
Ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίζεται πλέον αποφασισμένος να επανεφεύρει τον εαυτό του πολιτικά, εγκαταλείποντας το παραδοσιακό του αριστερό προφίλ και μετατοπιζόμενος προς ένα πιο κεντρώο, θεσμικό ύφος. Στην πολυσυζητημένη συνέντευξή του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (Οκτώβριος 2025), ο πρώην πρωθυπουργός διαχωρίζει σαφώς τη θέση του από την ιστορική βάση της ριζοσπαστικής Αριστεράς που τον ανέδειξε. Χαρακτηριστικά, δήλωσε ότι η πολυετής «σχέση ζωής» του με τον ΣΥΡΙΖΑ «έχει κλείσει» σηματοδοτώντας ένα οριστικό διαζύγιο με το κόμμα και τις παραδόσεις της Αριστεράς. Πρόκειται για μια ηχηρή παραδοχή ρήξης με το παρελθόν: ο ηγέτης που συνδέθηκε όσο κανείς με την άνοδο της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην εξουσία, τώρα παίρνει αποστάσεις από αυτήν.
Ακόμη πιο ενδεικτική της στροφής του είναι η προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της πολιτικής του ταυτότητας. Ο Τσίπρας τονίζει πως εξακολουθεί να βρίσκεται «στον αντίθετο πόλο» από τη Δεξιά, όμως ταυτόχρονα υποβαθμίζει τη σημασία των ιδεολογικών ετικετών. Όπως ο ίδιος το θέτει, «λίγη σημασία έχει πόσο αριστερά στην κλίμακα θα τοποθετήσουμε τον εαυτό μας». Εκείνο που μετράει, υπογραμμίζει, «είναι να είμαστε αποτελεσματικοί για το λαό και τη χώρα μας» Με αυτή τη φράση –δανεισμένη από το γνωμικό του Ντενγκ Σιαοπίνγκ περί «άσπρης και μαύρης γάτας»– ο Τσίπρας ουσιαστικά κηρύσσει την πρωτοκαθεδρία της αποτελεσματικότητας και του πρακτικού αποτελέσματος έναντι της αριστερής ιδεολογικής καθαρότητας. Η δήλωση αυτή, πρωτόγνωρη για έναν ηγέτη που χρωστούσε την πολιτική του άνοδο στον αριστερό ριζοσπαστισμό, σηματοδοτεί μια σαφή μετατόπιση προς το Κέντρο και τον πραγματισμό.
Νέα ρητορική: Από τον αντισυστημικό λόγο στην «έντιμη κανονικότητα»
Η αλλαγή πλεύσης του Αλέξη Τσίπρα αντανακλάται όχι μόνο στις δηλώσεις αποκήρυξης των παλιών του δεσμών, αλλά και στη ρητορική και το λεξιλόγιο που επιστρατεύει. Ο άλλοτε πολέμιος του «παλιού συστήματος» και εκφραστής του αντισυστημικού θυμού, εμφανίζεται τώρα να υιοθετεί τη γλώσσα της θεσμικής “κανονικότητας” – μιας κανονικότητας όμως που προβάλλεται ως «έντιμη» και λειτουργική. Στη συνέντευξή του περιγράφει ένα φιλόδοξο όραμα ηθικής αναστήλωσης των θεσμών: υποστηρίζει ότι η χώρα «χρειάζεται ένα μεγάλο, αποφασιστικό σοκ, σοκ εντιμότητας, δικαιοσύνης και δημοκρατίας», ώστε «να ξανασυνδεθεί η πολιτική με την ηθική και το πολιτικό σύστημα με τους πολίτες». Ουσιαστικά ο Τσίπρας καλεί σε μια επανεκκίνηση της πολιτικής ζωής στη βάση της διαφάνειας, της δικαιοσύνης και της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Πρόκειται για μια στροφή στη θεματολογία και το ύφος του λόγου του, που τον φέρνει κοντά σε έναν πιο συστημικό τόνο. Ο Τσίπρας πλέον εμφανίζεται ως μεταρρυθμιστής εντός των πλαισίων του συστήματος, παρά ως ανατροπέας του. Ο ίδιος μιλά για ένα «μεγάλο άλμα προς τα εμπρός» που χρειάζεται η χώρα – ένα άλμα «θεσμικό, οικονομικό, κοινωνικό» – και κάνει λόγο για την ανάγκη «νέας περηφάνιας» και συλλογικού αυτοσεβασμού. Ακόμα και η επίκλησή του σε έναν «νέο πατριωτισμό» πέρα από ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές, καθώς και η έμφαση στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής, δείχνουν έναν ηγέτη που επενδύει σε μια εικόνα υπεύθυνου διαχειριστή του συστήματος, με εθνικό πρόσημο αλλά χωρίς αιχμηρή ταξική ρητορική. Δεν είναι τυχαίο ότι σχολιαστές επισημαίνουν πως πλέον «ο Τσίπρας θα παίξει με τη ρητορική ενός θεσμικού και όχι ενός αντισυστημικού παράγοντα. Δεν θα έρθει για να αλλάξει αλλά για να διαχειριστεί». Με άλλα λόγια, ο πρώην πρωθυπουργός παρουσιάζει τον εαυτό του όχι ως τον ταραχοποιό που θα γκρεμίσει το σύστημα, αλλά ως τον εγγυητή μιας «κανονικότητας» που θα λειτουργεί με εντιμότητα.
