
Η Καλιφόρνια βρέθηκε για ακόμη μια φορά στο επίκεντρο της αμερικανικής πολιτικής, καθώς οι πολίτες της ενέκριναν την Proposition 50, ένα μέτρο που αλλάζει προσωρινά τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζονται οι εκλογικές περιφέρειες για τη Βουλή των Αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών. Η απόφαση αυτή, αν και τεχνικά περιορισμένης διάρκειας, έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ισορροπία δυνάμεων στο Κογκρέσο και, κατ’ επέκταση, στη διακυβέρνηση των ΗΠΑ.
Τι προβλέπει η Proposition 50
Η Proposition 50 επιτρέπει στην Πολιτειακή Νομοθεσία της Καλιφόρνια να αναλάβει προσωρινά την ευθύνη χάραξης των εκλογικών περιφερειών για τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2026, 2028 και 2030. Μέχρι σήμερα, αυτή η αρμοδιότητα ανήκε στην ανεξάρτητη California Citizens Redistricting Commission, που ιδρύθηκε με στόχο να διασφαλίζει ότι οι χάρτες των περιφερειών δεν εξυπηρετούν κομματικά συμφέροντα.
Με το νέο μέτρο, οι Δημοκρατικοί που κυριαρχούν στο πολιτειακό Κογκρέσο αποκτούν τον έλεγχο της διαδικασίας επαναχάραξης των ορίων. Μετά την απογραφή του 2030, η εξουσία αυτή επιστρέφει ξανά στην ανεξάρτητη επιτροπή, όπως ίσχυε μέχρι τώρα.
Γιατί προωθήθηκε το μέτρο
Η επίσημη αιτιολογία πίσω από την πρόταση ήταν η ανάγκη να προστατευθεί η Καλιφόρνια από «ανισόρροπες» επαναχαράξεις περιφερειών (gerrymandering) που παρατηρούνται σε πολιτείες υπό ρεπουμπλικανικό έλεγχο, όπως το Τέξας ή η Φλόριντα. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές, η προσωρινή ανάθεση της αρμοδιότητας στο νομοθετικό σώμα είναι ένας τρόπος να εξισορροπηθούν οι πολιτικές επιπτώσεις σε εθνικό επίπεδο, ώστε η αντιπροσώπευση της Καλιφόρνιας στο Κογκρέσο να αντανακλά πιο πιστά τη δημογραφική και πολιτική της πραγματικότητα.
Αντίθετα, οι επικριτές της πρότασης υποστηρίζουν ότι η αλλαγή αυτή αποτελεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο. Η ανεξαρτησία της επιτροπής θεωρείται θεσμική κατάκτηση που αποτρέπει τις παρεμβάσεις των πολιτικών κομμάτων στη χάραξη των εκλογικών περιφερειών. Με την Proposition 50, λένε οι επικριτές, η Καλιφόρνια ουσιαστικά «πολιτικοποιεί» μια διαδικασία που υποτίθεται πως είχε απεξαρτηθεί από τα κόμματα.
Οι πρακτικές επιπτώσεις
Η Καλιφόρνια διαθέτει 52 έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων, τον μεγαλύτερο αριθμό από κάθε άλλη πολιτεία. Στον ισχύοντα χάρτη, οι Ρεπουμπλικάνοι κατείχαν 11 από αυτές τις έδρες, κυρίως σε περιοχές της Κεντρικής Κοιλάδας και της Νότιας Καλιφόρνιας, όπου η αγροτική οικονομία και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά είναι πιο συντηρητικά. Με τον νέο χάρτη που προβλέπει η Proposition 50, αρκετές από αυτές τις περιφέρειες θα επανασχεδιαστούν ώστε να περιλαμβάνουν μεγαλύτερο αστικό και δημοκρατικό πληθυσμό, με αποτέλεσμα να αναμένεται απώλεια τεσσάρων έως πέντε εδρών για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Η αλλαγή αυτή, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ενδέχεται να είναι αρκετή για να μεταβάλει την ισορροπία δυνάμεων στο Κογκρέσο, όπου μέχρι σήμερα οι Ρεπουμπλικάνοι διατηρούσαν οριακή πλειοψηφία. Αν οι προβλέψεις αυτές επιβεβαιωθούν, οι Δημοκρατικοί θα ανακτήσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, επηρεάζοντας άμεσα τη νομοθετική ατζέντα του Ντόναλντ Τραμπ.
