
Στις 30 Οκτωβρίου 2025 η UniCredit ανακοίνωσε ότι εξασφάλισε έγκριση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για την απόκτηση άμεσου ποσοστού έως 29,9 % στο μετοχικό κεφάλαιο της Alpha Bank και ότι, αξιοποιώντας παράγωγα χρηματοοικονομικά εργαλεία, αύξησε τη συνολική της θέση σε περίπου 29,5 %. Η ιταλική τράπεζα τόνισε ότι η έγκριση της ΕΚΤ επιβεβαιώνει τη χρηματοοικονομική της ισχύ και την έντονη συμμόρφωση προς το εποπτικό πλαίσιο. Παράλληλα διευκρίνισε ότι η ολοκλήρωση της διαδικασίας τελεί ακόμη υπό την έγκριση των αρμόδιων εθνικών αρχών ώστε να αποκτήσει τις απαιτούμενες ειδικές συμμετοχές στις εποπτευόμενες θυγατρικές της Alpha Bank.
Η αύξηση της θέσης της UniCredit πραγματοποιήθηκε με έκπτωση σε σχέση με τις τρέχουσες τιμές αγοράς και συνοδεύτηκε από στρατηγική αντιστάθμισης κινδύνου (hedging), με αποτέλεσμα ο αντίκτυπος στην απόδοση της επένδυσης να είναι περιορισμένος, ενώ ο κεφαλαιακός αντίκτυπος από ενδεχόμενη πλήρη μετατροπή των χρηματοοικονομικών μέσων εκτιμάται σε περίπου 80 μονάδες βάσης του δείκτη CET1. Μετά τη λήψη των υπόλοιπων εποπτικών εγκρίσεων, ποσοστό 9,8 % της συμμετοχής θα ενοποιηθεί λογιστικά με τη μέθοδο της καθαρής θέσης, επιτρέποντας στην UniCredit να αναγνωρίζει ισόποσο μερίδιο των κερδών της Alpha Bank, χωρίς σημαντική κεφαλαιακή επιβάρυνση. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι απλώς αριθμητική· αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο για την Alpha Bank και, ευρύτερα, για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο.
Πώς φτάσαμε στο 29,5 % – το χρονικό της συνεργασίας
Η συνεργασία των δύο τραπεζών δεν ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2025 αλλά σχεδιάστηκε από το φθινόπωρο του 2023, όταν η UniCredit υπέβαλε δεσμευτική προσφορά στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) για την αγορά του 9 % των μετοχών της Alpha Bank. Η πρόταση αυτή σηματοδότησε την πρώτη μεγάλη επένδυση ξένου στρατηγικού επενδυτή σε ελληνική τράπεζα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, αποτελώντας ψήφο εμπιστοσύνης προς την Alpha Bank και προς το σχέδιο αποεπένδυσης του ΤΧΣ. Η ίδια συμφωνία προέβλεπε ακόμη την ένωση των θυγατρικών των δύο ομίλων στη Ρουμανία ώστε να δημιουργηθεί η τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, με την Alpha Bank να διατηρεί συμμετοχή 10 %. Έτσι η ελληνική τράπεζα ενίσχυσε την πρόσβαση των πελατών της σε ένα μεγαλύτερο οικοσύστημα προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ απελευθέρωσε κεφάλαια παραμένοντας εκτεθειμένη στις θετικές προοπτικές της ρουμανικής αγοράς.
Τρίτος πυλώνας της στρατηγικής συμφωνίας ήταν η εμπορική συνεργασία στον τομέα διαχείρισης κεφαλαίων και ασφάλισης ζωής. Η UniCredit απέκτησε το 51 % της AlphaLife και η Alpha Bank ανέλαβε να διανέμει τα αμοιβαία κεφάλαια UniCredit OneMarkets μέσω του δικτύου της. Αυτή η εμπορική διάσταση αναδεικνύει την ικανότητα της Alpha Bank να προσελκύει ισχυρούς διεθνείς εταίρους και να εμπλουτίζει την γκάμα προϊόντων για τους πελάτες της.