Η μεταμόρφωση αυτή στη ρητορική του – από τα συνθήματα του αντιμνημονιακού αγώνα και της «πρώτης φοράς Αριστερά» στην επίκληση μιας «έντιμης κανονικότητας» – δεν περνά απαρατήρητη. Συνιστά την απεμπόληση πολλών παραδοσιακών αριστερών αρχών περί ρήξης και αναδιανομής, προς χάριν μιας πιο μετριοπαθούς ατζέντας θεσμικού εκσυγχρονισμού. Ο Τσίπρας ουσιαστικά ζητά μια επιστροφή στην ομαλότητα, όμως αυτή τη φορά με ηθικό πρόσημο – μια κανονικότητα «καθαρή» από σκάνδαλα, με λειτουργικούς θεσμούς που υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Για έναν ηγέτη που κάποτε εξέφραζε την οργή κατά των εγχώριων ελίτ και της ευρωπαϊκής λιτότητας, αυτή η αλλαγή τόνου είναι εντυπωσιακή και εμπεριέχει μια σαφή παραδοχή: η επαναστατική ορμή δίνει τη θέση της σε μια πιο ήπια, συστημική αντίληψη της πολιτικής δράσης.
Παράλληλες διαδρομές: Από τον Τσίπρα στον Μακρόν
Η πολιτική μετάλλαξη του Αλέξη Τσίπρα παρουσιάζει αξιοπρόσεκτες ομοιότητες με την πορεία του Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία. Ο Μακρόν αναδείχθηκε το 2017 ως ένας αντισυστημικός για τα γαλλικά δεδομένα παίκτης – ένας κεντρώος μεταρρυθμιστής που υποσχόταν ρήξη με το φθαρμένο δίπολο Δεξιάς-Αριστεράς. Με το κίνημά του «En Marche!» κεφαλαιοποίησε τη λαχτάρα των ψηφοφόρων για κάτι νέο, υπερβαίνοντας τα παραδοσιακά κόμματα. Ωστόσο, μόλις βρέθηκε στο ύπατο αξίωμα, ο Μακρόν εφάρμοσε μια καθαρά τεχνοκρατική κεντρώα διακυβέρνηση, ευθυγραμμισμένη με νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Οι αρχικές ριζοσπαστικές νότες γρήγορα έδωσαν τη θέση τους σε έναν λόγο περί «τάξης» και «μεταρρυθμίσεων» που δεν ξένισε τις οικονομικές ελίτ. Σε λίγα χρόνια, ο άλλοτε φέρελπις αντισυστημικός φάνηκε να ταυτίζεται πλήρως με το ίδιο το σύστημα που υποτίθεται ότι θα άλλαζε.
