
Το τελευταίο δεκαπενταετές κύμα αλλαγών στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει δημιουργήσει έναν νέο, σιωπηλό παίκτη. Ενώ οι τράπεζες αντιμετωπίζουν αυστηρή ρύθμιση και περιορισμούς, ένα τεράστιο κύκλωμα χρηματοδότησης επιχειρήσεων εκτός τραπεζικού ισολογισμού ανθεί: το private credit, ή αλλιώς η «ιδιωτική πίστη».
Πίσω από αυτόν τον όρο κρύβεται ένας μηχανισμός που μεταφέρει κεφάλαια από θεσμικούς ή ιδιώτες επενδυτές απευθείας σε επιχειρήσεις, χωρίς τη διαμεσολάβηση τραπεζών. Έτσι, δημιουργείται μια «σκιά τραπεζική αγορά» που, αν και δεν εποπτεύεται αυστηρά, έχει ήδη φτάσει σε μέγεθος ανάλογο με το τραπεζικό σύστημα μικρών χωρών.
Από τα παρασκήνια της κρίσης του 2008 στην παγκόσμια άνθηση
Η απαρχή της ιδιωτικής πίστης βρίσκεται στα χρόνια μετά το 2008. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και τα stress tests που ακολούθησαν ανάγκασαν τις τράπεζες να μειώσουν τη μόχλευσή τους και να αυστηροποιήσουν τα κριτήρια δανεισμού. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούσαν τον πιο αδύναμο κρίκο, βρέθηκαν χωρίς πρόσβαση σε κεφάλαια.
Σε αυτό το κενό μπήκαν private funds και alternative asset managers, όπως οι Blackstone, Apollo, Ares Management, Carlyle και KKR. Δημιούργησαν ειδικά ταμεία που προσφέρουν δάνεια σε επιχειρήσεις με αντάλλαγμα υψηλότερα επιτόκια και ευέλικτους όρους.
Το μοντέλο απέδωσε θεαματικά. Στις ΗΠΑ, η αγορά private credit εκτινάχθηκε από περίπου 400 δισ. δολάρια το 2010 σε πάνω από 2,3 τρισ. σήμερα, ενώ στην Ευρώπη υπερβαίνει τα 450 δισ. ευρώ. Στην πράξη, η ιδιωτική πίστη έχει υποκαταστήσει ένα σημαντικό ποσοστό τραπεζικού δανεισμού, ιδιαίτερα σε κλάδους υψηλού ρίσκου όπως η τεχνολογία, η ενέργεια και το real estate.
Πώς λειτουργεί το private credit στην πράξη
Η δομή είναι απλή, αλλά εξαιρετικά ισχυρή:
- Επενδυτές (όπως συνταξιοδοτικά ταμεία, πανεπιστημιακά ιδρύματα ή οικογενειακά γραφεία) διαθέτουν κεφάλαια σε εξειδικευμένα funds.
- Τα funds αυτά παρέχουν δάνεια απευθείας σε επιχειρήσεις που δεν έχουν πρόσβαση ή δεν επιθυμούν να περάσουν από τραπεζική έγκριση.
- Η απόδοση για τους επενδυτές είναι συνήθως 8% – 12% ετησίως, πολλαπλάσια ενός κρατικού ομολόγου ή καταθέσεων.
Παράδειγμα:
Η Apollo Global Management δάνεισε το 2024 περίπου 5 δισ. δολάρια σε αμερικανικές εταιρείες ενέργειας μέσω private credit funds, με επιτόκια πάνω από 10%. Η Blackstone Credit χρηματοδότησε εξαγορές τεχνολογικών εταιρειών στην Ευρώπη, παρακάμπτοντας πλήρως τις τράπεζες.
Αυτές οι συναλλαγές είναι συχνά μη εισηγμένες, μη δημοσιοποιημένες και χωρίς αξιολόγηση από οίκους, κάτι που καθιστά τον εντοπισμό του κινδύνου σχεδόν αδύνατο για τις αρχές.
Τα πρώτα σημάδια «υπερθέρμανσης»
Η ραγδαία ανάπτυξη του private credit συνοδεύεται από επικίνδυνα μοτίβα.
- Πολλές εταιρείες που δανείζονται είναι ήδη υπερχρεωμένες, αλλά πείθουν τα funds να τις χρηματοδοτήσουν λόγω υψηλών επιτοκίων.
- Σε περιόδους ύφεσης ή αύξησης των επιτοκίων, αυτές οι εταιρείες είναι οι πρώτες που καταρρέουν.
- Τα funds δεν διαθέτουν πάντα επαρκή ρευστότητα για να αντέξουν μαζικές αθετήσεις πληρωμών, επειδή τα κεφάλαιά τους είναι «κλειδωμένα» για πολυετείς περιόδους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατάρρευση της Tricolor Automotive Group στις ΗΠΑ το 2025, μιας εταιρείας που είχε λάβει μεγάλα δάνεια μέσω private credit για επεκτάσεις στην αγορά αυτοκινήτων χαμηλής εξασφάλισης. Η αδυναμία αποπληρωμής της προκάλεσε ζημίες εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων σε funds που είχαν «πουλήσει» ρευστότητα σε επενδυτές, αποδεικνύοντας πόσο εύθραυστη είναι η αγορά.
Οι τράπεζες εμπλέκονται – χωρίς να το δείχνουν
Αν και τα private credit funds δανείζουν εκτός τραπεζικού ισολογισμού, πολλές φορές οι ίδιες οι τράπεζες αποτελούν έμμεσους χρηματοδότες.
