Η απουσία της έννοιας του κέρδους ως κατευθυντήριας δύναμης της καθημερινής ζωής ‐ στην πραγματικότητα η απόλυτη ανυποληψία που της απέδιδε η Εκκλησία‐ συνιστούσε την τεράστια διαφορά μεταξύ της κοινωνίας του δέκατου έως δέκατου έκτου αιώνα και της κοινωνίας που άρχιζε να μοιάζει με τη δική μας, ένα με δύο αιώνες πριν απ’ τον Adam Smith. Αλλά, υπήρχε και μια ουσιωδέστερη διαφορά. Η έννοια του «κερδίζω τα προς το ζην» δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Οικονομική και κοινωνική ζωή ήταν ένα και το αυτό.
Η εργασία δεν αποτελούσε ακόμα το μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού ‐ του σκοπού της απόκτησης χρημάτων και των πραγμάτων που αγοράζουν. Η εργασία ήταν αυτοσκοπός, ο οποίος φυσικά περιλάμβανε χρήματα και εμπορεύματα, αλλά ήταν κάτι που έκανε κανείς ως μέρος της παράδοσης, του φυσιολογικού τρόπου ζωής. Κοντολογίς, η μεγάλη κοινωνική ανακάλυψη της «αγοράς» δεν είχε γίνει ακόμα.
Αγορές υπάρχουν από αρχαιοτάτων χρόνων. Οι πλάκες της Τελ ελ‐Αμάρνα μαρτυρούν την ύπαρξη έντονων εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των Φαραώ και των βασιλιάδων της Ανατολικής Μεσογείου το 1400 π.Χ.: χρυσός και πολεμικά άρματα ανταλλάσσονταν με σκλάβους και άλογα. Αλλά, ενώ η έννοια της ανταλλαγής είναι, ασφαλώς, τόσο παλιά όσο κι ο άνθρωπος, όπως και με την έννοια του κέρδους, δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να συμπεράνουμε ότι ολόκληρος ο κόσμος έχει τις συναλλακτικές τάσεις που έχει σήμερα ακόμα κι ένα σχολιαρόπαιδο των δυτικών χωρών.
Για να δώσουμε ένα γλαφυρό παράδειγμα, αναφέρεται ότι μεταξύ των ιθαγενών Μαορί17 της Νέας Ζηλανδίας δεν μπορείς να ρωτήσεις πόσα τρόφιμα κοστίζει ένα αγκίστρι, γιατί ανταλλαγή αυτού του είδους δεν γίνεται ποτέ, οπότε αυτή η ερώτηση φαίνεται γελοία. Αντίθετα, όμως, σε κάποιες απ’ τις κοινότητες της Αφρικής είναι απόλυτα θεμιτό να ρωτήσεις πόσα βόδια απαιτούνται για μια γυναίκα ‐ το είδος της ανταλλαγής που εμείς αντιμετωπίζουμε όπως οι Μαορί την ανταλλαγή τροφίμων με αγκίστρια (μολονότι, εκεί όπου εξακολουθεί να υφίσταται ο θεσμός της προίκας, η απόσταση ανάμεσα σ’ εμάς κι αυτούς τους Αφρικανούς μειώνεται).
Αλλά οι αγορές, είτε πρόκειται για ανταλλαγές μεταξύ πρωτόγονων φυλών, όπου τα αντικείμενα στοιβάζονται καταγής είτε πρόκειται για τα συναρπαστικά περιοδεύοντα παζάρια του Μεσαίωνα, δεν είναι το ίδιο με το σύστημα της αγοράς. Γιατί το σύστημα της αγοράς δεν είναι απλώς ένα μέσο ανταλλαγής αγαθών. Είναι ένας μηχανισμός για τη συντήρηση και διατήρηση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Κι αυτός ο μηχανισμός δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρος στο μυαλό των ανθρώπων του Μεσαίωνα. Όπως έχουμε ήδη δει, το κέρδος σε ευρύτερη κλίμακα ήταν μια εξαιρετικά βλάσφημη ιδέα. Η γενικότερη αντίληψη ότι η γενικευμένη πάλη για το κέρδος θα μπορούσε κανονικά να αποτελέσει το συνεκτικό δεσμό για μια κοινότητα, θα θεωρούνταν παράνοια.
