Σε μια κρίσιμη στιγμή για την ευρωπαϊκή οικονομία, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, εξέφρασε σήμερα τη σύγχυση και την προσεκτικότητα που χαρακτηρίζουν τη νομισματική πολιτική της ευρωζώνης. Παρά το γεγονός ότι πολλοί αναλυτές περίμεναν πιο «τολμηρές» δηλώσεις, οι τόνοι που υιοθέτησε ήταν μετρημένοι και υποδεικνύουν πως το κύμα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής πιθανόν πλησιάζει στο τέλος του.
Πού βρισκόμαστε σήμερα
Η ΕΚΤ έχει ήδη μειώσει σταδιακά τα βασικά της επιτόκια, με το επιτόκιο καταθέσεων να διαμορφώνεται πλέον στο 2%. Η Λαγκάρντ τόνισε ότι «είμαστε σε καλή θέση» με το τωρινό επίπεδο των επιτοκίων, προσθέτοντας πως δεν υπάρχει πρόθεση για περαιτέρω αυτόματες μειώσεις. Υπογράμμισε επίσης ότι κάθε απόφαση θα λαμβάνεται ξεχωριστά, «συνάντηση προς συνάντηση», με βάση τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από την πορεία της οικονομίας και του πληθωρισμού.
Τα κύρια σημεία των δηλώσεων
Πρώτον, επανέλαβε τον στόχο για πληθωρισμό κοντά στο 2% σε μεσοπρόθεσμη βάση, σημειώνοντας ότι η αποκλιμάκωση των τιμών βρίσκεται ήδη κοντά στη ζώνη αυτή.
Δεύτερον, αναφέρθηκε στην αυξημένη αβεβαιότητα που επικρατεί: οι γεωπολιτικές εξελίξεις, η ισχυροποίηση του ευρώ και οι διεθνείς εμπορικές εντάσεις αποτελούν παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την πορεία του πληθωρισμού προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.
Τρίτον, έκανε λόγο για μια «σχεδόν καταληκτική φάση» στη διαδικασία μείωσης των επιτοκίων, αφήνοντας να εννοηθεί πως η ΕΚΤ πλησιάζει στο τέλος του κύκλου χαλάρωσης.
Τι σημαίνει για την Ελλάδα και τις επιχειρήσεις
Για την Ελλάδα και τον τραπεζικό τομέα, η στάση αυτή έχει διττή επίδραση. Από τη μία πλευρά, περιορίζεται η προσδοκία νέων μειώσεων στα επιτόκια, γεγονός που σημαίνει ότι το κόστος χρηματοδότησης για επιχειρήσεις και νοικοκυριά δύσκολα θα υποχωρήσει περισσότερο. Από την άλλη, η σταθεροποίηση των επιτοκίων δημιουργεί ένα πιο προβλέψιμο περιβάλλον, ευνοϊκό για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Οι ελληνικές τράπεζες, που ήδη λειτουργούν με αυξημένα περιθώρια κέρδους λόγω των υψηλών επιτοκίων, ενδέχεται να δουν μια σταδιακή ομαλοποίηση των εσόδων τους από τόκους, καθώς η αγορά προσαρμόζεται. Παράλληλα, η συγκρατημένη στάση της ΕΚΤ στέλνει μήνυμα προς τις επιχειρήσεις να αναθεωρήσουν τα επενδυτικά τους πλάνα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η φθηνή ρευστότητα των προηγούμενων ετών δεν είναι πλέον δεδομένη.
Γιατί αλλάζει ο τόνος της ΕΚΤ
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φαίνεται να έχει επιτύχει δύο σημαντικούς στόχους: τη μείωση του πληθωρισμού κοντά στο 2% και τη διατήρηση της ανάπτυξης σε ένα σχετικά σταθερό επίπεδο. Ωστόσο, οι νέες συνθήκες — η επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας, η πτώση των τιμών ενέργειας και η σταδιακή ενίσχυση του ευρώ — ωθούν την ΕΚΤ να κρατήσει πιο ουδέτερη στάση.
Η Λαγκάρντ αναγνώρισε ότι οι κίνδυνοι για την οικονομία της ευρωζώνης παραμένουν, αλλά τόνισε ότι δεν δικαιολογούν νέα κύματα χαλάρωσης. Αντίθετα, η ΕΚΤ φαίνεται να εισέρχεται σε μια περίοδο «αναμονής», όπου θα αξιολογεί με προσοχή κάθε νέο δεδομένο προτού προχωρήσει σε οποιαδήποτε αλλαγή πολιτικής.
Τα επόμενα σενάρια
Το βασικό σενάριο μετά τις σημερινές δηλώσεις είναι αυτό της σταθερότητας: τα επιτόκια θα διατηρηθούν στα τρέχοντα επίπεδα για όσο χρειαστεί, έως ότου διασφαλιστεί ότι ο πληθωρισμός εδραιώνεται κοντά στον στόχο. Εάν η οικονομία της ευρωζώνης παρουσιάσει νέα σημάδια επιβράδυνσης, δεν αποκλείεται μια ακόμη μικρή μείωση. Αντίθετα, αν οι μισθολογικές πιέσεις ή η αύξηση της ζήτησης οδηγήσουν σε νέα άνοδο τιμών, τότε θα μπορούσε να υπάρξει εκ νέου αυστηροποίηση.
Συμπέρασμα
Η Κριστίν Λαγκάρντ έστειλε ένα σαφές μήνυμα: η περίοδος των συνεχών μειώσεων επιτοκίων έχει φτάσει στο τέλος της. Η ΕΚΤ περνά πλέον στη φάση της προσεκτικής παρακολούθησης, διατηρώντας τα εργαλεία της σε ετοιμότητα αλλά χωρίς πρόθεση για άμεσες κινήσεις.
Για τις αγορές, αυτό σημαίνει σταθερότητα μεν, αλλά και έλλειψη πρόσθετων κινήτρων. Για τις επιχειρήσεις και τις τράπεζες, συνεπάγεται την ανάγκη προσαρμογής σε ένα νέο καθεστώς όπου το κόστος χρήματος θα παραμείνει σταθερό ή ελαφρώς υψηλό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η Ευρώπη, και ειδικά η Ελλάδα, εισέρχονται σε μια εποχή νομισματικής ωριμότητας, όπου η ανάπτυξη θα εξαρτηθεί περισσότερο από την πραγματική οικονομία και λιγότερο από τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών.