Οι πολιτικές συνέπειες
Η έγκριση της Proposition 50 σηματοδοτεί μια ευρύτερη στροφή στην πολιτική στρατηγική των Δημοκρατικών, οι οποίοι επιλέγουν πλέον να απαντούν στις ρεπουμπλικανικές τακτικές redistricting με συμμετρικά μέτρα σε πολιτείες υπό δικό τους έλεγχο. Αντί να περιορίζονται σε θεσμική καταδίκη του gerrymandering, επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν τα ίδια εργαλεία προς όφελος των δικών τους εκλογικών συμφερόντων.
Αυτό το φαινόμενο, αν γενικευτεί, μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω πόλωση και αποδυνάμωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στη διαφάνεια του εκλογικού συστήματος. Οι Ρεπουμπλικάνοι ήδη μιλούν για «θεσμικό πραξικόπημα» που υπονομεύει τη λαϊκή βούληση, ενώ οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν ότι η Καλιφόρνια απλώς αμύνεται απέναντι σε πρακτικές που αλλοιώνουν την αντιπροσώπευση σε άλλες πολιτείες.
Επιπτώσεις για το Κογκρέσο και τη διακυβέρνηση
Εφόσον οι Δημοκρατικοί ανακτήσουν την πλειοψηφία στη Βουλή, η κυβέρνηση Τραμπ θα βρεθεί αντιμέτωπη με σημαντικά εμπόδια στη νομοθέτηση. Προγράμματα όπως οι φορολογικές περικοπές, οι μεταρρυθμίσεις στη μετανάστευση και οι ενεργειακές πολιτικές ενδέχεται να μπλοκαριστούν ή να καθυστερήσουν σημαντικά. Από την άλλη πλευρά, μια δημοκρατική Βουλή θα μπορούσε να επιδιώξει περισσότερη εποπτεία και έρευνες σε κυβερνητικές πρακτικές, εντείνοντας την πολιτική αντιπαράθεση στην Ουάσιγκτον.
Πέρα από το άμεσο πολιτικό αποτέλεσμα, η Proposition 50 δημιουργεί και ένα νέο προηγούμενο: αποδεικνύει ότι ακόμη και πολιτείες με παράδοση θεσμικής ανεξαρτησίας είναι διατεθειμένες να επαναδιαπραγματευτούν τις ισορροπίες εξουσίας όταν οι εθνικές συνθήκες το επιβάλλουν. Η εξέλιξη αυτή πιθανότατα θα επηρεάσει και άλλες δημοκρατικές πολιτείες που σκέφτονται παρόμοιες κινήσεις.
Η Proposition 50 δεν είναι απλώς ένα τεχνικό μέτρο για τη χάραξη εκλογικών χαρτών. Είναι μια ένδειξη του πόσο βαθιά έχει εισχωρήσει η πολιτική πόλωση στο θεσμικό οικοδόμημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν και παρουσιάστηκε ως προσωρινή και προστατευτική ρύθμιση, η απόφαση να μεταφερθεί η εξουσία σχεδιασμού των περιφερειών από μια ανεξάρτητη επιτροπή στο νομοθετικό σώμα ανοίγει μια νέα σελίδα στον πόλεμο των χαρτών – έναν πόλεμο που ενδέχεται να καθορίσει το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας τα επόμενα χρόνια.

