
Η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε μια περίοδο αναταραχής που θυμίζει τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν οι κυβερνήσεις επιχειρούσαν να προστατεύσουν τις εσωτερικές τους αγορές από τον πληθωρισμό και τις διεθνείς ανισορροπίες. Σήμερα, μετά από δύο δεκαετίες ελεύθερου εμπορίου και παγκοσμιοποίησης, οι μεγάλες δυνάμεις στρέφονται ξανά σε πολιτικές προστατευτισμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επαναφέρουν δασμούς σε στρατηγικούς τομείς, η Κίνα αντιδρά περιορίζοντας εξαγωγές πρώτων υλών και η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην υπεράσπιση της ελεύθερης αγοράς και την ανάγκη να προστατεύσει τη βιομηχανική της βάση.
Το νέο αυτό περιβάλλον δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα για τις ανοιχτές οικονομίες της Ευρωζώνης, οι οποίες είδαν τα τελευταία χρόνια τα πλεονεκτήματα της παγκοσμιοποίησης να εξανεμίζονται. Για χώρες όπως η Ελλάδα, που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις διεθνείς ροές κεφαλαίων, ενέργειας και τουρισμού, η στροφή προς τον προστατευτισμό ενδέχεται να αποδειχθεί μια από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες της μεταμνημονιακής περιόδου.
Η Ευρωζώνη απέναντι σε έναν νέο εμπορικό πόλεμο
Η σταθερότητα της Ευρωζώνης στηρίζεται σε δύο θεμελιώδεις παραδοχές: την ελεύθερη κίνηση αγαθών και κεφαλαίων και την ενιαία νομισματική πολιτική. Ο προστατευτισμός διαβρώνει και τα δύο. Η αύξηση των δασμών από τις ΗΠΑ σε ευρωπαϊκά προϊόντα, σε συνδυασμό με τις αντίμετρες κινήσεις από την Κίνα, δημιουργούν ένα πλέγμα εμπορικών εντάσεων που επιβαρύνουν την ανάπτυξη. Η Γερμανία —κινητήρια δύναμη της Ευρωζώνης— βλέπει ήδη τις εξαγωγές της να μειώνονται, ενώ ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας δέχεται πλήγματα από τις νέες ρυθμίσεις για τις μπαταρίες και την τεχνολογία.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καλείται να διαχειριστεί μια δύσκολη εξίσωση. Από τη μια πλευρά, η άνοδος των τιμών λόγω δασμών μπορεί να αναζωπυρώσει τον πληθωρισμό. Από την άλλη, η επιβράδυνση της ανάπτυξης απαιτεί χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποιεί ότι η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να επιστρέψει σε πολιτικές «εύκολου χρήματος» χωρίς να διακινδυνεύσει νέα κρίση χρέους. Οι κυβερνήσεις, όπως τονίζει, πρέπει να αναλάβουν τον ρόλο τους με δημοσιονομική πειθαρχία και στοχευμένες επενδύσεις — όχι με παροχές που τροφοδοτούν τις τιμές.
Η ελληνική οικονομία στο σταυροδρόμι
Η Ελλάδα βρίσκεται σε κομβικό σημείο. Μετά από χρόνια προσαρμογής και δημοσιονομικής πειθαρχίας, έχει καταφέρει να ανακτήσει την επενδυτική της βαθμίδα και να επανέλθει στις αγορές. Ωστόσο, το διεθνές περιβάλλον γίνεται και πάλι απρόβλεπτο. Η αύξηση των δασμών, οι διακυμάνσεις στο κόστος ενέργειας και οι γεωπολιτικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία απειλούν να εκτροχιάσουν τις προβλέψεις για ανάπτυξη άνω του 2,5% το 2025.
Η χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές πρώτων υλών και ενέργειας, γεγονός που σημαίνει ότι κάθε άνοδος στις διεθνείς τιμές μεταφράζεται άμεσα σε αυξημένο κόστος παραγωγής. Παράλληλα, οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων —ιδίως τροφίμων, μετάλλων και φαρμάκων— μπορεί να επηρεαστούν αρνητικά από νέα τελωνειακά εμπόδια ή μεταβολές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ο τουρισμός, που στηρίζει σχεδόν το ένα πέμπτο του ΑΕΠ, είναι εξίσου ευάλωτος: μια παγκόσμια επιβράδυνση περιορίζει τη ζήτηση και μειώνει τη δαπάνη ανά επισκέπτη.
