
Η αμερικανική τραπεζική αγορά αρχίζει ξανά να τρίζει επικίνδυνα. Αν και οι μεγάλοι τραπεζικοί κολοσσοί, όπως η JPMorgan Chase, η Bank of America και η Citigroup, διατηρούν ακόμη ισχυρούς ισολογισμούς και υψηλά κεφάλαια, οι περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ αντιμετωπίζουν μια ολοένα και πιο δύσκολη πραγματικότητα: αυξανόμενα “κόκκινα” δάνεια, ασφυξία ρευστότητας και εκρηκτική έκθεση στον τομέα των εμπορικών ακινήτων.
Το ερώτημα είναι αναπόφευκτο: μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα κρίση τύπου 2008 – όχι από τη Wall Street, αλλά από τη Main Street;
Η “βραδυφλεγής βόμβα” των εμπορικών ακινήτων
Ο τομέας των εμπορικών ακινήτων (Commercial Real Estate – CRE) έχει μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη. Η πανδημία και η εξάπλωση της τηλεργασίας άφησαν πίσω τους χιλιάδες άδεια γραφεία στις μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ. Οι τιμές πώλησης και ενοικίασης υποχώρησαν έως και 40%-50% σε περιοχές όπως η Νέα Υόρκη, το Σικάγο και το Σαν Φρανσίσκο, ενώ ο δείκτης πληρότητας γραφείων έχει βυθιστεί στο χαμηλότερο επίπεδο από τη δεκαετία του ’90.
Οι περιφερειακές τράπεζες είναι υπερβολικά εκτεθειμένες σε αυτόν τον τομέα: περίπου το 70% των δανείων για εμπορικά ακίνητα προέρχεται από αυτές. Καθώς οι ιδιοκτήτες ακινήτων αδυνατούν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών φορτώνονται NPLs που απειλούν να τινάξουν στον αέρα την ισορροπία του συστήματος.
Τα πρώτα προειδοποιητικά σημάδια
Στα αποτελέσματα του β’ τριμήνου 2025, οι τράπεζες New York Community Bancorp, KeyCorp, Fifth Third, Zions Bank και άλλες μεσαίες περιφερειακές τράπεζες κατέγραψαν αύξηση επισφαλειών από 25% έως 40%. Σε αρκετές περιπτώσεις, ο δείκτης καθυστερήσεων στα δάνεια εμπορικών ακινήτων ξεπέρασε το 5%, το υψηλότερο επίπεδο από το 2012, ενώ οι ίδιες οι τράπεζες αναγκάστηκαν να αυξήσουν τις προβλέψεις ζημιών και να περιορίσουν τη χορήγηση νέων δανείων.
Η αγορά ομολόγων έχει ήδη αντιδράσει: τα spreads των ομολόγων των περιφερειακών τραπεζών ανεβαίνουν συνεχώς, υποδηλώνοντας ότι οι επενδυτές προεξοφλούν αυξημένο ρίσκο. Οι μετοχές πολλών εξ αυτών έχουν χάσει άνω του 30% από τα υψηλά του Μαρτίου.
Επιτόκια, Fed και πίεση χρόνου
Η Federal Reserve διατηρεί τα επιτόκια πάνω από το 5% για να ελέγξει τον πληθωρισμό. Αυτό, ωστόσο, στραγγαλίζει τις περιφερειακές τράπεζες. Πολλά δάνεια που είχαν συναφθεί με επιτόκια 2%-3% την περίοδο 2018–2020 λήγουν μέσα στα επόμενα δύο χρόνια και θα χρειαστεί να αναχρηματοδοτηθούν με επιτόκια 6%-7%.
