μαζικές κινητοποιήσεις. Το προεδρικό επιτελείο βρίσκεται σε συνεχή άμυνα, προσπαθώντας να εξισορροπήσει ανάμεσα στις πιέσεις των αγορών και στις κοινωνικές αντιδράσεις. Η εικόνα μιας Γαλλίας που “δεν κυβερνιέται” έχει παγιωθεί.
Ο ίδιος ο Μακρόν, απομονωμένος και αντιμέτωπος με φθορά, καλείται να επιλέξει νέο πρωθυπουργό σε ένα πολιτικό τοπίο όπου κανείς δεν θέλει να αναλάβει. Όσοι διαθέτουν εμπειρία και κύρος, αρνούνται να μπουν σε μια κυβέρνηση που ενδέχεται να καταρρεύσει σε μερικές εβδομάδες. Όσοι έχουν πολιτικές φιλοδοξίες για το 2027, αποφεύγουν να “καούν” πρόωρα. Έτσι, ο πρόεδρος κινδυνεύει να αναγκαστεί να τοποθετήσει έναν τεχνοκράτη ή μια μεταβατική λύση – κάτι που θα ενίσχυε την αίσθηση ότι η δημοκρατική αντιπροσώπευση έχει αδρανοποιηθεί.
Η άνοδος της άκρας δεξιάς: προετοιμασία, στρατηγική, αναμονή
Καθώς το πολιτικό κέντρο καταρρέει, το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν περιμένει στη γωνία, μεθοδικά και ψυχρά. Η Λεπέν έχει εργαστεί τα τελευταία χρόνια για να αποτινάξει το “τοξικό” στίγμα του παρελθόντος, παρουσιάζοντας το κόμμα της ως υπεύθυνη πατριωτική δύναμη και όχι ως περιθωριακό μόρφωμα. Έχει “καθαρίσει” τις τάξεις του κόμματος από τους πιο ακραίους ρήτορες, έχει υιοθετήσει πιο θεσμικό ύφος και έχει δώσει τον δημόσιο ρόλο του εκπροσώπου στον νεαρό Μπαρντέλα, ο οποίος λειτουργεί ως “πρόσωπο της επόμενης γενιάς”.
Ο Μπαρντέλα, μόλις τριάντα ετών, έχει καταφέρει να συνδέσει το όνομά του με τη νέα γενιά των ψηφοφόρων που μεγάλωσαν σε μια Γαλλία οικονομικά στάσιμη, με ανεργία, ακρίβεια και αίσθημα κοινωνικής παραίτησης. Η γλώσσα του είναι απλή, το μήνυμά του καθαρό: “οι ελίτ απέτυχαν, εμείς θα φέρουμε σταθερότητα και ασφάλεια”. Αυτή η ρητορική, αν και λαϊκίστικη, βρίσκει ευήκοα ώτα σε μια κοινωνία που κουράστηκε να βλέπει κυβερνήσεις να πέφτουν και πολιτικούς να αλληλοκατηγορούνται.
Η Λεπέν, παρότι αντιμετωπίζει προσωρινή απαγόρευση άσκησης πολιτικών καθηκόντων λόγω δικαστικής απόφασης, διατηρεί τον πλήρη έλεγχο του κόμματος και χαράσσει στρατηγική από τα παρασκήνια. Ο στόχος της δεν είναι μια στιγμιαία εκλογική νίκη· είναι η οικοδόμηση μιας “αξιόπιστης εναλλακτικής εξουσίας”. Το κόμμα της προετοιμάζεται ήδη για κάθε ενδεχόμενο: είτε θα διεκδικήσει πρόωρες εκλογές, είτε θα επιχειρήσει να υποστηρίξει κυβέρνηση μειοψηφίας, είτε θα επιδιώξει συμμαχίες με απογοητευμένους βουλευτές των Ρεπουμπλικανών.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το RN πρώτο κόμμα με ποσοστά γύρω στο 35%, αφήνοντας πίσω τόσο την κατακερματισμένη αριστερά όσο και την προεδρική παράταξη. Η δυναμική του είναι σταθερή και η κοινωνική του διείσδυση βαθιά. Η άκρα δεξιά στη Γαλλία δεν είναι πλέον περιθωριακή δύναμη διαμαρτυρίας· είναι εν δυνάμει κυβέρνηση.
Η πολιτική ευκαιρία και το στρατηγικό πλεονέκτημα της Λεπέν
Η κρίση του Μακρόν είναι η μεγαλύτερη πολιτική ευκαιρία για τη Λεπέν. Όσο το Ελιζέ παλεύει να βρει πρωθυπουργό και να διατηρήσει στοιχειώδη κυβερνησιμότητα, η άκρα δεξιά εμφανίζεται ως η “ήρεμη δύναμη” που μπορεί να αποκαταστήσει την τάξη. Η κοινωνική δυσαρέσκεια για την ακρίβεια, την ανασφάλεια και τη μετανάστευση λειτουργεί ως καύσιμο για το κόμμα της.
