Η Τράπεζα Πειραιώς ανακοίνωσε τα οικονομικά της αποτελέσματα για το εννεάμηνο του 2025, συνοδευόμενα – όπως συνηθίζεται – από θετικές δηλώσεις της διοίκησης. Ο CEO Χρήστος Μεγάλου μίλησε για «ισχυρή απόδοση κεφαλαίων και βιώσιμη ανάπτυξη δανείων». Όμως, πίσω από τις επιφανειακά ενθαρρυντικές γραμμές του δελτίου Τύπου, οι αριθμοί αποκαλύπτουν μια διαφορετική πραγματικότητα: πιεσμένα έσοδα, αυξημένα κόστη, επιδείνωση αποδοτικότητας και ορατούς κινδύνους για τη μελλοντική σταθερότητα του ισολογισμού.
Συρρίκνωση εσόδων και περιθωρίων
Τα καθαρά έσοδα από τόκους, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των τραπεζικών αποτελεσμάτων, μειώθηκαν κατά 9,5% σε ετήσια βάση, φτάνοντας τα €1,43 δισ. έναντι €1,58 δισ. πέρυσι. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στο αυξημένο κόστος καταθέσεων, καθώς η αγορά συνεχίζει να πιέζει τις τράπεζες να προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια προκειμένου να συγκρατήσουν ρευστότητα. Η τάση είναι εμφανής και τριμηνιαία: το γ’ τρίμηνο του 2025 τα καθαρά έσοδα από τόκους διαμορφώθηκαν σε €471 εκατ., επίπεδο ουσιαστικά αμετάβλητο από το προηγούμενο τρίμηνο, επιβεβαιώνοντας ότι ο κύκλος των υψηλών επιτοκίων έχει φτάσει στο ανώτατο σημείο του.
Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο περιορίστηκε στο 2,3% από 2,7% πέρυσι, αντικατοπτρίζοντας τις πιέσεις στην οργανική κερδοφορία. Η τράπεζα προσπαθεί να αντισταθμίσει την πτώση μέσω αύξησης του χαρτοφυλακίου δανείων και καλύτερης τιμολόγησης, ωστόσο το αποτέλεσμα παραμένει αρνητικό: η Πειραιώς κερδίζει λιγότερα από τις βασικές της τραπεζικές εργασίες, γεγονός που περιορίζει την ευελιξία της σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου κόστους.
Άνοδος εξόδων και απώλεια λειτουργικής πειθαρχίας
Παρά τις διαβεβαιώσεις περί «πειθαρχίας κόστους», οι λειτουργικές δαπάνες συνέχισαν ανοδικά. Τα συνολικά λειτουργικά έξοδα έφτασαν τα €647 εκατ. στο 9μηνο, αυξημένα κατά περίπου 5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος (€613 εκατ.). Ο δείκτης κόστους προς έσοδα (cost-to-income ratio) ανέβηκε στο 34% από 30%, καταδεικνύοντας απώλεια αποδοτικότητας. Ακόμη και στο γ’ τρίμηνο μεμονωμένα, η τάση αυτή συνεχίστηκε, με τον δείκτη να διαμορφώνεται στο 33% έναντι 30% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024.
Η αύξηση των εξόδων προέρχεται από μια σειρά παραγόντων: υψηλότερες αποσβέσεις (+9% ετησίως) λόγω επενδύσεων σε τεχνολογία, αύξηση νομικών και συμβουλευτικών αμοιβών (+4%) για έργα αναδιάρθρωσης και την προετοιμασία εξαγοράς της Εθνικής Ασφαλιστικής, καθώς και δαπάνες για τη νέα ψηφιακή πλατφόρμα Snappi. Με άλλα λόγια, το υποσχόμενο «ψηφιακό μέλλον» της Πειραιώς έχει αρχίσει να επιβαρύνει άμεσα τα αποτελέσματά της.
Μειωμένη αποδοτικότητα και κερδοφορία
Οι επιπτώσεις της πτώσης εσόδων και της ανόδου κόστους είναι εμφανείς στην αποδοτικότητα. Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROTE) μειώθηκε στο 14,6% από 17,5% πέρυσι, ενώ τα καθαρά κέρδη 9μήνου υποχώρησαν σε €854 εκατ. από €924 εκατ. (-8%). Το κέρδος ανά μετοχή έπεσε στα €0,62 έναντι €0,68, επιβεβαιώνοντας την υποχώρηση των αποτελεσμάτων. Ειδικά το γ’ τρίμηνο, τα καθαρά κέρδη υποχώρησαν στα €261 εκατ. από €276 εκατ. το προηγούμενο, παρά τις προσπάθειες της διοίκησης να τονίσει τη «σταθερότητα των επιδόσεων».