Η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος αντιμετώπισαν θετικά τη συνεργασία. Ο τότε υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης χαρακτήρισε την είσοδο της UniCredit «μεγάλη επένδυση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα» και τόνισε ότι δείχνει πως τόσο η οικονομία όσο και ο τραπεζικός τομέας έχουν εισέλθει σε πορεία ανάπτυξης. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σημείωσε ότι η συμφωνία είναι η πρώτη σημαντική στρατηγική συνεργασία μεταξύ ευρωπαϊκής και ελληνικής τράπεζας μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και αντικατοπτρίζει την αυξημένη αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Εντός του 2023 η Alpha Bank έγινε και πάλι 100 % ιδιωτική και παρουσίασε το στρατηγικό της πλάνο 2023‑2025. Στο εταιρικό προφίλ της για το 2025 αναφέρει ότι «η ιστορική συνεργασία με την UniCredit ενισχύει την ικανότητά μας να επιτύχουμε τους στόχους μας». Με άλλα λόγια, η Alpha Bank θεωρεί τη σύμπραξη με τον ιταλικό όμιλο καταλύτη για τη βελτίωση της κερδοφορίας, την ψηφιακή αναβάθμιση και την επέκταση σε δραστηριότητες υψηλής αξίας.
Τι περιλαμβάνει η αύξηση στο 29,5 %
Μετά την αρχική απόκτηση του 9 % και τη σταδιακή αύξηση μέσω παραγώγων, η UniCredit έλαβε στις 30 Οκτωβρίου 2025 έγκριση από την ΕΚΤ για την απόκτηση άμεσου ποσοστού έως 29,9 %. Σε συμμόρφωση με τη συγκεκριμένη άδεια, προχώρησε σε πρόσθετα χρηματοοικονομικά μέσα, αυξάνοντας τη συνολική της θέση στην Alpha Bank σε περίπου 29,5 %. Η κίνηση έγινε με έκπτωση σε σχέση με τις τρέχουσες τιμές αγοράς και συνοδεύτηκε από εφαρμογή στρατηγικής αντιστάθμισης κινδύνου, ώστε να προστατευθεί μέρος της συμμετοχής από πιθανή πτώση των τιμών και να περιοριστεί ο αντίκτυπος στην απόδοση.
Η ανακοίνωση αναφέρει ότι ο κεφαλαιακός αντίκτυπος, σε περίπτωση πλήρους μετατροπής των παραγώγων σε άμεση συμμετοχή, δεν υπερβαίνει τις 80 μονάδες βάσης του δείκτη CET1—ποσοστό διαχειρίσιμο για μια τράπεζα του μεγέθους της UniCredit. Επιπλέον, μετά την ολοκλήρωση των εναπομενουσών ρυθμιστικών εγκρίσεων η UniCredit θα ενοποιήσει λογιστικά ποσοστό 9,8 % της συμμετοχής της. Αυτό σημαίνει ότι το αντίστοιχο τμήμα των καθαρών κερδών της Alpha Bank θα εμφανίζεται τόσο στα έσοδα όσο και στα καθαρά κέρδη της UniCredit, χωρίς σημαντική κεφαλαιακή επιβάρυνση. Ο όμιλος διατηρεί το δικαίωμα να αποφασίσει αργότερα αν θα μετατρέψει και θα ενοποιήσει το υπόλοιπο ποσοστό, αξιολογώντας την απόδοση έναντι του κεφαλαιακού αντικτύπου και της δυνατότητας διανομής μερισμάτων.
Η αύξηση της συμμετοχής μέχρι λίγο κάτω από το όριο του 30 % δίνει στη UniCredit μεγαλύτερη επιρροή χωρίς να ενεργοποιεί υποχρεωτική δημόσια πρόταση. Η ελληνική νομοθεσία προβλέπει ότι όποιος αποκτά ποσοστό άνω του 30 % πρέπει να υποβάλει δημόσια πρόταση για το σύνολο των μετοχών, ενώ στο 33 % απαιτείται ειδική άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Διατηρώντας τη συμμετοχή στο 29,5 % ο ιταλικός όμιλος κρατά τα χέρια του ελεύθερα: μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει τη θέση του ανάλογα με τις συνθήκες χωρίς να δεσμεύεται σε πλήρη εξαγορά.