Υπήρχε λόγος γι’ αυτή την άρνηση. Ο Μεσαίωνας, η Αναγέννηση, η Μεταρρύθμιση ‐στην ουσία, ολόκληρος ο κόσμος μέχρι το δέκατο έκτο ή δέκατο έβδομο αιώνα‐ δεν μπορούσαν να οραματιστούν το σύστημα της αγοράς για έναν πολύ σοβαρό λόγο: η Γη, η Εργασία και το Κεφάλαιο ‐οι βασικοί συντελεστές της παραγωγής τους οποίους κατανέμει το σύστημα της αγοράς‐ δεν υπήρχαν ακόμα. Βέβαια, η γη, η εργασία και το κεφάλαιο, με την έννοια του χώματος, των ανθρώπινων πλασμάτων και των εργαλείων, συνυπάρχουν με την ίδια την κοινωνία. Αλλά ο ανθρώπινος νους άργησε να συλλάβει την αφηρημένη έννοια της γης ή της εργασίας όπως ακριβώς άργησε να συλλάβει την αφηρημένη έννοια της ενέργειας ή της ύλης. Η γη, η εργασία και το κεφάλαιο ως «συντελεστές» της παραγωγής, ως απρόσωπες οικονομικές οντότητες, είναι τόσο σύγχρονες επινοήσεις όσο και ο μαθηματικός λογισμός. Για την ακρίβεια, δεν είναι πολύ παλιότερες.
Πάρτε, για παράδειγμα, τη γη. Μέχρι πολύ πρόσφατα, δηλαδή μέχρι το δέκατο τέταρτο ή το δέκατο πέμπτο αιώνα, δεν υπήρχε σχηματοποιημένη η έννοια της γης ως ιδιόκτητου αγαθού που μπορεί να πουλιέται ελεύθερα ή να αποφέρει πρόσοδο. Φυσικά, υπήρχαν εκτάσεις ‐τσιφλίκια, αρχοντικά και πριγκιπάτα‐ αλλά όλα αυτά, καταφανώς, δεν είχαν τη μορφή ακινήτων προς αγορά και πώληση ανάλογα με τις επιταγές της στιγμής. Αυτές οι εκτάσεις αποτελούσαν τον πυρήνα της κοινωνικής ζωής, τη βάση για κοινωνικό κύρος και γόητρο, και το θεμέλιο της στρατιωτικής, δικαστικής και διοικητικής οργάνωσης της κοινωνίας. Παρ’ όλο που η γη μπορούσε να πουληθεί κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις (με πολλούς περιοριστικούς όρους), συνήθως δεν προσφερόταν για πώληση.
Ένας αξιοπρεπής ευγενής του Μεσαίωνα δεν θα διανοούνταν να πουλήσει τη γη του κατά τον ίδιο τρόπο που ο κυβερνήτης της πολιτείας του Connecticut δεν θα σκεφτόταν να πουλήσει κάποιες επαρχίες στον κυβερνήτη του Rhode Island. Το ίδιο ίσχυε και για την αγοραπωλησία της εργασίας. Όταν μιλάμε σήμερα για την αγορά εργασίας, εννοούμε το τεράστιο δίκτυο αναζήτησης εργασίας στο οποίο οι εργαζόμενοι πωλούν τις υπηρεσίες τους στον πλειοδότη. Στον προκαπιταλιστικό κόσμο απλούστατα δεν υπήρχε τέτοιου είδους δίκτυο. Υπήρχε ένα συνονθύλευμα από δουλοπάροικους, μαθητευόμενους και τεχνίτες που εργάζονταν, αλλά το μεγαλύτερο μέρος αυτής της εργασίας δεν έβγαινε ποτέ στην αγορά για να πωληθεί ή να αγοραστεί. Στην επαρχία ο χωρικός ζούσε πάντα προσαρτημένος στο τσιφλίκι του αφεντικού του.