Οι δανειολήπτες –ιδίως στον τομέα των ακινήτων– δεν μπορούν να αντέξουν αυτό το βάρος, ενώ οι ίδιες οι τράπεζες δεν μπορούν να απορροφήσουν νέες ζημιές χωρίς να περιορίσουν τη χορήγηση πιστώσεων. Έτσι, η κρίση ρευστότητας τροφοδοτείται από μόνη της, σε έναν φαύλο κύκλο καθυστερήσεων, προβλέψεων και αποεπένδυσης.
Οι ομοιότητες με το 2008
Οι αναλογίες είναι ανησυχητικές. Όπως τότε, υπάρχει υπερβολική έκθεση σε ένα “τοξικό” περιουσιακό στοιχείο, συστηματική υποεκτίμηση κινδύνου και μια λανθασμένη αίσθηση ασφάλειας. Το 2008, οι τράπεζες πόνταραν στα subprime στεγαστικά δάνεια. Σήμερα, ο κίνδυνος ονομάζεται commercial real estate.
Η διαφορά είναι ότι το 2025 το σύστημα φαίνεται θεωρητικά πιο θωρακισμένο – οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας (Tier 1) παραμένουν υψηλοί, η εποπτεία είναι αυστηρότερη και η Fed έχει τη δυνατότητα να παρέμβει άμεσα. Όμως η διάχυση του προβλήματος είναι το μεγάλο στοίχημα: δεν πρόκειται για μία Lehman Brothers που μπορεί να διασωθεί ή να θυσιαστεί, αλλά για εκατοντάδες μικρές τράπεζες που αποτελούν το θεμέλιο της τοπικής οικονομίας.
Ο σκελετός στο υπόγειο της Main Street
Οι περιφερειακές τράπεζες δεν είναι θεαματικές, αλλά είναι αναντικατάστατες. Διαχειρίζονται σχεδόν το 40% των συνολικών τραπεζικών δανείων στις ΗΠΑ και το 70% των εμπορικών ακινήτων. Εξυπηρετούν μικρές επιχειρήσεις, κατασκευαστές, τοπικά έργα και οικογενειακές εταιρείες. Όταν αυτές οι τράπεζες περιορίζουν τη δανειοδότηση, η Main Street παγώνει.
Το αποτέλεσμα είναι ένα σιωπηλό ντόμινο: οι επιχειρήσεις μειώνουν προσωπικό, οι απολυμένοι περιορίζουν την κατανάλωση, οι τοπικές οικονομίες συρρικνώνονται, η ύφεση ξεκινά, όχι από τη Wall Street, αλλά από τις μικρές πόλεις.
Ήδη πόλεις όπως το Σαν Φρανσίσκο και το Σικάγο βιώνουν την «αόρατη ύφεση» των άδειων γραφείων, με τα ποσοστά κενών χώρων να ξεπερνούν το 30% και τις τιμές πώλησης να έχουν καταρρεύσει έως 50%.
Από την τοπική τραγωδία στο εθνικό πρόβλημα
Η αμερικανική οικονομία βασίζεται στην πίστη – την πίστωση προς τον πολίτη, τον επαγγελματία, τον μικρό κατασκευαστή. Αν αυτός ο μηχανισμός “παγώσει”, η ζημιά θα εξαπλωθεί ταχύτατα. Η Fed γνωρίζει ότι μια μαζική κατάρρευση περιφερειακών τραπεζών θα μπορούσε να προκαλέσει πιστωτική ασφυξία σε ολόκληρη τη χώρα, οδηγώντας σε ύφεση μέσα από την αποδυνάμωση της πραγματικής οικονομίας.
Το πιο ανησυχητικό σενάριο δεν είναι ένα θεαματικό κραχ τύπου Lehman, αλλά μια διαρκής απορρόφηση ρευστότητας, μια “σιωπηλή κρίση” που ροκανίζει την ανάπτυξη χωρίς να γίνεται αντιληπτή.