Επιπτώσεις για την Alpha Bank
Ενίσχυση κεφαλαίων και διεθνούς επιρροής
Η παρουσία ενός μεγάλου ευρωπαϊκού τραπεζικού ομίλου στο μετοχικό κεφάλαιο της Alpha Bank προσφέρει κεφαλαιακή και στρατηγική υποστήριξη. Η συμφωνία του 2023, πέρα από τη μεταβίβαση του 9 % από το ΤΧΣ, επέτρεψε στην Alpha Bank να αποκτήσει σημαντικά κεφάλαια και να βελτιώσει τη θέση της στην αγορά της Ρουμανίας. Η αύξηση στο 29,5 % ενισχύει περαιτέρω αυτή τη σχέση και καθιστά τη UniCredit ουσιαστικά μεγαλύτερο μέτοχο, δίνοντας τη δυνατότητα επιρροής στη διοίκηση, χωρίς όμως να καταστρατηγείται η ελληνική ταυτότητα της τράπεζας.
Η Alpha Bank έχει προϊστορία δυνατών συνεργασιών: ήταν η πρώτη τράπεζα στην Ελλάδα που εγκατέστησε ΑΤΜ και εξέδωσε κάρτες ανάληψης το 1981, ενώ έχει ηγετική θέση στην αγορά των αμοιβαίων κεφαλαίων, των πιστωτικών καρτών και της private banking. Η συνεργασία με την UniCredit της επιτρέπει να ενισχύσει περαιτέρω αυτές τις θέσεις, προσφέροντας πρόσβαση σε διεθνή δίκτυα κεφαλαιαγορών, σε προηγμένα συστήματα πληρωμών και σε εξειδικευμένα προϊόντα.
Υλοποίηση στρατηγικών στόχων και καινοτομία
Στο στρατηγικό της πλάνο η Alpha Bank δίνει έμφαση στη βελτίωση της κερδοφορίας, στη δημιουργία και διανομή κεφαλαίου και στην ψηφιακή αναβάθμιση. Η ίδια αναγνωρίζει ότι η συνεργασία με τη UniCredit είναι «ορόσημο» που ενισχύει την ικανότητά της να επιτύχει τους στόχους της. Αυτό μεταφράζεται σε πρακτικές πρωτοβουλίες: ανάπτυξη νέων προϊόντων συνταξιοδοτικής αποταμίευσης μέσω της AlphaLife, διανομή των αμοιβαίων κεφαλαίων UniCredit OneMarkets, αξιοποίηση των «product factories» της UniCredit ώστε οι ελληνικοί πελάτες να αποκτήσουν πρόσβαση σε καινοτόμα προϊόντα υψηλής ποιότητας.
Η συνεργασία έχει και τεχνολογικό χαρακτήρα. Οι δύο όμιλοι σκοπεύουν να ενοποιήσουν τα συστήματα πληρωμών, να δημιουργήσουν κοινές πλατφόρμες εξειδικευμένων χρηματοδοτήσεων και να εκμεταλλευθούν τη γνώση της UniCredit στη διαχείριση κινδύνου και στην ανάλυση δεδομένων. Για μια ελληνική τράπεζα που επιδιώκει να ψηφιοποιήσει τις διαδικασίες της και να αυξήσει την αποτελεσματικότητα, η πρόσβαση σε διεθνή τεχνογνωσία είναι σημαντικό πλεονέκτημα.
Διοίκηση, ρυθμιστικά ζητήματα και πιθανή εξαγορά
Η αύξηση της συμμετοχής της UniCredit εγείρει ερωτήματα για τη μελλοντική αυτονομία της Alpha Bank. Αν ο ιταλικός όμιλος αποφασίσει να υπερβεί το 30 %, θα πρέπει να υποβάλει δημόσια πρόταση εξαγοράς και να αποκτήσει τον έλεγχο. Μέχρι στιγμής η UniCredit έχει επιλέξει να κινηθεί προσεκτικά, χρησιμοποιώντας παράγωγα για να φτάσει το 29,5 % και διατηρώντας την επιλογή της πλήρους εξαγοράς ανοιχτή. Η διοίκηση της Alpha Bank, με επικεφαλής τον Βασίλη Ψάλτη, έχει δηλώσει ότι η συνεργασία αποτελεί στρατηγική συμμαχία και όχι προάγγελο εξαγοράς. Ωστόσο, η λογιστική ενοποίηση του 9,8 % και η σταδιακή αύξηση της συμμετοχής υποδηλώνουν ότι η UniCredit επιδιώκει να αποκομίσει μερίδιο από τα κέρδη και να ενισχύσει την επιρροή της.
