Σε αύξηση των τιμών-στόχων για τις μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς, της Eurobank και της Εθνικής Τράπεζας προχωρά η Alpha Finance, σε έκθεσή της, ως απόρροια των βελτιωμένων προβλέψεων για την εξέλιξη της κερδοφορίας τους το τρέχον έτος.
Ειδικότερα, η χρηματιστηριακή ανεβάζει τον πήχη για τις τιμές-στόχους των τριών συστημικών τραπεζών κατά 32%, κατά μέσο όρο, δίνοντας παράλληλα σύσταση “αγορά”.
Πιο συγκεκριμένα, για την Τράπεζα Πειραιώς δίνει τιμή-στόχο τα 3,92 ευρώ από 2,75 ευρώ προηγουμένως, που υποδηλώνει περιθώριο ανόδου της τάξης του 43% από την τρέχουσα τιμή του τίτλου στο ταμπλό. Η χρηματιστηριακή σημειώνει ότι η Πειραιώς είναι μία από τις δύο προτιμητέες επιλογές της, λόγω της σχέσης αποτίμηση/προφίλ κερδοφορίας.
Για τη Eurobank, η νέα τιμή-στόχος τίθεται στα 2 ευρώ από 1,53 ευρώ προηγουμένως, με το περιθώριο ανόδου από την τρέχουσα τιμή του τίτλου να διαμορφώνεται στο 37%. Η Eurobank να αποτελεί την έτερη προτίμησή της μεταξύ των τριών τραπεζών λόγω των πρωτοβουλιών επέκτασής της.
Τέλος, για την Εθνική Τράπεζα η χρηματιστηριακή δίνει νέα τιμή-στόχο τα 7,10 ευρώ από 5,41 ευρώ προηγουμένως, που υποδηλώνει περιθώριο ανόδου από τα τρέχοντα επίπεδα της τάξης του 31%. Για την ΕΤΕ, η Alpha Finance σημειώνει ότι εξακολουθεί να αναμένει πως η τράπεζα θα σημειώσει σημαντικά ανοδική πορεία αν και κάπως ηπιότερη σε σχέσει με τις άλλες δύο συστημικές τράπεζες.
Και για τις τρεις μετοχές, η Alpha Finance δίνει σύσταση “αγορά”, επισημαίνοντας ότι οδεύουν προς μια χρονιά ορόσημο όσον αφορά την κερδοφορία, χάρη σε έναν συνδυασμό υποστηρικτικών παραγόντων που περιλαμβάνουν τα υψηλότερα επιτόκια, την ευνοϊκή δομή της αγοράς και το θετικό μακροοικονομικό περιβάλλον.
Σημειώνει ότι είναι πιο αισιόδοξη από τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις για την κερδοφορία των τραπεζών το διάστημα 2024-2025, προσθέτοντας ότι αναμένει καθαρά έσοδα αυξημένα κατά 39%.
Η χρηματιστηριακή σημειώνει ότι οι αναφερόμενες τάσεις επιβεβαιώνουν πλήρως την άποψή της ότι οι εγχώριες τράπεζες είναι σε πολύ καλή θέση για να επωφεληθούν από τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς, με τους πραγματικούς αριθμούς να υπερβαίνουν μέχρι στιγμής κάθε προσδοκία.
Συγκεκριμένα, εκτιμά ότι η κερδοφορία τους είναι πιθανό να βελτιωθεί περαιτέρω και να παραμείνει υψηλή για πολλά ακόμη τρίμηνα, ως αποτέλεσμα της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για “υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα” επιτόκια, προκειμένου να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός, σε συνδυασμό με την ευνοϊκή δομή της αγοράς του εγχώριου συστήματος.
Η ρευστότητα, η δομή της καταθετικής βάσης και η έλλειψη σκληρού ανταγωνισμού εκτιμά ότι θα διατηρήσουν το κόστος χρηματοδότησης σε χαμηλά επίπεδα και τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια αρκετά αυξημένα το 2024, παρά τη χαμηλότερη πιστωτική επέκταση.
Όσον αφορά τη διαδικασία αποεπένδυσης του Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που ξεκίνησε από τη Eurobank, θεωρεί ότι αποτελεί σημαντικό θετικό καταλύτη για τις τράπεζες μεσοπρόθεσμα, καθώς αναμένεται να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ευελιξία, στρατηγικά και λειτουργικά. Βραχυπρόθεσμα σημειώνει ότι η διαδικασία αποεπένδυσης θα μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη για την απόδοση των τραπεζών, αν και η ζήτηση φαίνεται αρκετά ισχυρή.