Για τους λόγους αυτούς, η Ελλάδα οφείλει να κινηθεί με προνοητικότητα. Η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, η μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενη ενέργεια και η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελούν κρίσιμες προτεραιότητες. Αντί να αντιδρά παθητικά στις διεθνείς εξελίξεις, η χώρα μπορεί να αξιοποιήσει το ρεύμα αναδιάρθρωσης της παραγωγής στην Ευρώπη για να προσελκύσει επενδύσεις σε logistics, ενέργεια και τεχνολογία.
Οι δημοσιονομικές ισορροπίες και το δίλημμα της νομισματικής πολιτικής
Το μεγάλο ερώτημα για τους επόμενους μήνες είναι αν η Ευρωζώνη μπορεί να στηρίξει την ανάπτυξη χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των τιμών. Τα επιτόκια έχουν σταθεροποιηθεί, αλλά παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Αυτό σημαίνει αυξημένο κόστος δανεισμού για κράτη, επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η Ελλάδα, αν και δανείζεται πλέον με επιτόκια κοντά στο 3%, εξακολουθεί να πληρώνει ακριβότερα σε σχέση με τις βόρειες οικονομίες.
Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά οι κοινωνικές πιέσεις για αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις εντείνονται. Το στοίχημα είναι να εξισορροπήσει τη δημοσιονομική σταθερότητα με την ανάγκη για στήριξη των πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό, η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων —και ιδιαίτερα των 36 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης— μπορεί να λειτουργήσει ως «ανάσα ανάπτυξης» χωρίς να διογκώσει το χρέος.
Η ΕΚΤ από την πλευρά της επιδιώκει να διατηρήσει την αξιοπιστία της, αποφεύγοντας απότομες κινήσεις. Εάν οι δασμοί αυξήσουν το κόστος ζωής, θα βρεθεί ξανά στη δύσκολη θέση να επιλέξει ανάμεσα στην ανάπτυξη και τον πληθωρισμό. Οι αποφάσεις της θα επηρεάσουν άμεσα την ελληνική οικονομία, τόσο μέσω του κόστους δανεισμού όσο και μέσω της ψυχολογίας των αγορών.
Νέες αλυσίδες εφοδιασμού και επιχειρηματικές προκλήσεις
Η αναδιάρθρωση των αλυσίδων εφοδιασμού είναι μια πραγματικότητα. Μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις επιδιώκουν να φέρουν την παραγωγή πιο κοντά στις αγορές τους. Αυτή η τάση, γνωστή ως nearshoring, μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της Ελλάδας. Η γεωγραφική της θέση, οι λιμένες και οι ενεργειακοί διάδρομοι της καθιστούν τη χώρα φυσικό κόμβο για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Ωστόσο, για να μετατραπούν οι δυνατότητες αυτές σε πράξη, χρειάζεται βελτίωση των υποδομών, μείωση της γραφειοκρατίας και πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις —που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας— εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον δανεισμό. Εάν δεν δημιουργηθεί ένα σταθερό τραπεζικό περιβάλλον με νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, το μεγαλύτερο μέρος των επενδυτικών ευκαιριών θα χαθεί.
Ταυτόχρονα, το νέο τοπίο προσφέρει και προοπτικές διαφοροποίησης. Κλάδοι όπως η αγροδιατροφή, τα φάρμακα, η ενέργεια και οι ψηφιακές υπηρεσίες μπορούν να καταστούν ανταγωνιστικοί σε περιφερειακό επίπεδο. Η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα οικονομίας που μετατρέπει μια κρίση παγκοσμιοποίησης σε ευκαιρία επανατοποθέτησης — αν καταφέρει να συνδυάσει σταθερότητα, καινοτομία και εξωστρέφεια.
Συμπέρασμα
Το νέο κύμα προστατευτισμού δεν είναι μια παροδική συγκυρία αλλά ένα βαθύτερο φαινόμενο που επανακαθορίζει το πώς λειτουργεί η παγκόσμια οικονομία. Οι ισορροπίες μεταξύ ελεύθερου εμπορίου και εθνικής αυτοπροστασίας αλλάζουν, ενώ οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί εισέρχονται στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής. Για την Ευρωζώνη, η πρόκληση είναι να διατηρήσει τη συνοχή της. Για την Ελλάδα, η πρόκληση είναι να μη βρεθεί ξανά εκτεθειμένη στις εξωτερικές αναταράξεις, αλλά να χαράξει στρατηγική που θα τη μετατρέψει από ευάλωτο κρίκο σε ενεργό παίκτη ενός μεταβαλλόμενου κόσμου.