Επιπτώσεις για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο
Ψήφος εμπιστοσύνης και επιστροφή στην κανονικότητα
Η είσοδος της UniCredit σε ποσοστό σχεδόν 30 % αποτελεί τη σημαντικότερη επένδυση ξένου τραπεζικού ομίλου στον ελληνικό τραπεζικό τομέα εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Οι επίσημες δηλώσεις Χατζηδάκη και Στουρνάρα υπογραμμίζουν ότι η συμφωνία αντανακλά την αυξημένη αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος. Η Ελλάδα είχε υποβαθμιστεί κατά τη διάρκεια της κρίσης, όμως το 2023 ανακτήθηκε η επενδυτική βαθμίδα από διεθνείς οίκους. Η συμμετοχή της UniCredit επιβεβαιώνει ότι μεγάλοι παίκτες θεωρούν πλέον τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο ελκυστικό.
Η κατάσταση των τραπεζών έχει βελτιωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος (Οκτώβριος 2025), τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια υποχώρησαν σε 3,6 % τον Ιούνιο 2025 – το χαμηλότερο επίπεδο από τότε που η Ελλάδα μπήκε στην ευρωζώνη – και οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας παραμένουν υψηλοί. Οι ελληνικές τράπεζες εμφάνισαν κέρδη 2,5 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2025 και διατηρούν υψηλή ρευστότητα, με τον δείκτη LCR στο 212 % και τον δείκτη NSFR στο 136 %. Η συνεχιζόμενη απομόχλευση και οι βελτιωμένες συνθήκες χρηματοδότησης καθιστούν τον κλάδο λιγότερο ευάλωτο και πιο ελκυστικό για επενδυτές όπως η UniCredit.
Επιτάχυνση ιδιωτικοποιήσεων και αναδιάρθρωση
Η εξαγορά του ποσοστού του ΤΧΣ στην Alpha Bank άνοιξε τον δρόμο για την πλήρη ιδιωτικοποίηση και των άλλων συστημικών τραπεζών. Η Εθνική Τράπεζα και η Τράπεζα Πειραιώς παραμένουν με σημαντική συμμετοχή του Δημοσίου μέσω του ΤΧΣ· η επιτυχία της συναλλαγής με τη UniCredit ασκεί πίεση ώστε να αναζητηθούν και για αυτές στρατηγικοί επενδυτές ή να προχωρήσουν οι πωλήσεις μέσω του Χρηματιστηρίου. Η είσοδος ενός διεθνούς ομίλου μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για περαιτέρω συγκέντρωση του κλάδου – δεν αποκλείονται κινήσεις συγχωνεύσεων ή εξαγορών μεταξύ ελληνικών και ξένων τραπεζών.
Την ίδια στιγμή, η παρουσία της UniCredit αυξάνει τον ανταγωνισμό. Η ιταλική τράπεζα έχει μεγάλη εμπειρία στη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, στα συστήματα πληρωμών και σε εξειδικευμένα προϊόντα επενδύσεων. Η πρόσβαση αυτών των υπηρεσιών μέσω της Alpha Bank μπορεί να ωθήσει και τις υπόλοιπες τράπεζες να επιταχύνουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την ανάπτυξη προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Κίνδυνοι και προκλήσεις
Η συνεργασία δεν είναι χωρίς προκλήσεις. Πρώτον, η βαθμιαία αύξηση της συμμετοχής της UniCredit μεταφράζεται και σε εξάρτηση της Alpha Bank από την πορεία του ιταλικού ομίλου. Οποιαδήποτε μεταβολή στα αποτελέσματα ή τη στρατηγική της UniCredit θα επηρεάσει το ελληνικό ίδρυμα. Δεύτερον, υπάρχει ο κίνδυνος ότι η μεγαλύτερη συγκέντρωση ξένων ομίλων στις ελληνικές τράπεζες μπορεί να μειώσει την εγχώρια αυτονομία σε επίπεδο πιστοδοτικής πολιτικής. Τρίτον, η εξέλιξη θα δοκιμάσει τις εποπτικές αρχές, καθώς θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι μια μελλοντική πλήρης εξαγορά θα συνοδεύεται από διασφάλιση του ανταγωνισμού και προστασία των καταθετών.
Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον. Η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα προέρχονται κυρίως από εξωγενείς παράγοντες, όπως γεωπολιτικές εντάσεις, τον ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης και τις διεθνείς αγορές. Η UniCredit επέλεξε να αυξήσει τη θέση της την ώρα που τα επιτόκια στην ευρωζώνη μειώνονται και τα κέρδη των τραπεζών αρχίζουν να επηρεάζονται από τη μείωση των εσόδων τόκων. Η επιτυχία της επένδυσης θα εξαρτηθεί επομένως όχι μόνο από την πορεία της Alpha Bank, αλλά και από τη δυνατότητα του ομίλου να ενσωματώσει τα κέρδη της ελληνικής τράπεζας και να αντέξει ενδεχόμενη επιδείνωση του οικονομικού κλίματος.
Συμπεράσματα
Η απόφαση της UniCredit να αυξήσει τη συμμετοχή της στην Alpha Bank στο 29,5 % αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης προς την ελληνική τράπεζα και προς την ευρύτερη ελληνική οικονομία. Η συνεργασία των δύο ομίλων ξεκίνησε το 2023 και περιλάμβανε την εξαγορά του ποσοστού του ΤΧΣ, τη συγχώνευση των θυγατρικών τους στη Ρουμανία και μια εμπορική συμμαχία σε προϊόντα διαχείρισης κεφαλαίων και ασφάλισης. Το 2025 η UniCredit, έχοντας λάβει την απαιτούμενη εποπτική άδεια, προχώρησε στη σύναψη επιπλέον χρηματοοικονομικών μέσων, αυξάνοντας τη συνολική της θέση στην Alpha Bank σε περίπου 29,5 % με περιορισμένο κεφαλαιακό κόστος.
Για την Alpha Bank, η ισχυρή παρουσία ενός ευρωπαϊκού τραπεζικού ομίλου παρέχει κεφαλαιακή στήριξη, τεχνογνωσία και πρόσβαση σε ευρύτερα δίκτυα, ενώ διατηρεί προς το παρόν τη διοικητική αυτονομία της. Για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, η είσοδος της UniCredit αποτελεί ορόσημο που σηματοδοτεί την επιστροφή στην κανονικότητα και την ελκυστικότητα της αγοράς για ξένους επενδυτές. Ταυτόχρονα, όμως, δημιουργεί προσδοκίες για περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις, ενίσχυση του ανταγωνισμού και επιτάχυνση της ψηφιακής και εμπορικής μεταρρύθμισης των τραπεζών. Οι εποπτικές αρχές καλούνται να διαχειριστούν τις ισορροπίες ώστε η διεθνής συμμετοχή να γίνει μοχλός ανάπτυξης και όχι παράγοντας εξάρτησης.
Σε τελική ανάλυση, η κίνηση της UniCredit δείχνει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν αφήσει πίσω τους τη βαθιά κρίση: τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια υποχωρούν, οι κεφαλαιακοί δείκτες είναι υψηλοί και οι τράπεζες παρουσιάζουν κερδοφορία. Η πρόκληση για την Alpha Bank και για το σύνολο του κλάδου είναι να αξιοποιήσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών, να συνεχίσουν τη μεταρρύθμιση και να αποδείξουν ότι οι συνεργασίες με ξένους ομίλους μπορούν να αποδώσουν οφέλη στους μετόχους, στους πελάτες και στην ελληνική οικονομία.

