Ως μια ιδέα που περιέκλειε τις αρχές της δίκαιης, ευρέως διαδεδομένης ανάπτυξης και της αξιοκρατίας, το Αμερικανικό Όνειρο οδήγησε τις ΗΠΑ στο να γίνουν η πρώτη οικονομία παγκοσμίως. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως, το όνειρο έπαψε να είναι πραγματικότητα, ενώ ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι δεν κατάφεραν να το ακολουθήσουν – και μάλιστα κατά πάσα πιθανότητα οριστικά.
Είναι καιρός να παραδεχτούμε ότι το Αμερικανικό Όνειρο έχει πεθάνει. Οι υποκείμενες συνθήκες – ισχυρή, σταθερή οικονομική ανάπτυξη και μεριτοκρατία που εμποδίζουν τους πλούσιους να ελέγχουν το σύστημα – δεν ισχύουν πλέον.
Παρ’ όλα αυτά, ένα καινούριο Αμερικανικό Όνειρο είναι ακόμη εφικτό και εναπόκειται σε εκείνους που τώρα υποστηρίζουν ότι ο Λευκός Οίκος θα φτιάξει ένα σχέδιο για να το κάνει πραγματικότητα. Για αρχή, οι ηγέτες της Αμερικής θα πρέπει να εξηγήσουν με σαφήνεια το πρόβλημα. Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ ανακήρυξε το «κυνήγι της ευτυχίας» ως βασικό χαρακτηριστικό της αμερικανικής ζωής. Από το 1776, κάθε γενιά επιδίωκε ανοδική κοινωνική κινητικότητα και για μεγάλο χρονικό διάστημα πολλοί – αν και όχι όλοι – κατάφεραν να αποκτήσουν μια άνετη ζωή. Για πάνω από έναν αιώνα μετά τον εμφύλιο πόλεμο, επιτεύγματα στον τομέα της ενέργειας, της ιατρικής, τις τηλεπικοινωνίες και τις μεταφορές αναδιαμόρφωσαν την Αμερική (και ολόκληρο τον κόσμο). Η οικονομική παραγωγικότητα αυξήθηκε ραγδαία, όπως και ο μέσος όρος ζωής. Και στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου, η ανερχόμενη οικονομία πραγματικά ωφέλησε τους περισσότερους ανθρώπους. Οι πολιτικοί και από τα δύο κόμματα αγκάλιασαν την εθνική πεποίθηση ότι ο καθένας θα μπορούσε να προχωρήσει μπροστά με σκληρή δουλειά και σταδιακά, έστω κι εν μέρει, την έκαναν προσιτή στους μετανάστες, τους μη λευκούς, τις γυναίκες, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και άλλους που ιστορικά είχαν αποκλειστεί από την απόκτηση του αμερικανικού τρόπου ζωής. Όμως, όταν η οικονομική ανάπτυξη άρχισε να επιβραδύνεται κατά τη δεκαετία του ‘70, οι ψηφοφόροι απογοητεύτηκαν, ενώ η πετρελαϊκή κρίση, το σκάνδαλο Watergate και το άσχημο τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ συνέθεσαν την αίσθηση του κοινού γι’ αυτό που ο πρόεδρος Jimmy Carter ονόμασε «αρρωστημένη εθνική κατάσταση» της Αμερικής. Ήταν ενάντια σε αυτό το θλιβερό σκηνικό που ο Ronald Reagan είχε στη διαφημιστική εκστρατεία του το 1984 με μότο «Πρωί στην Αμερική». Με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να δηλώνει πρόθυμη να κάνει ό, τι ήταν απαραίτητο για τον περιορισμό του πληθωρισμού, οι φόροι μειώθηκαν και η Αμερική άλλαξε ριζικά από χώρα αποταμίευσης χρημάτων σε χώρα δανειοληπτών. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, η χρηματοοικονομική μόχλευση οδήγησε στην ανάπτυξη, αλλά το Αμερικανικό Όνειρο ζούσε με χρόνο δανεικό. Οι Αμερικανοί χρεώνονταν προκειμένου να αγοράσουν ξένα προϊόντα και οι παραγωγοί αυτών των προϊόντων αγόραζαν το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ διατηρώντας έτσι τα επιτόκια χαμηλά. Παρ’ όλο που οι Αμερικανοί ένιωθαν ότι ευημερούσαν, η πραγματική οικονομία αυξανόταν μόνο στο μισό του προηγούμενου επιτοκίου και ο μέσος μισθός παρέμενε σταθερός. Εν τω μεταξύ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα προσπαθούσε να σβήσει περιοδικές φωτιές στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Παρ’ όλα αυτά, άθελά της έκανε το πρόβλημα της αυξανόμενης ανισότητας ακόμα χειρότερο. Μέχρι το 2007, οι πολιτικές της είχαν επεκτείνει τεχνητά τις χρηματοπιστωτικές αγορές – όπου τα περιουσιακά στοιχεία κατέχονται σε μεγάλο βαθμό από τους πλούσιους – στο τριπλάσιο της πραγματικής οικονομίας.