Οι συνέπειες αυτής της μετάβασης υπήρξαν καταλυτικές για τη σχέση του Μακρόν με την κοινωνική του βάση. Η σταδιακή αποδόμηση της βάσης που τον στήριξε φάνηκε στις πρωτοφανείς κοινωνικές εκρήξεις που συγκλόνισαν τη Γαλλία: τα «Κίτρινα Γιλέκα» το 2018-2019 ανέδειξαν το χάσμα μεταξύ του προεδρικού τεχνοκρατισμού και των λαϊκών στρωμάτων, ενώ οι μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις του 2023 ενάντια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού πιστοποίησαν τη φθορά της ηγεμονίας του. Ο άλλοτε θριαμβευτής του πολιτικού κέντρου βρέθηκε αντιμέτωπος με την οργή τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα αναλυτές μιλούν για πλήρες αδιέξοδο του μακρονισμού: «Ο μακρονισμός είναι νεκρός. Τα περιθώρια ελιγμών του Γάλλου προέδρου είναι πλέον εξαιρετικά στενά» σημειώνεται χαρακτηριστικά, καθώς η χώρα βυθίζεται σε πολιτική κρίση και αυξάνονται οι πιέσεις για πρόωρη αποχώρησή του. Ο Μακρόν, χωρίς απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή και αντιμέτωπος με τριμέτωπη αντιπολίτευση, βλέπει το άλλοτε ευρύ ακροατήριό του να έχει συρρικνωθεί. Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ιστορικά χαμηλή δημοτικότητα, ενώ τα άκρα –ιδίως η ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν– κεφαλαιοποιούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Η παράλληλη ανάγνωση των πορειών Μακρόν και Τσίπρα προσφέρεται για εύγλωττα συμπεράσματα. Αμφότεροι αναδείχθηκαν ως φορείς ελπίδας για ριζική αλλαγή – ο μεν Τσίπρας ως αντιμνημονιακός ηγέτης που θα έσκιζε τα δεσμά της λιτότητας, ο δε Μακρόν ως μεταρρυθμιστής που θα ανανέωνε εκ βάθρων την πολιτική ζωή της Γαλλίας. Και οι δύο, όμως, διολίσθησαν προς έναν τεχνοκρατικό κεντρισμό όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα της διακυβέρνησης. Ο Τσίπρας υπογράφοντας το τρίτο μνημόνιο και ο Μακρόν περνώντας δια νόμου μεταρρυθμίσεις κόντρα στο δημόσιο αίσθημα, μετέφεραν το κέντρο βάρους από τον ριζοσπαστισμό στην διαχείριση. Η μετάλλαξη αυτή μπορεί να καθησύχασε τις αγορές ή να ικανοποίησε το κατεστημένο, όμως είχε μεγάλο πολιτικό κόστος: τους αποξένωσε από κρίσιμα τμήματα της εκλογικής τους βάσης.
Διάβρωση της βάσης και τα αδιέξοδα μιας μετάλλαξης
Η στροφή από τον ρόλο του αντισυστημικού ηγέτη σε εκείνον του διαχειριστή του συστήματος συνοδεύεται από ενδημικές αντιφάσεις και κινδύνους – τόσο για τον ίδιο τον πολιτικό, όσο και για τη δημοκρατική εκπροσώπηση. Στην περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα, η εγκατάλειψη των αριστερών αρχών που κάποτε αποτέλεσαν το σήμα κατατεθέν του, ενέχει τον κίνδυνο να τον αφήσει «μετέωρο» στο πολιτικό φάσμα. Οι πιο ριζοσπαστικοί ψηφοφόροι του, που ήδη από το 2015 απογοητεύτηκαν από τους συμβιβασμούς του, δύσκολα θα ακολουθήσουν έναν ηγέτη που δηλώνει ότι δεν έχει σημασία πόσο αριστερός είναι. Την ίδια στιγμή, οι κεντρώοι και συστημικοί ψηφοφόροι –τους οποίους τώρα φαίνεται να προσεγγίζει– ενδέχεται να παραμείνουν καχύποπτοι απέναντί του, θυμούμενοι το αντισυστημικό του παρελθόν. Έτσι, ο κίνδυνος μιας πολιτικής μοναξιάς είναι υπαρκτός: έχοντας αποκοπεί από τις ρίζες του χωρίς να έχει ακόμη εδραιώσει μια νέα αξιόπιστη βάση στο Κέντρο, ο Τσίπρας ίσως βρεθεί με περιορισμένη απήχηση και στους δύο κόσμους.
Το παράδειγμα του Μακρόν λειτουργεί εδώ προειδοποιητικά. Ο Γάλλος πρόεδρος, στην προσπάθειά του να συγκεράσει τις αντιφάσεις μιας κεντρώας τεχνοκρατικής διαχείρισης, είδε την κοινωνική συναίνεση να διαβρώνεται και το πολιτικό του κεφάλαιο να εξανεμίζεται. Σήμερα αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή κρίση, όπου πολλοί τον κατηγορούν για «αλαζονεία» και προσήλωση αποκλειστικά στη διατήρηση της εξουσίας του. Αυτή η εξέλιξη υπογραμμίζει τον κίνδυνο που ελλοχεύει για κάθε ηγέτη που μεταμορφώνεται από φορέα αλλαγής σε θεματοφύλακα της τάξης: να χάσει την αξιοπιστία του και τελικά να ταυτιστεί με το κατεστημένο που άλλοτε πολεμούσε. Μια τέτοια ταύτιση όχι μόνο μπορεί να σημάνει το πολιτικό του τέλος, αλλά και να τροφοδοτήσει το αφήγημα των πραγματικά αντισυστημικών δυνάμεων (είτε αυτά είναι λαϊκιστικά κινήματα, είτε η άκρα Δεξιά) που διεκδικούν τον χώρο της αντιπολίτευσης.