Έψηνε στο φούρνο του αφέντη, άλεθε στο μύλο του αφέντη, όργωνε τα χωράφια του αφέντη και υπηρετούσε τον αφέντη του στον πόλεμο. Σπάνια όμως πληρωνόταν για τις υπηρεσίες του: αυτά ήταν τα καθήκοντά του ως δουλοπάροικου, και δεν αποτελούσαν την «εργασία» ενός ελεύθερα διαπραγματευόμενου συντελεστή. Στις πόλεις ο μαθητευόμενος εργάτης έμπαινε στη δούλεψη κάποιου μάστορα. Η χρονική διάρκεια της μαθητείας του, ο αριθμός των συναδέλφων του, το ύψος της αμοιβής του, το ωράριό του, ακόμα και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε, καθορίζονταν όλα από κάποια συντεχνία. Θέμα διαπραγμάτευσης δεν έμπαινε μεταξύ του μάστορα και του παραγιού, εκτός από σποραδικές απεργίες που γίνονταν όταν οι συνθήκες καταντούσαν απαράδεκτες. Αυτό βέβαια δεν ήταν αγορά εργασίας. Ή πάρτε το κεφάλαιο. Και βέβαια υπήρχε το κεφάλαιο στον προκαπιταλιστικό κόσμο με τη μορφή του ιδιωτικού πλούτου. Όμως, παρά την ύπαρξη των οικονομικών πόρων, έλειπε παντελώς το κίνητρο να τους χρησιμοποιήσουν με νέους και πιο αποδοτικούς τρόπους. Αντί του ρίσκου και της αλλαγής, το σύνθημα ήταν «Πρώτα η ασφάλεια». Αντί της συντομότερης και πιο αποδοτικής μεθόδου παραγωγής, επιλεγόταν η πιο χρονοβόρα και απαιτητική σε εργατικά χέρια. Η διαφήμιση απαγορευόταν και η σκέψη και μόνο ότι ένας τεχνίτης ήταν δυνατό να δημιουργήσει καλύτερης ποιότητας προϊόντα απ’ τους συναδέλφους του θεωρούνταν προδοσία. Στην Αγγλία του 16ου αιώνα, όταν πρωτοεμφανίστηκε η μαζική παραγωγή στην κλωστοϋφαντουργία, οι συντεχνίες διαμαρτυρήθηκαν στο βασιλιά. Το «εργαστήριο των θαυμάτων»18 ‐το οποίο λέγεται ότι στέγαζε διακόσιους αργαλειούς και προσωπικό που περιλάμβανε χασάπηδες και φουρνάρηδες για να φροντίζουν για τη σίτιση του εργατικού δυναμικού‐ τέθηκε αμέσως εκτός νόμου από την Αυτού Μεγαλειότητα: τέτοια απόδοση και τέτοια συγκέντρωση πλούτου θα δημιουργούσαν κακό προηγούμενο.
Ο μεσαιωνικός κόσμος δεν μπορούσε να συλλάβει νοητικά το σύστημα της ελεύθερης αγοράς κι αυτό οφειλόταν στον πολύ απλό όσο και επαρκή λόγο, ότι ακόμα δεν είχε καταφέρει να συλλάβει τα αφηρημένα στοιχεία της ίδιας της παραγωγής. Μη διαθέτοντας γη, εργασία και κεφάλαιο, ο Μεσαίωνας δεν διέθετε ούτε αγορά. Και χωρίς αγορά (παρά τα πολύχρωμα παζάρια και πανηγύρια), η κοινωνία κυβερνιόταν απ’ την παράδοση και τη διαταγή. Οι αφέντες έδιναν τις εντολές και η παραγωγή αυξομειωνόταν ανάλογα. Όπου δεν υπήρχαν εντολές, η ζωή ακολουθούσε την πεπατημένη. Αν ο Adam Smith ζούσε πριν απ’ το 1400, δεν θα είχε νιώσει την ανάγκη να δημιουργήσει μια θεωρία της πολιτικής οικονομίας. Δεν υπήρχε μυστήριο προς εξιχνίαση για να καταλάβει κανείς τι διατηρούσε τη συνοχή της μεσαιωνικής κοινωνίας και δεν υπήρχε πέπλο μυστηρίου γύρω από την τάξη και το σκοπό της Κοινωνίας.
