Σε ένα σχέδιο που διαψεύδει όσες προσδοκίες είχαν μείνει για μια ικανοποιητική διευθέτηση του ελληνικού χρέους σε μακρύ χρονικό ορίζοντα, αλλά αποσκοπεί να απαλλάξει την ευρωζώνη από ελληνικές περιπέτειες ως και το 2022, καταλήγει η Γερμανία και θα επιδιώξει να το επιβάλει στη συνεδρίαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου.
Το σχέδιο της Γερμανίας είναι πλέον σαφές, μετά και τη συνάντηση Μέρκελ – Λαγκάρντ στο Βερολίνο, ότι δεν ικανοποιεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και δεν θα οδηγήσει σε ενεργοποίηση του προγράμματός του για την Ελλάδα, ούτε και σε θετική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, στο πλαίσιο της διαβούλευσης του άρθρου 4, με τη δημοσιοποίηση της σχετικής έκθεσης του Ταμείου, το αμέσως επόμενο διάστημα.
Δεν είναι τυχαίο, ασφαλώς, ότι η Κριστίν Λαγκάρντ, μετά τη συνάντηση με τη Γερμανίδα καγκελάριο απέφυγε οποιαδήποτε αναφορά στο ενδεχόμενο να ενεργοποιηθεί το χρηματοδοτικό πρόγραμμα του Ταμείου και μίλησε για άλλους τρόπους διατήρησης της εμπλοκής του στην Ελλάδα.
«Το ΔΝΤ», τόνισε η διευθύντρια του Ταμείου, «μπορεί ασφαλώς να εμπλακεί και να εμπλακεί με διάφορους τρόπους, με διάφορα εργαλεία. Θα κάνουμε χρήση όλων των εργαλείων, θα δούμε και όλες τις επιλογές, αλλά σε κάθε περίπτωση θα εμπλακούμε στην Ελλάδα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Θα υπάρξει μια ας πούμε “αποκάλυψη”, η οποία θα γίνει πολύ πιο σαφής στις 21 Ιουνίου. Τότε θα υπάρξει μια συνάντηση του Eurogroup και τότε θα γίνει σε όλους σαφές το τι εννοώ».
Το Ταμείο ασφαλώς και δεν μπορεί να συμβιβασθεί με τις προτάσεις της Γερμανίας, που κινούνται πολύ μακριά από τις απαιτήσεις του, σύμφωνα με όσα έχουν «διαρρεύσει» ως τώρα στο γερμανικό Τύπο:
n Η Γερμανία προκρίνει μια πολύ «φτωχή» λύση επιμήκυνσης των δανείων του δεύτερου μνημονίου. Ενώ το Ταμείο ζητούσε επιμήκυνση της περιόδου χάριτος για 15 χρόνια, ώστε να αρχίσει να πληρώνει η Ελλάδα τους τόκους από το 2038 και μετά, η Γερμανία περιορίζει την επιμήκυνση στα πέντε χρόνια, κάτι που σημαίνει ότι οι μεγάλες επιβαρύνσεις από τους τόκους θα αρχίσουν να εμφανίζονται από το 2028.
n Σε αντιστάθμισμα για αυτή τη φτωχή επιμήκυνση, οι Γερμανοί προτείνουν να φύγει η Ελλάδα από το πρόγραμμα με ένα πλούσιο μαξιλάρι κεφαλαίων από τους αδιάθετους πόρους του τρίτου μνημονίου, το οποίο θα φθάνει τα 30 δισ. ευρώ και θα είναι αρκετό για να πληρώνονται τα χρεολύσια ως και το 2022, δηλαδή για όλη την περίοδο που η Ελλάδα θα είναι υποχρεωμένη να εμφανίσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% του ΑΕΠ), τα οποία θα καλύπτουν πλήρως τις πληρωμές τόκων. Με αυτό το σενάριο, ακόμη και αν η Ελλάδα αντιμετωπίσει πολύ σοβαρά προβλήματα στην άντληση κεφαλαίων από τις αγορές για αρκετά χρόνια, το χρέος θα εξυπηρετείται χωρίς προβλήματα, ενώ και για την περίοδο 2023-2028 η επιμήκυνση των δανείων του δεύτερου μνημονίου θα κρατήσει χαμηλά τις πληρωμές τόκων, περιορίζοντας τους κινδύνους νέων ελληνικών περιπετειών, που θα απασχολούσαν με αρνητικό τρόπο την ευρωζώνη.
n Το γερμανικό σχέδιο αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι το ελληνικό πρόβλημα μετατίθεται στο απώτερο μέλλον, με το μικρότερο δυνατό κόστος για τους Ευρωπαίους πιστωτές, όπως εκτιμούν αναλυτές. Το γαλλικό σχέδιο για σύνδεση των πληρωμών για το χρέος με την ανάπτυξη φαίνεται ότι καταλήγει στο… ράφι, αφού το Βερολίνο απαιτεί οι ελαφρύνσεις να μην είναι αυτόματες, αλλά να αξιολογείται η οικονομική πολιτική της Ελλάδας και να έχει τον τελευταίο λόγο το γερμανικό Κοινοβούλιο.
Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται ότι θα κάνει προσπάθεια να παρουσιάσει τη λύση αυτή ως ικανοποιητική. Ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, δήλωσε χθες στη Βουλή ότι θα έχουμε μια καλή λύση για το χρέος στις 21 Ιουνίου.
Όμως, η γερμανική λύση είναι κατώτερη και από τις ελάχιστες απαιτήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που έχει καταλήξει, σύμφωνα με τη δική της ανάλυση, ότι χρειάζεται μια επιμήκυνση τουλάχιστον κατά οκτώ χρόνια στην περίοδο χάριτος και τη λήξη των δανείων του δεύτερου μνημονίου, για να μπορέσει η Ελλάδα, μετά το 2022, να χαλαρώσει τη δημοσιονομική της πολιτική, ώστε να υποστηριχθεί η οικονομική ανάπτυξη.
Η συμφωνία που έχει επιτευχθεί ως τώρα για τη λεγόμενη «δημοσιονομική διαδρομή» (fiscal trajectory), προβλέπει ότι και μετά το 2022, όταν θα περάσει η αρχική περίοδος των πολύ υψηλών πλεονασμάτων, το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να διατηρηθεί ως το 2060 τουλάχιστον σε 2% του ΑΕΠ.
Πάντως, πέρα από αυτούς τους υπολογισμούς, σημασία έχει πώς θα αξιολογήσει τη συμφωνία η αγορά ομολόγων. Αν οι επενδυτές κρίνουν ότι αυτή η λύση προσφέρει αρκετή ασφάλεια για τοποθετήσεις σε ελληνικά ομόλογα, η οικονομία θα μπει σε έναν ενάρετο κύκλο μείωσης του κόστους χρηματοδότησης, όπως εκτιμούν αναλυτές.