Η Λεπέν έχει κατορθώσει να περάσει το μήνυμα ότι δεν είναι πια “επικίνδυνη”, αλλά “αναγκαία”. Σταδιακά έχει κατακτήσει κοινά που στο παρελθόν θεωρούνταν απροσπέλαστα: μικρομεσαίους επιχειρηματίες, συνταξιούχους, ακόμα και εργαζόμενους του δημόσιου τομέα. Αυτή η “οριζόντια” διείσδυση είναι που τρομάζει το πολιτικό κατεστημένο.
Ο Μπαρντέλα, ως πρόσωπο πρώτης γραμμής, παίζει τον ρόλο του μεθοδικού κατακτητή. Δεν επιτίθεται με ακρότητες, αποφεύγει τις κραυγές, μιλά για “εθνική αξιοπρέπεια”, “ασφάλεια”, “προστασία του κράτους δικαίου”. Η στρατηγική είναι να παρουσιαστεί το RN ως “κανονικό κόμμα”, ικανό να κυβερνήσει χωρίς να προκαλέσει φόβο στις αγορές ή στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Το κόμμα γνωρίζει ότι ο χρόνος είναι με το μέρος του. Δεν χρειάζεται να προκαλέσει αναταραχή· αρκεί να περιμένει την επόμενη κατάρρευση της κυβέρνησης. Και αυτή, με τους ρυθμούς που αλλάζουν οι πρωθυπουργοί, μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη.
Τα πιθανά σενάρια
Σενάριο πρώτο: Ο Μακρόν διασώζει προσωρινά την κατάσταση
Αν ο πρόεδρος καταφέρει να επιλέξει ένα πρόσωπο ουδέτερο, αποδεκτό από διαφορετικά στρατόπεδα και ικανό να περάσει τον προϋπολογισμό, μπορεί να κερδίσει λίγο χρόνο. Ωστόσο, η πολιτική φθορά είναι ήδη βαθιά. Η κοινωνία δεν εμπιστεύεται πια τις κυβερνήσεις μειοψηφίας ούτε τους τεχνοκράτες. Κάθε νέα επιλογή πρωθυπουργού μοιάζει με προσωρινό μπάλωμα σε ένα σύστημα που ρηγματώνεται.
Σενάριο δεύτερο: Διάλυση της Βουλής και πρόωρες εκλογές
Αν το νέο κυβερνητικό σχήμα δεν αντέξει, ο Μακρόν ενδέχεται να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές. Σε αυτή την περίπτωση, το Εθνικό Μέτωπο είναι το μοναδικό κόμμα που διαθέτει σταθερή εκλογική βάση και πειθαρχημένο μηχανισμό. Το πιθανότερο είναι ότι θα βρεθεί πρώτο, ίσως και με διαφορά, ανοίγοντας τον δρόμο για έναν κυβερνητικό συνασπισμό υπό τον Μπαρντέλα. Αυτό θα συνιστούσε ιστορική ανατροπή: για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Πέμπτης Δημοκρατίας, η ακροδεξιά θα έμπαινε στα Ηλύσια ως δύναμη εξουσίας.
Σενάριο τρίτο: Χρόνια παράλυση και πολιτική αποσύνθεση
Το πιο δυσοίωνο σενάριο είναι η πλήρης παράλυση: συνεχείς κυβερνητικές αλλαγές, ανικανότητα ψήφισης νόμων, πολιτικός κατακερματισμός. Ένα τέτοιο σκηνικό θα βαθύνει την κρίση εμπιστοσύνης και θα ενισχύσει περαιτέρω τις ριζοσπαστικές φωνές. Η κοινωνία θα στραφεί σε “λύσεις απελπισίας”, θεωρώντας ότι μόνο μια ριζική ανατροπή μπορεί να επαναφέρει τη σταθερότητα.
Συμπέρασμα
Η Γαλλία βρίσκεται σε μια μεταίχμια περίοδο που θυμίζει το τέλος της Τέταρτης Δημοκρατίας. Το πολιτικό σύστημα έχει απολέσει τη συνοχή του, οι πολίτες νιώθουν αποξενωμένοι και οι θεσμοί δοκιμάζονται. Ο Μακρόν, που είχε παρουσιαστεί ως ο εκσυγχρονιστής της Ευρώπης, βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο μιας κρίσης που μπορεί να καθορίσει το μέλλον όχι μόνο της Γαλλίας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αν αποτύχει να σταθεροποιήσει τη διακυβέρνηση, η άνοδος της άκρας δεξιάς θα είναι αναπόφευκτη. Αν επιμείνει σε προσωρινές λύσεις, θα παρατείνει την αγωνία αλλά δεν θα αποτρέψει την επόμενη κατάρρευση. Και αν επιχειρήσει να συγκρουστεί μετωπικά με το Εθνικό Μέτωπο, κινδυνεύει να του χαρίσει ακριβώς αυτό που αναζητά: τον ρόλο του “διωκόμενου υπερασπιστή του λαού”.
Η ιστορία δείχνει ότι οι μεγάλες πολιτικές αλλαγές στη Γαλλία γεννιούνται μέσα από περιόδους αστάθειας. Το ερώτημα είναι αν αυτή η κρίση θα φέρει ανανέωση ή αν θα σημάνει την αρχή μιας νέας, πιο αυταρχικής εποχής.