Ηθική και πολιτική επιστήμη υπήρχαν. Πολλά πράγματα έπρεπε να εξηγηθούν και να αιτιολογηθούν στις σχέσεις μεταξύ κατώτερων και ανώτερων αρχόντων ή μεταξύ των αρχόντων και των βασιλιάδων, και πολύ υλικό για προβληματισμό υπήρχε για τη σύγκρουση ανάμεσα στη διδασκαλία της Εκκλησίας και τις ασυγκράτητες τάσεις της τάξης των εμπόρων. Οικονομική επιστήμη, όμως, δεν υπήρχε. Ποιος θα έψαχνε για αφηρημένους νόμους προσφοράς και ζήτησης ή κόστους ή αξίας όταν η εξήγηση του κόσμου βρισκόταν μπρος στα μάτια τους, σαν ανοιχτό βιβλίο, στους νόμους του φέουδου και της Εκκλησίας και της πόλης, μαζί με τα έθιμα μιας ολόκληρης ζωής;
Ο Adam Smith μπορεί να γινόταν καταπληκτικός φιλόσοφος ηθικής εκείνης της εποχής, αλλά ποτέ δεν θα γινόταν μεγάλος οικονομολόγος. Δεν θα είχε αντικείμενο να ασχοληθεί. Δεν θα υπήρχε αντικείμενο για κανέναν οικονομολόγο για αρκετούς αιώνες ‐ μέχρι που αυτός ο θαυμάσιος αυτάρκης και αυτοαναπαραγόμενος κόσμος μεταμορφώθηκε με εκρηκτικό τρόπο στον υπερδραστήριο, υπερκινητικό, προσβάσιμο σε όλους, κόσμο του 18ου αιώνα. «Εκρηκτικός» ίσως να είναι μια πολύ έντονη λέξη, γιατί η αλλαγή ήταν περισσότερο το αποτέλεσμα μιας εξέλιξης μέσα στους αιώνες παρά ένας ξαφνικός βίαιος σπασμός.
Όμως η αλλαγή, ακόμα κι αν ήταν μια παρατεταμένη διαδικασία, δεν ήταν μια ειρηνική εξέλιξη. Ήταν ένας οδυνηρός σφαδασμός της κοινωνίας, μια επανάσταση. Και μόνο η εμπορευματοποίηση της γης ‐η μετατροπή των ιεραρχημένων κοινωνικών σχέσεων σ’ έναν αριθμό διαθέσιμων οικοπέδων και προνομιακών εκτάσεων‐ απαίτησε το ξερίζωμα ενός περιχαρακωμένου φεουδαρχικού τρόπου ζωής. Η μετατροπή των προστατευμένων δουλοπάροικων και παραγιών σε «εργάτες» ‐άσχετα με το πόσο σκληρή εκμετάλλευση μπορεί να κρυβόταν κάτω απ’ το μανδύα του πατερναλισμού‐ απαίτησε τη δημιουργία μιας καταπτοημένης και αποπροσανατολισμένης τάξης, που ονομάστηκε ππρροολλεεττααρριιάάττοο. Η μετατροπή των αρχιμαστόρων σε καπιταλιστές σήμαινε ότι οι άτολμοι ένοικοι του υποστατικού έπρεπε να διδαχτούν τους νόμους της ζούγκλας. Σ’ όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το ειρηνικό. Κανένας δεν ήθελε αυτή την εμπορευματοποίηση της ζωής. Το πόσο λυσσαλέα τής αντιστάθηκαν μπορούμε να το εκτιμήσουμε μόνο αν κάνουμε ένα τελευταίο ταξίδι στο παρελθόν, για να παρακολουθήσουμε την οικονομική επανάσταση στη γένεσή της.
ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ. ΤΟ ΕΤΟΣ 1666 Οι καπιταλιστές της εποχής αντιμετωπίζουν μια ανησυχητική πρόκληση που επέφερε αναπόφευκτα στο πέρασμά του ο συνεχώς διευρυνόμενος μηχανισμός της αγοράς: την αλλαγή. Το ερώτημα που ανέκυψε ήταν κατά πόσο ένας αρχιμάστορας της κλωστοϋφαντουργίας επιτρεπόταν να δοκιμάσει μια καινοτομία στο προϊόν του. Η ετυμηγορία: «αν ένας κλωστοϋφαντουργός προτίθεται να επεξεργαστεί ένα κομμάτι σύμφωνα με κάποια δική του επινόηση, δεν πρέπει να το βάζει στον αργαλειό, αλλά θα πρέπει να παίρνει άδεια από τους δικαστές της πόλης για να χρησιμοποιήσει τον αριθμό και το μήκος των κλωστών που επιθυμεί, αφού εξεταστεί το αίτημά του από τέσσερις από τους παλαιότερους εμπόρους και τέσσερις από τους παλαιότερους παλιούς υφαντές της συντεχνίας». Μπορεί να
φανταστεί κανείς πόσες προτάσεις για αλλαγή υποβάλλονταν. Λίγο μετά απ’ αυτή την τακτοποίηση του ζητήματος των κλωστοϋφαντουργών, είναι η σειρά της συντεχνίας των κατασκευαστών κουμπιών να εκδηλώσει την αγανάκτησή της. Οι ράφτες άρχισαν να φτιάχνουν κουμπιά από ύφασμα, πράγμα ανήκουστο. Η κυβέρνηση, οργισμένη γιατί αυτός ο νεωτερισμός απειλούσε μια κατεστημένη βιομηχανία, βάζει πρόστιμο στους κατασκευαστές υφασμάτινων κουμπιών. Αλλά αυτό δεν φτάνει να ικανοποιήσει τους επόπτες της συντεχνίας κουμπιών. Απαιτούν να τους δοθεί το δικαίωμα να ερευνούν τα σπίτια του κόσμου και τις ντουλάπες τους, και να τους επιβάλλουν πρόστιμα, ακόμα και να τους συλλαμβάνουν στη μέση του δρόμου αν τους δουν να φοράνε αυτά τα ανατρεπτικά προϊόντα. Αυτός ο φόβος της αλλαγής και του νέου δεν είναι μόνο η κωμική αντίδραση ελάχιστων τρομοκρατημένων εμπόρων.
Το κεφάλαιο μάχεται την αλλαγή με αποφασιστικότητα, χωρίς κανένα φραγμό. Στην Αγγλία, μερικά χρόνια πριν, η επαναστατική ανακάλυψη μιας κλωστικής μηχανής όχι μόνο δεν μπόρεσε να πάρει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, αλλά το ανακτοβούλιο διέταξε την κατάργηση αυτής της επικίνδυνης συσκευής20. Στη Γαλλία τώρα, η εισαγωγή φτηνών εμπριμέ υφασμάτων απειλεί να υπονομεύσει τη βιομηχανία ενδυμάτων. Αντιμετωπίζεται με μέτρα που κοστίζουν τη ζωή σε 16.000 ανθρώπους! Στη Βαλάνς μόνο, σε μια περίπτωση 77 άτομα καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό, 58 θανατώθηκαν στον τροχό, 631 στάλθηκαν στα κάτεργα, κι ένας μόνο είχε την τύχη να αθωωθεί από την κατηγορία ότι εμπορευόταν τα απαγορευμένα εμπριμέ υφάσματα.21 Αλλά το κεφάλαιο δεν είναι ο μόνος συντελεστής της παραγωγής που προσπαθεί απεγνωσμένα να αποφύγει τους κινδύνους που εγκυμονεί το σύστημα της ελεύθερης αγοράς. Αυτό που συμβαίνει με την εργασία είναι ακόμα πιο απελπιστικό.