Η επιβράδυνση αυτή δείχνει κόπωση στη βασική κερδοφορία, σε μια περίοδο όπου οι επενδυτές περιμένουν σταθερή βελτίωση και η αγορά κεφαλαίων ζητά υψηλότερες αποδόσεις για το ρίσκο που αναλαμβάνει.
Πίεση από αυξημένους κινδύνους και έκτακτα κόστη
Το κόστος κινδύνου αυξήθηκε αισθητά: €197 εκατ. έναντι €153 εκατ. πέρυσι (+28%), με τον δείκτη οργανικού κόστους κινδύνου να διατηρείται στο 0,5% επί των δανείων. Αν και ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE ratio) βελτιώθηκε στο 2,5% από 3,2%, οι υψηλότερες προβλέψεις δείχνουν ότι η διοίκηση προετοιμάζεται για ενδεχόμενες επιβαρύνσεις ή αναταξινομήσεις δανείων. Η αύξηση των προβλέψεων σε περίοδο φαινομενικής σταθερότητας αποτελεί προειδοποιητικό σημάδι ότι οι κίνδυνοι δανειακού χαρτοφυλακίου δεν έχουν εκλείψει.
Πέραν των προβλέψεων, τα αποτελέσματα επιβαρύνθηκαν και από έκτακτες δαπάνες. Το γ’ τρίμηνο περιλάμβανε επιπλέον €25 εκατ. λόγω της δωρεάς στο κρατικό πρόγραμμα ανακαίνισης σχολείων, μια εταιρική πρωτοβουλία που – αν και θετική σε επίπεδο εικόνας – μείωσε τα καθαρά κέρδη κατά περίπου 9%. Παράλληλα, αυξημένα συμβουλευτικά και νομικά κόστη επιβάρυναν την τριμηνιαία κερδοφορία, επιβεβαιώνοντας ότι η πίεση στα αποτελέσματα δεν είναι μόνο οργανική αλλά και συγκυριακή.
Ερωτήματα για κεφάλαια και διανομές
Παρά τις πιέσεις, η Πειραιώς προχώρησε σε πρόγραμμα επαναγοράς ιδίων μετοχών €100 εκατ. και έχει ήδη καταβάλει μέρισμα €0,30/μετοχή, στοχεύοντας σε συνολικές διανομές άνω των €500 εκατ. για το 2025. Αυτές οι κινήσεις, αν και ευνοϊκές για τη βραχυπρόθεσμη αποτίμηση της μετοχής, εγείρουν ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα του κεφαλαίου της τράπεζας.
Ο δείκτης CET1 διαμορφώνεται στο 14,6% και ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας στο 20,6%. Όμως, τα νούμερα αυτά ενσωματώνουν ήδη τις προβλεπόμενες διανομές και επιβαρύνσεις. Μετά την ολοκλήρωση της εξαγοράς της Εθνικής Ασφαλιστικής, το κεφαλαιακό “μαξιλάρι” αναμένεται να μειωθεί στο 3,1% πάνω από το ελάχιστο εποπτικό όριο, έναντι 4,6% πριν. Αυτό σημαίνει ότι η τράπεζα θα έχει σαφώς λιγότερα περιθώρια ασφάλειας σε περίπτωση αναταράξεων.
Συμπέρασμα
Πίσω από τις δηλώσεις περί «ισχυρών επιδόσεων», η Πειραιώς εμφανίζει ανησυχητικές ρωγμές στα θεμελιώδη της μεγέθη. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο υποχωρεί, τα έξοδα διογκώνονται, οι προβλέψεις αυξάνονται και η αποδοτικότητα φθίνει. Η διοίκηση μπορεί να εστιάζει στις βραχυπρόθεσμες αποδόσεις για τους μετόχους, ωστόσο το ερώτημα είναι αν αυτό γίνεται εις βάρος της κεφαλαιακής σταθερότητας. Αν δεν αντιστραφεί η τάση των μειούμενων εσόδων και αυξανόμενου κόστους, η Πειραιώς θα χρειαστεί να αποδείξει ότι μπορεί να παραμείνει κερδοφόρα και ανθεκτική σε ένα πιο απαιτητικό περιβάλλον.