Ο Ζοχράν Μαμντάνι: Από ράπερ σε πολιτικό φαινόμενο
Ο Ζοχράν Μαμντάνι είναι τριπλοεκλεγμένος βουλευτής της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, ο οποίος μπήκε στην κούρσα για τη δημαρχία ως ένας από τους υποψηφίους που αρχικά θεωρούνταν αουτσάιντερ απέναντι στον Άντριου Κουόμο. Παρά τα προγνωστικά, η πορεία του αποτέλεσε μία από τις πιο εντυπωσιακές πολιτικές ανατροπές των τελευταίων ετών.
Γεννημένος στην Ουγκάντα και μεγαλωμένος στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής, ο Μαμντάνι μετακόμισε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία επτά ετών. Σπούδασε στο φημισμένο Bronx High School of Science και απέκτησε πτυχίο Bachelor of Arts από το Bowdoin College. Είναι γιος του Μαχμούντ Μαμντάνι, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, και της Μίρα Ναΐρ, Ινδής σκηνοθέτιδας γνωστής από τις ταινίες «Mississippi Masala» και «Monsoon Wedding».
Πριν ασχοληθεί με την πολιτική, εργάστηκε ως σύμβουλος στέγασης, ενώ είχε και μια σύντομη μουσική καριέρα ως ράπερ με το ψευδώνυμο “Mr. Cardamom”. Το μουσικό του παρελθόν χρησιμοποιήθηκε ειρωνικά από τους πολιτικούς του αντιπάλους σε προεκλογικές επιθέσεις, κυρίως με αφορμή το τραγούδι του «Nani», ένα ραπ αφιέρωμα στη γιαγιά του και στην κουλτούρα των Νοτιοασιατών της Νέας Υόρκης. Στο βίντεο κλιπ εμφανίζεται γυμνός από τη μέση και πάνω, φορώντας μόνο μια ποδιά, εικόνα που αναπαρήχθη ευρέως σε αρνητικές διαφημίσεις εναντίον του.
Σύμφωνα με τον συνεργάτη του Άντριου Έπσταϊν, η εμπειρία αυτή τελικά τον βοήθησε πολιτικά, καθώς του έδωσε αυτοπεποίθηση και άνεση μπροστά σε δημόσια έκθεση και πιθανό εξευτελισμό — στοιχεία πολύτιμα για έναν πολιτικό. «Ένας απίστευτος πλούτος για οποιονδήποτε θέλει να τρέξει για αξίωμα είναι το θάρρος να ξεπερνά την αμηχανία και να προσεγγίζει ανθρώπους χωρίς φόβο», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του για τη δημαρχία, ο Μαμντάνι ξεχώρισε για τη δυναμική του στα κοινωνικά δίκτυα. Δημιουργούσε συνεχώς βίντεο, μιλώντας με πολίτες –ακόμη και ψηφοφόρους του Τραμπ το 2024– για το αυξανόμενο κόστος ζωής. Η καμπάνια του χαρακτηρίστηκε πρωτοποριακή, καθώς επικοινώνησε το μήνυμά του σε πολλές γλώσσες, μεταξύ αυτών ουρντού, μπενγκάλι, ισπανικά και αραβικά.
Ένα από τα πιο δημοφιλή του βίντεο είχε τίτλο «halal-flation», στο οποίο επισκεπτόταν πωλητές street food στη Νέα Υόρκη για να εξηγήσει πώς το περίπλοκο σύστημα αδειών της πόλης συνέβαλε στην αύξηση των τιμών των φαγητών του δρόμου. Με μια μπουκιά ρύζι και κρέας στο στόμα, μιλούσε με πωλητές και περαστικούς στο κέντρο της πόλης για το αν προτιμούν να πληρώνουν 8 ή 10 δολάρια για ένα πιάτο halal. Η επιμονή του, ακόμη και μέσα στο κρύο, εντυπωσίασε τους συνεργάτες του.
