
Το 2024 ο κλάδος εμπορίας πετρελαιοειδών στην Ελλάδα κινήθηκε σε ένα πλαίσιο αντιφατικών τάσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας μελέτης του ΙΟΒΕ για τον ΣΕΕΠΕ, η αξία των πωλήσεων διαμορφώθηκε στα 14,8 δισ. ευρώ, οριακά αυξημένη κατά 0,3% σε σχέση με το 2023, ενώ ο όγκος πωλήσεων ενισχύθηκε κατά 7,3%. Η αύξηση του όγκου συνοδεύτηκε από μείωση των τιμών, ένδειξη ότι οι επιχειρήσεις απορρόφησαν μέρος των πιέσεων της αγοράς για να διατηρήσουν μερίδια.
Η μικτή κερδοφορία σημείωσε οριακή βελτίωση (+9%), φτάνοντας τα 526,8 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, τα αυξημένα λειτουργικά έξοδα και η μείωση των λοιπών εσόδων οδήγησαν σε πτώση της λειτουργικής κερδοφορίας κατά 5,2% – από 100 εκατ. ευρώ το 2023 σε 95 εκατ. ευρώ το 2024. Τα καθαρά κέρδη μετά φόρων κατέρρευσαν κατά 50%, στα 11,9 εκατ. ευρώ, με οριακό περιθώριο μόλις 0,08% επί της αξίας πωλήσεων.
Η εικόνα είναι ακόμη πιο ασθενής αν εξαιρεθούν οι δραστηριότητες διεθνούς εμπορίου και τα αεροπορικά καύσιμα. Στην εσωτερική αγορά, η εμπορία καυσίμων εμφάνισε καθαρές ζημιές 45 εκατ. ευρώ, γεγονός που δείχνει ότι η συνολική κερδοφορία του κλάδου στηρίζεται ουσιαστικά στις διεθνείς δραστηριότητες.
Επενδύσεις και δίκτυο κάτω από πίεση
Παρά τη συρρίκνωση των περιθωρίων, οι επενδύσεις παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες στα 90,3 εκατ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος αφορά βελτιώσεις στις εγκαταστάσεις και την ασφάλεια, με ενίσχυση των επενδύσεων σε έργα περιβάλλοντος κατά 23%. Η κλαδική επιμονή σε επενδύσεις εν μέσω πτώσης κερδών καταδεικνύει μια στρατηγική προσαρμογής και προετοιμασίας για τη μετάβαση σε νέα ενεργειακή εποχή.
Το δίκτυο πρατηρίων συνέχισε τη μακροχρόνια πτωτική του πορεία, με τον αριθμό τους να μειώνεται κατά 2,5% (4.777 σημεία) και τις μέσες πωλήσεις ανά πρατήριο να περιορίζονται κατά 7%. Παράλληλα, ο αριθμός των απασχολουμένων στον κλάδο αυξήθηκε οριακά (1.743 άτομα), δείχνοντας ότι οι εταιρίες επιχειρούν να διατηρήσουν ένα σταθερό επίπεδο απασχόλησης παρά το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον.

Οικονομικά βάρη και στρεβλώσεις
Το ΙΟΒΕ καταγράφει με σαφήνεια ότι το πλαφόν στα περιθώρια κέρδους, το οποίο παραμένει σε ισχύ τέσσερα συναπτά έτη, έχει προκαλέσει ασφυξία στην κερδοφορία. Η ρύθμιση δεν προσαρμόστηκε στο αυξημένο λειτουργικό κόστος, που ενισχύθηκε άνω του 8%, και οδήγησε ουσιαστικά τις εταιρίες να λειτουργούν με μηδενικά περιθώρια από την κύρια δραστηριότητά τους.
Ταυτόχρονα, το υψηλό κόστος χρηματοδότησης –λόγω των μεγάλων αναγκών σε κεφάλαια κίνησης και της προπληρωμής φόρων και ΦΠΑ– επιβαρύνει ιδιαίτερα τις ταμειακές ροές. Οι καθαροί τόκοι αυξήθηκαν κατά 12%, φτάνοντας τα 75 εκατ. ευρώ.