Το Αμερικανικό Όνειρο λειτουργεί μόνο όταν η ανάπτυξη είναι ευρέως διαδεδομένη και τα δομικά εμπόδια στην πρόοδο λιγοστά. Ωστόσο, τίποτα από τα δύο δεν ισχύει σήμερα. Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης του 4% δεν πρόκειται να επιστρέψουν – τουλάχιστον όχι σύντομα. Η αύξηση κατά 2% είναι η μεγαλύτερη αναμενόμενη. Επιπλέον, οι καινοτομίες που στο παρελθόν οδήγησαν στην ανάπτυξη της απασχόλησης στον τομέα της παραγωγής και της ανοδικής κινητικότητας αντικαταστάθηκαν από τις ψηφιακές τεχνολογίες. Με όλη τους την άνεση, οι χρήστες των εταιρειών Amazon και Uber της ψηφιακής οικονομίας καταστρέφουν τις θέσεις εργασίας και ρίχνουν τους μισθούς. Ακόμα χειρότερα, ο φορολογικός κώδικας των ΗΠΑ γίνεται όλο και περισσότερο υπέρ του κεφαλαίου παρά του εργατικού δυναμικού, γεγονός που εξηγεί γιατί το μερίδιο του εργατικού δυναμικού στο εθνικό εισόδημα μειώνεται. Γενικά, το χρέος για τους νέους είναι υπερβολικό, η σύνταξη για τη γενιά μετά το 1945 πολύ μικρή και υπάρχει έλλειψη ευελιξίας και ασφάλειας για τους πρόσφυγες και τους ανέργους. Η προσπάθεια για πρόοδο μοιάζει με το μαρτύριο του Σισύφου. Ευτυχώς, η ιστορία μπορεί να γίνει και καλύτερη. Γνωρίζουμε ήδη τι πρέπει να κάνουμε για να συμβάλουμε στην εξισορρόπηση των όρων του παιχνιδιού και να αποκαταστήσουμε την ελλειμματική-ουδέτερη αναπτυξιακή πορεία και τον δυναμισμό. Αρχικά, πρέπει να μειώσουμε τα χρέη των φοιτητών με αντάλλαγμα τις εθνικές υπηρεσίες σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η παροχή πρώτων βοηθειών και η ιατρική περίθαλψη των αγροτών. Όχι μόνο έτσι είναι το σωστό, αλλά κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε μια νέα γενιά δημόσιων υπαλλήλων σε κοινωνικά σημαντικούς τομείς, οι οποίοι σήμερα αντιμετωπίζουν πρόβλημα έλλειψης εργατικού δυναμικού. Δεύτερον, πρέπει να εξαλείψουμε τις φορολογικές ελαφρύνσεις – δηλαδή, τα αυξανόμενα «παραθυράκια» που αφορούν τους φόρους ακίνητης περιουσίας και το μεταφερόμενο επιτόκιο – τα οποία διευρύνουν και εδραιώνουν το χάσμα του πλούτου. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαμε να ελευθερώσουμε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε νέα φορολογικά έσοδα. Τρίτον, τα νέα φορολογικά έσοδα θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τρεις βασικούς σκοπούς: πρώτον, η Αμερική πρέπει να παρέχει δωρεάν Κοινοτικό κολλέγιο για να επανεκπαιδεύσει τους εργαζομένους της, πολλοί από τους οποίους έχουν – ή τελικά θα – αντικατασταθεί από τον