- Η Citigroup, η Wells Fargo και η Barclays συμμετέχουν μέσω θυγατρικών που επενδύουν σε private debt funds.
- Άλλες, όπως η Deutsche Bank, συνεργάζονται με private equity εταιρείες για συνεπενδύσεις σε ειδικές συμφωνίες.
- Πολλά funds χρηματοδοτούνται με τραπεζικό δανεισμό (leverage loans), δημιουργώντας διπλό επίπεδο ρίσκου: αν τα δάνεια των funds δεν αποδώσουν, οι τράπεζες θα βρεθούν με νέες απώλειες.
Αυτός ο «κύκλος πίστης χωρίς εγγύηση» θυμίζει επικίνδυνα το 2007, όταν τα subprime δάνεια έμοιαζαν περιορισμένα – μέχρι που αποκαλύφθηκε ότι βρίσκονταν διασπαρμένα σε ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα μέσω τιτλοποιήσεων.
Οι ρυθμιστές ανησυχούν
Η Τράπεζα της Αγγλίας έχει χαρακτηρίσει το private credit «σημαντική πηγή πιθανής αστάθειας», προειδοποιώντας ότι η απουσία εποπτείας μπορεί να οδηγήσει σε «αλυσίδα αθέτησης πληρωμών» που θα μεταδοθεί στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Η ΕΚΤ παρακολουθεί στενά την κατάσταση, καθώς αρκετές ευρωπαϊκές τράπεζες εμπλέκονται έμμεσα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη ξεκινήσει διαβουλεύσεις για υποχρεωτική καταγραφή όλων των private credit συναλλαγών σε κεντρικό μητρώο.
Ωστόσο, οι περισσότερες ρυθμιστικές αρχές αναγνωρίζουν ότι η αγορά αυτή έχει και θετικό ρόλο: γεφυρώνει χρηματοδοτικά κενά και ενισχύει την οικονομική δραστηριότητα σε τομείς που οι τράπεζες δεν μπορούν να καλύψουν λόγω ρυθμιστικών ορίων.
Η ελληνική εμπειρία – Η «εγχώρια εκδοχή» της ιδιωτικής πίστης
Στην Ελλάδα, το private credit δεν έχει ακόμη λάβει τις τεράστιες διαστάσεις των ΗΠΑ ή της Βρετανίας. Ωστόσο, η λειτουργία των servicers και distress funds που διαχειρίζονται μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά.
Τα funds αυτά αγοράζουν χαρτοφυλάκια από τις ελληνικές τράπεζες, προσφέροντας ρευστότητα και ελαφρύνοντας τους ισολογισμούς τους. Όμως, από τη στιγμή που αποκτούν τα δάνεια, λειτουργούν εκτός τραπεζικής εποπτείας, επιβάλλοντας τους δικούς τους όρους ρύθμισης, αποπληρωμής ή πώλησης.
Παραδείγματα όπως οι τιτλοποιήσεις «Ηρακλής» (Galaxy, Cairo, Frontier) έφεραν στη χώρα επενδυτές από ομίλους όπως Davidson Kempner, Bain, Fortress και Pimco, οι οποίοι μέσω των servicers (doValue, Intrum, Cepal, QQuant) ελέγχουν πλέον σημαντικό μέρος της στεγαστικής και επιχειρηματικής πίστης.
Αν και αυτό βοήθησε στη σταθεροποίηση του συστήματος, δημιουργεί και έναν νέο παράλληλο πυλώνα χρηματοδότησης: ένα «ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα» που λειτουργεί με διεθνή κεφάλαια, χωρίς τη διαφάνεια των εγχώριων εποπτικών μηχανισμών.
Ευκαιρία ή απειλή;
Το private credit προσφέρει λύσεις σε περιβάλλοντα όπου οι τράπεζες είναι διστακτικές να δανείσουν – ειδικά σε κλάδους υψηλού ρίσκου, startups, ενεργειακά projects ή αναπτυξιακές επενδύσεις. Μπορεί να συμπληρώνει την τραπεζική πίστη, όχι απαραίτητα να την υποκαθιστά.
Ωστόσο, η απουσία ελέγχου, η μόχλευση και η διασύνδεση με τις κεφαλαιαγορές καθιστούν τον τομέα δυνητικά εκρηκτικό. Μια ξαφνική κρίση ρευστότητας ή πτώση αξιών μπορεί να αποκαλύψει τεράστια «μαύρα κουτιά» χρηματοδότησης που κανείς δεν γνωρίζει πού βρίσκονται.
Οι τράπεζες, αντί να τον αγνοούν, πρέπει να τον ενσωματώσουν με διαφάνεια, να τον παρακολουθούν και να προσαρμόσουν την πολιτική κινδύνου τους.
Συμπέρασμα
Η άνοδος του private credit δεν είναι απλώς μια νέα επενδυτική μόδα — είναι η μεγαλύτερη αναδιάταξη χρηματοδότησης από την εποχή των τιτλοποιήσεων. Ενώνει την ευελιξία της αγοράς με το ρίσκο της αδιαφάνειας, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου οι παραδοσιακοί κανόνες πίστης δεν ισχύουν.
Η τραπεζική εποχή των ισολογισμών ίσως δίνει τη θέση της σε μια εποχή δικτύων, κεφαλαίων και ψηφιακών ροών. Και αν κάτι μας δίδαξε η ιστορία, είναι ότι οι κρίσεις δεν ξεσπούν εκεί όπου όλοι κοιτούν, αλλά στις σκιές που κανείς δεν εποπτεύει.

