
Η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε μια νέα φάση σταθεροποίησης μετά από περισσότερα από δέκα χρόνια κρίσης και συρρίκνωσης του τραπεζικού δανεισμού. Οι τράπεζες, έχοντας μειώσει δραστικά το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων και με ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια, προετοιμάζονται για διεύρυνση της πιστωτικής τους δραστηριότητας. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο τομέας της στεγαστικής πίστης, ο οποίος μετά το 2008 καταγράφει συνεχείς μειώσεις αλλά τώρα παρουσιάζει σαφή σημάδια ανάκαμψης.
Απότομη άνοδος νέων στεγαστικών δανείων
Τα στοιχεία των τραπεζών δείχνουν ότι οι εκταμιεύσεις νέων στεγαστικών δανείων μέχρι τον Αύγουστο του 2025 ανήλθαν σε περίπου 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ, σημειώνοντας αύξηση σχεδόν 36 % σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους. Για πρώτη φορά μετά το 2009, το συνολικό υπόλοιπο στεγαστικών δανείων πλησιάζει να περάσει σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Οι τράπεζες προβλέπουν ότι οι εκταμιεύσεις θα ξεπεράσουν τα 2 δισ. ευρώ το 2026, εκτιμώντας ότι οι χαμηλότερες τιμές δανεισμού και η βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης θα ενισχύσουν τη ζήτηση.
Η μακροοικονομική εικόνα είναι ευνοϊκή. Η ελληνική κυβέρνηση προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,4 % το 2026, ενώ ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται και τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχουν αρχίσει να μειώνονται. Οι επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων και όσων χρηματοδοτούνται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, θα συνεχίσουν να στηρίζουν την οικονομία, δημιουργώντας θέσεις εργασίας και αυξάνοντας τα εισοδήματα.
Βελτίωση ποιότητας χαρτοφυλακίου και εξωδικαστικές ρυθμίσεις
Η αφετηρία της νέας αυτής εκτίναξης είναι πολύ διαφορετική από εκείνη της δεκαετίας του 2000. Η εφαρμογή του προγράμματος «Ηρακλής» και οι τιτλοποιήσεις επισφαλών δανείων οδήγησαν σε ιστορικά χαμηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, περίπου στο 3,4 %. Η μείωση αυτή έδωσε στις τράπεζες χώρο για να αναλάβουν νέα πιστωτικά ρίσκα χωρίς να επιβαρύνουν την κεφαλαιακή τους βάση.
Παράλληλα, ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιτρέπει ταχύτερη επίλυση προβλημάτων. Μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2025 είχαν ολοκληρωθεί πάνω από 43.000 επιτυχημένες ρυθμίσεις, συνολικού ύψους άνω των 14 δισ. ευρώ. Ενδιαφέρον έχει η κοινωνική διάσταση της διαδικασίας: εκατοντάδες ρυθμίσεις αφορούν ευάλωτες ομάδες, ενώ δίνεται η δυνατότητα αναστολής πλειστηριασμών με καταβολή προκαταβολής από τον οφειλέτη. Αυτή η μείωση των καθυστερήσεων στα δάνεια και η τόνωση της εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη μειώνει το ρίσκο για τις τράπεζες και επιτρέπει ευνοϊκότερους όρους στα νέα στεγαστικά δάνεια.
Το κόστος δανεισμού πέφτει χάρη στον ανταγωνισμό
Ο ανταγωνισμός μεταξύ τραπεζών έχει ενταθεί. Οι τράπεζες προσφέρουν σταθερά χαμηλότερα περιθώρια κέρδους στα στεγαστικά δάνεια, στοχεύοντας σε μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Έχουν μειώσει τα επιτόκια, διευρύνουν την περίοδο αποπληρωμής και παρέχουν καινοτόμες λύσεις όπως συνδυαστικά προϊόντα αποταμίευσης και επένδυσης. Η επιτυχία της νέας neobank Snappi και των ψηφιακών εφαρμογών όπως το Next της Εθνικής Τράπεζας υποχρεώνει τις παραδοσιακές τράπεζες να προσαρμοστούν: προσφέρουν υψηλά επιτόκια καταθέσεων, bonus εγγραφής και ψηφιακές υπηρεσίες, προκειμένου να παραμείνουν ελκυστικές σε νεότερες γενιές καταναλωτών.
Επιπλέον, νέα πακέτα για ιδιοκτήτες ακινήτων και μικρές επιχειρήσεις, όπως τα myAlpha Benefit της Alpha Bank, δίνουν τη δυνατότητα απεριόριστων δωρεάν συναλλαγών και bonus επιβράβευσης. Αυτές οι κινήσεις, αν και δεν αφορούν άμεσα τα στεγαστικά, ενισχύουν τη σχέση των πελατών με την τράπεζα και δημιουργούν συνθήκες εμπιστοσύνης που βοηθούν στη διάθεση νέων δανείων.
Προκλήσεις και προοπτικές
Παρά τη θετική συγκυρία, ο κλάδος αντιμετωπίζει επίσης προκλήσεις. Η ταχεία άνοδος στις τιμές ακινήτων, ιδίως σε περιοχές με μεγάλη τουριστική ανάπτυξη, αυξάνει τον κίνδυνο νέας φούσκας. Η ενεργειακή αναβάθμιση των παλαιών κτιρίων, σε συνδυασμό με τις ευρωπαϊκές οδηγίες για την ενεργειακή απόδοση, απαιτεί πρόσθετη χρηματοδότηση και μπορεί να ανεβάσει το κόστος των στεγαστικών. Οι τράπεζες πρέπει να ισορροπήσουν μεταξύ της ενίσχυσης της πιστωτικής επέκτασης και της αποφυγής υπερβολικού κινδύνου.
Η αυξημένη εποπτεία από τις ευρωπαϊκές αρχές και η ανάγκη συμμόρφωσης με αυστηρότερα πλαίσια χρηματοδότησης (π.χ. «πράσινα δάνεια», ενσωμάτωση ESG κριτηρίων) καθιστούν επιτακτική την προσεκτική διαχείριση. Ταυτόχρονα, η δημογραφική γήρανση και η μετακίνηση νέων στο εξωτερικό ενδέχεται να μειώσουν τη ζήτηση για στεγαστικά στο μέλλον.
Η ανάκαμψη της στεγαστικής πίστης αποτελεί το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα των τελευταίων ετών για την ελληνική οικονομία. Η συνδυασμένη επίδραση της μακροοικονομικής σταθερότητας, της μείωσης των επισφαλειών και της ψηφιακής μεταμόρφωσης των τραπεζών δημιουργεί ένα ευνοϊκό οικοσύστημα για τους υποψήφιους δανειολήπτες. Εάν οι τράπεζες καταφέρουν να διατηρήσουν την ισορροπία μεταξύ ανάπτυξης και κινδύνου, η «αναγέννηση της ελληνικής κατοικίας» μπορεί να αποτελέσει μοχλό για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία τα επόμενα χρόνια.