Συνεισφορά στο κοινωνικό προϊόν
Παρά την πτώση των καθαρών κερδών, ο κλάδος συνέχισε να συνεισφέρει ουσιαστικά στα δημόσια έσοδα. Το κοινωνικό προϊόν αυξήθηκε στα 4,05 δισ. ευρώ (+2,5%), με 95% των ποσών να καταλήγουν στο Δημόσιο υπό μορφή φόρων και δασμών. Μόλις το 2,6% αντιστοιχεί σε αμοιβές προσωπικού και εργοδοτικές εισφορές, ενώ 1,9% κατευθύνεται στο τραπεζικό σύστημα μέσω τόκων. Το εναπομείναν 0,3% αφορά καθαρή κερδοφορία.
Με άλλα λόγια, από κάθε 100 ευρώ κοινωνικού προϊόντος που παράγει ο κλάδος, σχεδόν 95 πηγαίνουν κατευθείαν στο κράτος. Αυτό αποτυπώνει το βάρος της φορολογίας και των επιβαρύνσεων στις επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν περισσότερο ως μηχανισμός είσπραξης φόρων παρά ως αυτόνομες εμπορικές οντότητες με ουσιαστική απόδοση κεφαλαίων.
Δομική υποχώρηση της αποδοτικότητας
Οι αριθμοδείκτες αποδοτικότητας επιβεβαιώνουν τη φθίνουσα πορεία:
- Η αποδοτικότητα συνόλου απασχολούμενων κεφαλαίων μειώθηκε από 5,3% σε 4,9%.
- Η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων μετά φόρων έπεσε στο 1,7%.
- Το μικτό περιθώριο κέρδους διαμορφώθηκε στο 3,5%, ενώ το καθαρό προ φόρων μόλις στο 0,1%.
Οι δείκτες αυτοί δείχνουν ότι η εμπορία πετρελαιοειδών βρίσκεται πλέον σε οριακό σημείο βιωσιμότητας, ειδικά αν ληφθεί υπόψη η σταδιακή μείωση της ζήτησης και οι επερχόμενες υποχρεώσεις ενεργειακής απόδοσης που απαιτούν νέα κεφάλαια.
Νέα εποχή με ρίσκο και επενδύσεις
Το εθνικό σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα προβλέπει μείωση της κατανάλωσης πετρελαιοειδών κατά 21,6% έως το 2030, ενώ από το 2027 η εφαρμογή του ETS2 θα επιβαρύνει τις τιμές κατά περίπου 15 λεπτά το λίτρο. Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρίες εμπορίας θα δουν σταδιακή συρρίκνωση της ζήτησης, ιδιαίτερα στις μεταφορές όπου η ηλεκτροκίνηση και οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας κερδίζουν έδαφος.
Ο κλάδος καλείται να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του, επενδύοντας σε υποδομές νέων καυσίμων, φόρτιση ηλεκτρικών οχημάτων και ενεργειακές υπηρεσίες, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να διαχειριστεί το βάρος της μετάβασης χωρίς επαρκή χρηματοδότηση ή θεσμικά κίνητρα. Ήδη οι εταιρίες έχουν αναλάβει το 56% της υποχρέωσης βελτίωσης ενεργειακής απόδοσης σε εθνικό επίπεδο, γεγονός που συνεπάγεται επιπλέον κόστος.
Προοπτικές και κίνδυνοι
Το 2024 ανέδειξε ένα κλάδο που παρά τη σταθερότητα των πωλήσεων, ασφυκτιά ανάμεσα σε πλαφόν, δανεισμό και πράσινες απαιτήσεις. Αν δεν υπάρξει προσαρμογή στο ρυθμιστικό πλαίσιο, το περιθώριο για βιώσιμη ανάπτυξη περιορίζεται δραστικά. Η ενίσχυση της κερδοφορίας προϋποθέτει εξορθολογισμό φόρων, σταδιακή απελευθέρωση περιθωρίων και υποστήριξη επενδύσεων σε εναλλακτικά καύσιμα.
Χωρίς αυτά, η εμπορία πετρελαιοειδών κινδυνεύει να καταλήξει σε έναν ρόλο διαχειριστή μεταβατικών ποσοτήτων, με περιορισμένη προστιθέμενη αξία και εξάρτηση από τις διεθνείς δραστηριότητες για να διατηρήσει θετικά αποτελέσματα.