αυτοματισμό και άλλα είδη καινούριων τεχνολογιών. Δεύτερον, χρειαζόμαστε ένα εθνικό πρόγραμμα υποδομών – μια σύγχρονη εκδοχή της Διεύθυνσης Προόδου Έργων του Προέδρου Franklin D. Roosevelt – το οποίο θα μπορούσε να απασχολήσει πολλούς από εκείνους που έχασαν θέσεις εργασίας στον τομέα της παραγωγής. Και τρίτον, είναι καιρός να δημιουργηθεί ένα εθνικό ταμείο για τα φοιτητικά δάνεια, τα οποία θα πρέπει να επιστραφούν με ένα προκαθορισμένο ποσό από τα μετέπειτα εισοδήματα του σπουδαστή και σε συγκεκριμένο αριθμό ετών. Οι σπουδαστές που μελλοντικά θα έχουν χαμηλά εισοδήματα θα πληρώσουν λιγότερα από το ποσό που δανείστηκαν, αυτό όμως θα αντισταθμιστεί από όσους έχουν υψηλότερα εισοδήματα.
Τέταρτον, ο ομοσπονδιακός ελάχιστος μισθός θα πρέπει όχι μόνο να αυξηθεί, αλλά και να προσαρμοστεί στον ρυθμό του πληθωρισμού. Αυτό θα βοηθήσει τους ανθρώπους να συμβαδίσουν με το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης και, όπως έδειξε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα του Σικάγο, να αυξήσουν τη συνολική οικονομική δραστηριότητα. Πέμπτον, πρέπει να καταστήσουμε την πρόσβαση στη βασική φροντίδα των παιδιών καθολικό αγαθό, αλλιώς η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό θα συνεχίσει να υπολείπεται των δυνατοτήτων της. Τέλος, πρέπει να δώσουμε σε όλους τη δυνατότητα να έχουν τα ίδια οφέλη συνταξιοδότησης όπως και οι πλούσιοι. Πιο συγκεκριμένα, μέσω της επέκτασης του σχεδίου Thrift Savings Plan το οποίο λειτουργεί μεν σαν σχέδιο 401k, παρέχει όμως κρίσιμα φορολογικά οφέλη που οι περισσότεροι εργαζόμενοι σήμερα στερούνται. Ο αυτοκρατορίες ανεβαίνουν και καταρρέουν – μερικές φορές όμως ανεβαίνουν ξανά. Η σημερινή πορεία της Αμερικής δεν προοιωνίζει κάτι θετικό. Αν όμως ενεργήσουμε τώρα, μπορούμε ακόμα να φτιάξουμε ένα καινούριο Αμερικανικό Όνειρο για τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Διόρθωση (16 Αυγούστου 2019): Αυτό το σχόλιο αποδόθηκε προηγουμένως στο σύνθημα του Ronald Reagan «Πρωί στην Αμερική» για την προεκλογική του εκστρατεία το 1980. Στην πραγματικότητα, το διαφημιστικό «Πρωί στην Αμερική» εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην εκστρατεία επανεκλογής του το 1984.
Alexander Friedman
Ο Alexander Friedman είναι επενδυτής, πρώην Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας GAM Investments, Διευθύνων Σύμβουλος Επενδύσεων της εταιρείας UBS, Οικονομικός Διευθυντής του Ιδρύματος Bill & Melinda Gates και Συνεργάτης του Λευκού Οίκου.