Η αδυναμία διάσωσης των “μικρών”
Στην κρίση του 2008, η κυβέρνηση μπορούσε να παρέμβει στοχευμένα: διασώσεις, εγγυήσεις, κρατικοποιήσεις. Σήμερα, με περισσότερες από 4.000 περιφερειακές τράπεζες, κάτι τέτοιο είναι πρακτικά αδύνατο. Η Ουάσινγκτον δεν έχει τη δημοσιονομική ή πολιτική ευχέρεια να σώσει χιλιάδες ιδρύματα ταυτόχρονα.
Έτσι, αν ξεκινήσει το ντόμινο, πιθανότερη είναι μια αλυσίδα συγχωνεύσεων και εξαγορών, κάποιες “ήπιες” πτωχεύσεις και ένα γενικευμένο σφίξιμο πιστωτικών κανόνων. Το αποτέλεσμα; Λιγότερη ρευστότητα, περισσότερη ανασφάλεια και κίνδυνος ύφεσης.
Το νέο πρόσωπο του κινδύνου
Η Wall Street δείχνει να ευημερεί – οι δείκτες Nasdaq και S&P 500 σπάνε ρεκόρ, τα κεφάλαια ρέουν στα funds, και η τεχνολογία τραβά το ενδιαφέρον. Πίσω από τη βιτρίνα, όμως, οι μικρές τράπεζες του Οχάιο, του Τέξας και της Καλιφόρνιας βράζουν κάτω από την πίεση των κόκκινων δανείων.
Η επόμενη κρίση, αν έρθει, δεν θα ξεκινήσει από ένα “σοκ” στις αγορές, αλλά από χιλιάδες μικρά ρήγματα που θα περάσουν απαρατήρητα. Θα είναι μια κρίση χαμηλής έντασης αλλά μεγάλης διάρκειας, μια κρίση που θα σέρνεται μέσα στις τοπικές κοινωνίες, ροκανίζοντας την εμπιστοσύνη και τη δυναμική της οικονομίας.
Επίλογος: σκιά του 2008 ή νέα εποχή προσαρμογής;
Κάποιοι οικονομολόγοι θεωρούν πως η Fed και οι ρυθμιστικές αρχές έχουν τα εργαλεία να αποτρέψουν ένα νέο 2008. Άλλοι πιστεύουν ότι η απειλή είναι ήδη εντός του συστήματος. Πάνω από 1,1 τρισεκατομμύρια δολάρια δανείων σε εμπορικά ακίνητα λήγουν ως το 2027. Αν δεν υπάρξει αποκλιμάκωση επιτοκίων ή κάποιο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, η “φούσκα των γραφείων” μπορεί να εξελιχθεί στη νέα τραπεζική θρυαλλίδα.
Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ποτέ ακριβώς ίδια, αλλά η ρίμα της είναι πάντα ανησυχητική. Και το 2025, η ηχώ του 2008 ακούγεται όλο και πιο καθαρά.
Το ποσοστό καθυστερήσεων στα δάνεια εμπορικών ακινήτων έχει εκτοξευθεί πάνω από το 5%, σημειώνοντας άνοδο σχεδόν 60% μέσα σε έναν χρόνο. Η συνολική έκθεση των περιφερειακών τραπεζών σε τέτοια δάνεια ξεπερνά πλέον το 70% του χαρτοφυλακίου τους, ενώ η αξία των γραφείων σε μεγάλες πόλεις έχει καταρρεύσει έως και κατά 50%. Οι δείκτες NPL έχουν σχεδόν διπλασιαστεί, από το 1,1% στο 2,3%, και περισσότερες από εξήντα τράπεζες θεωρούνται σήμερα σε “υψηλό κίνδυνο”.
Το σύστημα δεν έχει φτάσει ακόμη στο σημείο ρήξης, αλλά η δυναμική είναι ανησυχητική. Αν οι τιμές των ακινήτων δεν σταθεροποιηθούν και τα επιτόκια δεν μειωθούν, η “Main Street” μπορεί να γίνει το νέο επίκεντρο μιας κρίσης που θα θυμίσει τρομακτικά το 2008.