ΑΣ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ Βρισκόμαστε στο τέλος του 16ου αιώνα, την εποχή της μεγάλης αγγλικής εξάπλωσης και περιπέτειας. Η βασίλισσα Ελισάβετ έχει κάνει ένα θριαμβευτικό γύρο του βασιλείου της, αλλά επιστρέφει μ’ ένα περίεργο παράπονο. «Υπάρχουν παντού ζητιάνοι!»22 αναφωνεί. Είναι μια παράξενη παρατήρηση, γιατί δεν είχαν περάσει εκατό χρόνια από τότε που η αγγλική ύπαιθρος απαρτιζόταν κατά το πλείστον από μικροκτηματίες που καλλιεργούσαν τη δική τους γη, κάνοντας την Αγγλία να καμαρώνει γι’ αυτή τη μεγαλύτερη ομάδα ανεξάρτητων, ελεύθερων και ευημερούντων πολιτών στον κόσμο. Τώρα, «υπάρχουν παντού ζητιάνοι!» Τι είχε μεσολαβήσει; Αυτό που μεσολάβησε ήταν ένα τεράστιο κίνημα απαλλοτρίωσης ‐ ή μάλλον η αρχή αυτού του κινήματος, γιατί τότε βρισκόταν μόλις στο ξεκίνημα του. Το μαλλί έχει γίνει το νέο επικερδές εμπόρευμα και το μαλλί απαιτεί βοσκοτόπια για τον εριουργό. Τα βοσκοτόπια δημιουργούνται από την περίφραξη των κοινόχρηστων κτημάτων.
Οι διάσπαρτες μικρές ιδιοκτησίες (ξέφραγες και οριοθετημένες μόνο από κάποιο δέντρο ή από κάποιο βράχο ανάμεσα στις ιδιοκτησίες) και οι κοινόχρηστες εκτάσεις όπου όλοι μπορούσαν να βόσκουν τα κοπάδια τους ή να συλλέγουν τύρφη, ξαφνικά ανακηρύχτηκαν ιδιοκτησία του τοπικού άρχοντα κι έπαψαν να είναι προσπελάσιμα στην υπόλοιπη κοινότητα. Εκεί που πριν υπήρχε ένα είδος κοινοκτημοσύνης, τώρα υπάρχει ατομική ιδιοκτησία. Εκεί που υπήρχαν μικροκτηματίες, τώρα υπάρχουν πρόβατα. Κάποιος John Χέιλς έγραφε το 1549: «…εκεί που σαράντα νοματαίοι εξασφάλιζαν τα προς το ζην, τώρα τα έχει όλα ένας άνθρωπος και ο βοσκός του… Ναι, αυτά τα πρόβατα είναι η αιτία όλων αυτών των δεινών, γιατί έδιωξαντους γεωργούς από την ύπαιθρο με την οποία πριν πλήθαιναν όλων των ειδών τα τρόφιμα, και τώρα παντού υπάρχουν μόνο πρόβατα, πρόβατα».23 Είναι σχεδόν αδύνατο να διανοηθεί κανείς το εύρος και τον αντίκτυπο της διαδικασίας της περίφραξης.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και, στα μέσα του 16ου αιώνα, άρχισαν να ξεσπούν ταραχές εναντίον της. Σε μια τέτοια εξέγερση σκοτώθηκαν 3.500 άνθρωποι24. Στα μέσα του 18ου αιώνα η διαδικασία αυτή βρισκόταν ακόμη σε πλήρη εξέλιξη. Η τρομερή πορεία της κράτησε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Έτσι, το 1820, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά τον Αμερικανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, η δούκισσα του Σάδερλαντ εξεδίωξε 15.000 ενοικιαστές από 200.000 στρέμματα γης, για να βάλει στη θέση τους 131.000 πρόβατα25. Για να τους αποζημιώσει, νοίκιασε στην κάθε ξεκληρισμένη οικογένεια κατά μέσο όρο μισό στρέμμα όχι ιδιαίτερα εύφορης γης. Όμως, αυτό που είναι αξιοσημείωτο δεν είναι μόνο η γενική διαρπαγή της γης. Η τραγωδία είναι αυτό που συνέβη στους χωρικούς. Αποστερημένοι το δικαίωμα να χρησιμοποιούν την κοινόχρηστη γη, δεν μπορούσαν πια να συντηρηθούν ως «αγρότες». Εφόσον δεν υπήρχαν εργοστάσια, δεν μπορούσαν ‐ακόμα κι αν το ήθελαν‐ να μεταμορφωθούν σε βιομηχανικούς εργάτες.
