Είναι γνωστό πλέον, πως η χρηματιστηριακή ευφορία οφείλεται κυρίως στην στήριξη που παρείχαν οι κεντρικές τράπεζες από την κρίση του 2008 και μετά μέσω των ποσοτικών χαλαρώσεων. Επομένως όσο οι κεντρικές τράπεζες δείχνουν πρόθυμες να αντιμετωπίσουν μια νέα κρίση με τα ίδια ακριβώς «όπλα», οι επενδυτές συνεχίζουν να επαναπαύονται. Στο συμπόσιο της FED στις 23 του μήνα στο Jackson Hole του Wyoming πιθανών να αποσαφηνιστούν ακόμη περισσότερο οι προθέσεις τόσο της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ αλλά και των υπολοίπων κεντρικών τραπεζών για τις επόμενες κινήσεις τους. Όπως μπορούμε να διακρίνουμε στο παρακάτω γράφημα, οι κεντρικές τράπεζες κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την κρίση χρέους με την έκδοση νέου χρέους, αφού οι ισολογισμοί τους από τα $10 δισ. περίπου που ήταν το 2008 έφθασαν στο τέλος Μαρτίου του τρέχοντος έτους κοντά στα $25 δισ., δηλαδή υπερδιπλασιάστηκαν!
-PIMCO
Η αύξηση επιτοκίων από την FED το προηγούμενο χρονικό διάστημα δείχνουν να αναστέλλουν παρόμοιες κινήσεις και στο άμεσο μέλλον, καθώς ο προβληματισμός που επικρατεί στα μέλη της σχετικά με την αναιμική αύξηση του πληθωρισμού δεν επιτρέπουν μία περαιτέρω αύξηση αυτών. Σε όλες σχεδόν τις ομιλίες της κ. Yellen διακρίναμε ότι η ομοσπονδιακή τράπεζα εστιάζεται κυρίως στο θέμα των συνθηκών της εργασίας και κυρίως σε αυτό του πληθωρισμού, όπου μετά από τρεις ποσοτικές χαλαρώσεις δεν έχει καταφέρει ακόμη να σταθεροποιηθεί πάνω από το 2% που είναι και ο στόχος για τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου.
Κι εδώ είναι που δημιουργείται το ερώτημα: πρέπει να ανησυχούμε περισσότερο για τις μετοχές ή για μια νέα ύφεση; Με τις αυξήσεις των αμερικανικών επιτοκίων η απόδοση του αμερικανικού treasury βρέθηκε πάνω από το 2% (2,21% για την ακρίβεια), αυξάνοντας παράλληλα και τις αποδόσεις για τα χαμηλότερης διαβάθμισης ομόλογα. Η πρόθεση της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ να προχωρήσει σε απομόχλευση του ισολογισμού της από τον επόμενο μήνα, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα σχετικά με την αγορά ομολόγων αλλά και των μετοχών.
Το κρίσιμο σημείο έγκειται στο γεγονός στο εάν η προσφορά που θα δημιουργηθεί καταφέρει να εξισορροπηθεί με την υφιστάμενη ζήτηση, ώστε να αφήσει ουσιαστικά αδιάφορη την καμπύλη του αμερικανικού δεκαετούς, τότε πιθανών να μην δούμε σημαντική μετακίνηση κεφαλαίων από τις μετοχικές αξίες στην αγορά ομολόγων. Στην αντίθετη περίπτωση όμως, δηλαδή η προσφορά τίτλων να υπερβεί κατά πολύ την ζήτηση, τότε οι αποδόσεις θα αρχίσουν να γίνονται ελκυστικές για τους επενδυτές μεταφέροντας κεφάλαια από την αγορά μετοχών σε αυτή των ομολόγων.
Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας ο οποίος θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν, είναι αυτός της χαμηλής μεταβλητότητας. Από την Ανατολή μέχρι την Δύση οι δείκτες μεταβλητότητας συνεχίζουν να παραμένουν σε χαμηλά ετών, δημιουργώντας σημαντικούς προβληματισμούς στους επενδυτές.
Τέλος όσο αφορά το παγκόσμιο εμπόριο, παρά το γεγονός ότι οι εξαγωγές και οι εισαγωγές έχουν καταγράψει μικρή υποχώρηση για το σύνολο του 2016 (αξία εξαγωγών $15,955 τρισ., αξία εισαγωγών $16,225 τρισ., πηγή WTO), δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα κάποια ιδιαίτερη ανησυχία σχετικά με τον προστατευτισμό που θέλει να επιβάλλει ο Αμερικανός πρόεδρος, με τον δείκτη ξηρού φορτίου Baltic Dry να συνεχίζει να διατηρείται σε υψηλά δύο ετών, στις 1.249 μονάδες, αποδεικνύοντας την διατήρηση της ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου.
Φυσικά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και την περίπτωση του helicopter money, η οποία αποτελεί μια εξέλιξη της κοπής χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες με σκοπό την τόνωση της ζήτησης, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση μιλάμε για παροδικά μέτρα χωρίς ουσιαστική λύση του προβλήματος.
Όπως μπορεί να εξαχθεί από τα παραπάνω, οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην παγκόσμια οικονομία, αφού δεν κατάφεραν ή δεν ήθελαν να δώσουν μια οριστική λύση στο θέμα του χρέους, με το πρόβλημα να δείχνει να επιστρέφει έπειτα από μια δεκαετία περίπου. Εξάλλου έως τις 30 Σεπτεμβρίου το κογκρέσο θα πρέπει να εγκρίνει τις δαπάνες του Προέδρου Trump προκειμένου η αμερικανική οικονομία να αποφύγει για πολλοστή φορά το shut down. Το τι μέλλει γενέσθαι στα διεθνή χρηματιστήρια, εξαρτάται για ακόμη μία φορά από τις κεντρικές τράπεζες.
Θεόδωρος Σεμερτζίδης
Χρημ/κος Αναλυτής