Στην ελληνική σκηνή, η αντιφατικότητα της μετάλλαξης του Τσίπρα δεν περνά απαρατήρητη. Από τη μία, ο ίδιος επιχειρεί να εμφανιστεί ως εγγυητής μιας «έντιμης και λειτουργικής κανονικότητας», ποντάροντας ότι ο μετριοπαθής λόγος και η θεσμική σοβαρότητα θα τον καθιερώσουν ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση διακυβέρνησης. Από την άλλη, όμως, αυτή η μεταστροφή τον φέρνει πιο κοντά στο πολιτικό mainstream που ο κόσμος έχει ταυτίσει με υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και συντηρητισμό. Ο ίδιος ο όρος «κανονικότητα», έστω κι αν συνοδεύεται από το επίθετο «έντιμη», μπορεί να ηχεί στα αυτιά πολλών ως συνώνυμο της στασιμότητας ή της επιστροφής σε γνώριμες πρακτικές. Έτσι, ο Τσίπρας πατά σε λεπτό σχοινί: φιλοδοξεί να ενσαρκώσει μια νέα αρχή απαλλαγμένη από τα βαρίδια του παρελθόντος, αλλά ρισκάρει να θεωρηθεί μέρος του συστήματος που κάποτε υποσχόταν να γκρεμίσει.
Επίλογος: Προσδοκίες και πραγματικότητα
Η επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να «πάει κέντρο» αποτελεί μια τολμηρή –και για πολλούς αμφιλεγόμενη– πολιτική μετάβαση. Από την πλευρά του, ο ίδιος φαίνεται να πιστεύει ότι η εποχή απαιτεί συνθέσεις και πρακτικές λύσεις, μακριά από δογματισμούς. Ευελπιστεί ότι με τη νέα του στάση θα εκφράσει ένα ευρύτερο ακροατήριο, εκείνους που αποζητούν κανονικότητα αλλά χωρίς τη διαφθορά και την ανισότητα που τη σημάδεψαν στο παρελθόν. Τα μηνύματα που εκπέμπει –περί εντιμότητας, δικαιοσύνης, θεσμικής επανεκκίνησης– δείχνουν έναν πολιτικό που επιχειρεί να προσαρμοστεί στα δεδομένα και να ξανακερδίσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Ωστόσο, η ιστορία των ηγετών που επιχείρησαν τέτοιες στροφές διδάσκει ότι η πραγματικότητα είναι συχνά σκληρή. Ο δρόμος από τον ριζοσπαστισμό στον τεχνοκρατικό κεντρισμό μπορεί να είναι στρωμένος με αδιέξοδα. Οι προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν την εποχή του ριζοσπαστισμού μετατρέπονται εύκολα σε πικρία όταν ο ηγέτης ενσαρκώσει τελικά την «κανονικότητα». Ο Τσίπρας, όπως και ο Μακρόν, καλείται να αποδείξει ότι η μεταμόρφωσή του δεν ισοδυναμεί με κυνική προσαρμογή για την εξουσία, αλλά με μια ειλικρινή προσπάθεια να υπηρετήσει το γενικό καλό από μια νέα θέση. Μένει να φανεί αν το ελληνικό εκλογικό σώμα θα αγκαλιάσει αυτή τη νέα εκδοχή του ή αν θα τη θεωρήσει άλλη μια διάψευση ελπίδων. Σε κάθε περίπτωση, η στροφή του Αλέξη προς το Κέντρο εγείρει κρίσιμα ερωτήματα για τα όρια της πολιτικής μετάλλαξης: μπορεί ένας ηγέτης να αλλάξει δέρμα χωρίς να χάσει την ψυχή του; Η απάντηση θα δοθεί στο αβέβαιο πολιτικό σκηνικό των επόμενων μηνών, όπου ο Τσίπρας θα δοκιμάσει αν η «έντιμη κανονικότητα» του λόγου του μπορεί πράγματι να εμπνεύσει εκεί που ο αντισυστημικός οίστρος του παρελθόντος ξεθύμανε.