Αντ’ αυτού μετατράπηκαν στην πιο εξαχρειωμένη απ’ όλες τις τάξεις, σε αγροτικό προλεταριάτο, κι όταν δεν υπήρχε αγροτική εργασία, μετατρέπονταν σε ζητιάνους, μερικές φορές σε ληστές, συνήθως δε σε απόρους. Τρομοκρατημένο απ’ την ανησυχητική αύξηση της εξαθλίωσης σε ολόκληρη τη χώρα, το αγγλικό κοινοβούλιο προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα περιορίζοντάς το σε τοπικό επίπεδο. Ανάγκασε τους απόρους να παραμείνουν στις ενορίες τους με κάποια ψιχία βοήθειας και τιμωρούσε τους περιπλανώμενους με μαστίγωμα, στιγματισμό και ακρωτηριασμό. Ένας κληρικός την εποχή του Adam Smith χαρακτήρισε με κάθε σοβαρότητα τα ενοριακά σπίτια στα οποία έμεναν οι ανέστιοι φτωχοί ως «Οίκους Τρόμου».
Αλλά το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι τα ίδια τα μέτρα που πήρε η πολιτεία για να προστατευτεί απ’ τους ζητιάνους ‐περιορίζοντάς τους στις ενορίες τους όπου μπορούσαν να συντηρηθούν με προνοιακά βοηθήματα‐ εμπόδισαν και τη μόνη δυνατή λύση του προβλήματος. Το πρόβλημα δεν οφειλόταν στο ότι οι αγγλικές άρχουσες τάξεις ήταν εντελώς άσπλαχνες και άκαρδες. Μάλλον, δεν κατάφεραν να αντιληφθούν την έννοια του ευέλικτου, μετακινούμενου εργατικού δυναμικού που θα αναζητούσε εργασία εκεί που προσφερόταν σύμφωνα με τις επιταγές της αγοράς.
Σε κάθε βήμα, η εμπορευματοποίηση της εργασίας, όπως και η εμπορευματοποίηση του κεφαλαίου, παρεξηγήθηκε, προκάλεσε φόβο και πολεμήθηκε. Το σύστημα της αγοράς με τα βασικά του συστατικά ‐τη γη, την εργασία και το κεφάλαιο‐ γεννήθηκε με πόνο, και οι ωδίνες του τοκετού άρχισαν το 13ο αιώνα για να ολοκληρωθούν το 19ο. Ποτέ μια επανάσταση δεν υπήρξε τόσο παρανοημένη, τόσο ανεπιθύμητη και τόσο απροσχεδίαστη. Αλλά οι ισχυρές δυνάμεις που γέννησαν την αγορά δεν ήταν δυνατό να αποκρουστούν. Αργά αλλά σταθερά κατέστρεψαν τα παραδοσιακά καλούπια και με ιταμότητα ανέτρεψαν τις καθιερωμένες συνήθειες. Παρά τις ακραίες αντιδράσεις των κατασκευαστών κουμπιών, τα υφασμάτινα κουμπιά κέρδισαν τη μάχη. Παρά τα μέτρα του ανακτοβουλίου, οι κλωστικές μηχανές έγιναν τόσο πολύτιμες που, εβδομήντα χρόνια αργότερα, το ίδιο ανακτοβούλιο θα απαγόρευε τις εξαγωγές τους.