Καθώς πλησίαζαν οι προκριματικές εκλογές, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι ο Μαμντάνι μείωνε τη διαφορά από τον Κουόμο. Οι παραδοσιακοί ισχυροί παράγοντες της πόλης –κυρίως ο επιχειρηματικός και ο κτηματομεσιτικός τομέας– συντάχθηκαν με τον Κουόμο, χρηματοδοτώντας υπέρογκα ποσά σε επιτροπές κατά του Μαμντάνι. Η επιχειρηματολογία τους ήταν πως η σοσιαλιστική του ταυτότητα θα οδηγούσε σε φυγή κεφαλαίων και πλούσιων κατοίκων από τη Νέα Υόρκη.
Η επίθεση αυτή, ωστόσο, έδωσε την ευκαιρία στον Μαμντάνι να παρουσιάσει την καμπάνια του ως σύγκρουση μεταξύ των απλών πολιτών και των δισεκατομμυριούχων, κάτι που ενίσχυσε το προφίλ του. Το αποτέλεσμα ήταν μια εντυπωσιακή νίκη στις προκριματικές, που αιφνιδίασε το πολιτικό κατεστημένο.
«Δεν πιστεύω ότι η διαχωριστική γραμμή είναι πλέον ανάμεσα σε προοδευτικούς και μετριοπαθείς, αλλά ανάμεσα σε αγωνιστές και ψεύτικους», δήλωσε ο δημοτικός ελεγκτής Μπραντ Λάντερ, ο οποίος αν και αντίπαλος, συνεργάστηκε μαζί του μέσω του συστήματος προτίμησης ψήφου. «Ο Ζοχράν απέδειξε ότι αξίζει να προτείνεις μεγάλες, τολμηρές ιδέες και να παλεύεις γι’ αυτές».
Μετά τον γάμο του, τον οποίο γιόρτασε με ταξίδι στην Ουγκάντα, ο Μαμντάνι επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, όπου η πόλη βίωνε τραγωδία: τον θάνατο ενός αστυνομικού, του Ντινταρούλ Ισλάμ, και τριών ακόμη ανθρώπων σε μαζική επίθεση στο Μανχάταν. Αμέσως ήρθε αντιμέτωπος με παλιές του δηλώσεις στα κοινωνικά δίκτυα, στις οποίες χαρακτήριζε την αστυνομία «ρατσιστική και διεφθαρμένη» και καλούσε σε αποχρηματοδότησή της.
Σε επόμενες δηλώσεις του ξεκαθάρισε ότι «δεν πρόκειται να αποχρηματοδοτήσει την αστυνομία», ενώ συναντήθηκε με την οικογένεια του Ισλάμ, επιχειρώντας να δείξει ενσυναίσθηση και αλλαγή στάσης. Υποσχέθηκε επίσης να διατηρήσει τη σημερινή αστυνομική διοικήτρια, Τζέσικα Τις, αποστασιοποιούμενος από τις πιο ακραίες θέσεις του παρελθόντος.
Παράλληλα, επιδίωξε να βελτιώσει τις σχέσεις του με την εβραϊκή κοινότητα της Νέας Υόρκης, η οποία είχε ενοχληθεί από τις έντονες κριτικές του προς την κυβέρνηση του Ισραήλ και τη στήριξή του στο κίνημα υπέρ του μποϊκοτάζ και της αποεπένδυσης από το Ισραήλ. Ο Μαμντάνι, γνωστός υπέρμαχος των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, προσπάθησε να διαχωρίσει τη στάση του απέναντι στην ισραηλινή κυβέρνηση από την εκτίμησή του για την εβραϊκή κοινότητα της Νέας Υόρκης.
Μέσα σε αυτό το κλίμα έντασης, πολλοί ψηφοφόροι ένιωσαν διχασμένοι. «Μισώ τις επιλογές μου», είπε η 33χρονη Σίντνεϊ Σβαρτς, προοδευτική Δημοκρατική που έχει ζήσει στο Ισραήλ, την ώρα που περίμενε στην ουρά για πρόωρη ψηφοφορία. Δεν αποκάλυψε ποιον τελικά επέλεξε, αλλά η φράση της αποτύπωσε το δίλημμα πολλών Νεοϋορκέζων ανάμεσα σε μια νέα ριζοσπαστική φωνή και την επιθυμία για σταθερότητα.