Παρά τους θανάτους στον τροχό, η εμπορία των φτηνών βαμβακερών υφασμάτων αυξήθηκε κατακόρυφα. Παρά τον απεγνωσμένο πόλεμο χαρακωμάτων από την Παλαιά Φρουρά, δημιουργήθηκε εκμεταλλεύσιμη γη από τα πατρογονικά τσιφλίκια και, παρά τις έντονες κοινές διαμαρτυρίες αρχιτεχνίτων και εργατών, οι άνεργοι παραγιοί και οι ξεκληρισμένοι αγρότες μετατράπηκαν σε εργατικό δυναμικό. Το μεγάλο κοινωνικό άρμα, το οποίο επί αιώνες ακολουθούσε την ομαλή πορεία της παράδοσης, βρέθηκε τώρα να κινείται από έναν ισχυρό κινητήρα εσωτερικής καύσεως. Συναλλαγές, συναλλαγές, συναλλαγές και κέρδος, κέρδος,
κέρδος ‐ αυτές ήταν οι νέες πανίσχυρες κινητήριες δυνάμεις. Ποιες ήταν αυτές οι δυνάμεις που είχαν τόση ισχύ ώστε να συντρίψουν έναν άνετο και εδραιωμένο κόσμο και στη θέση του να τοποθετήσουν αυτή τη νέα ανεπιθύμητη κοινωνία; Δεν υπήρχε μία και μοναδική κυρίαρχη αιτία. Ο νέος τρόπος ζωής γεννήθηκε στα σπλάχνα του παλιού, όπως μια πεταλούδα γεννιέται μέσα σε μια χρυσαλίδα, κι όταν απόκτησε αρκετή δύναμη, έσπασε το κουκούλι στα δύο. Δεν ήταν φοβερά γεγονότα, μεγάλες περιπέτειες, συγκεκριμένοι νόμοι ή ισχυρές προσωπικότητες που προκάλεσαν την οικονομική επανάσταση. Ήταν μια διαδικασία αυθόρμητης και πολύπλευρης αλλαγής.
Τα πλήγματα από τους πολέμους των χωρικών και τις κατακτήσεις των βασιλιάδων ανάγκασαν τον απομονωμένο φεουδαρχισμό να παραχωρήσει τη θέση του στις συγκεντρωτικές μοναρχίες. Και με τις μοναρχίες αναπτύχθηκε η εθνική συνείδηση. Στη συνέχεια, αυτό συνεπαγόταν τη βασιλική προστασία προς ευνοούμενους κλάδους της βιομηχανίας, όπως η μεγάλη γαλλική ταπητουργία, και τη δημιουργία στόλων και στρατών με όλες τις συνακόλουθες οικονομικές δραστηριότητες.
Η τεράστια ποικιλία νόμων και κανονισμών που καταδυνάστευαν τον Andreas Ryff και τους άλλους πλανόδιους εμπόρους του 16ου αιώνα, έδωσε τη θέση της στο εθνικό δίκαιο, σε κοινά μέτρα και σταθμά και σε λίγο πολύ τυποποιημένα νομίσματα. Μια πλευρά της πολιτικής αλλαγής που έφερε την επανάσταση στην Ευρώπη ήταν η ενθάρρυνση των αναζητήσεων και εξερευνήσεων ξένων εδαφών. Το 13ο αιώνα οι αδελφοί Πόλο, έμποροι χωρίς προστάτη, έκαναν το τολμηρό ταξίδι τους στη χώρα του Μεγάλου Χαν. Το 15ο αιώνα ο Κολόμβος έπλευσε από άλλο δρόμο προς τον ίδιο, όπως πίστευε, προορισμό με τις ευλογίες της Ισαβέλλας. Η μεταπήδηση απ’ την ιδιωτική στην εθνική εξερεύνηση ήταν αναπόσπαστο μέρος της αλλαγής απ’ τον ιδιωτικό στον εθνικό βίο. Και, στη συνέχεια, οι μεγάλες εθνικές εξερευνήσεις των Άγγλων, Ισπανών και Πορτογάλων θαλασσοπόρων‐καπιταλιστών έφεραν στην Ευρώπη αμύθητους θησαυρούς καθώς επίσης και τη συνείδηση της αποθησαύρισης. «Όποιος έχει χρυσάφι», έλεγε ο Χριστόφορος Κολόμβος, «φτιάχνει και επιτυγχάνει ό,τι επιθυμεί και τελικά το χρησιμοποιεί για να στέλνει ψυχές στον παράδεισο».
Τα συναισθήματα του Χριστόφορου Κολόμβου ήταν και τα συναισθήματα μιας ολόκληρης εποχής, και επισπεύσανε τον ερχομό μιας κοινωνίας προσανατολισμένης στο κέρδος και στις ευκαιρίες, η οποία εμφορείτο απ’ το κυνήγι του χρήματος. Να σημειωθεί, μ’ αυτή την ευκαιρία, ότι οι θησαυροί της Ανατολής ήταν πραγματικά μυθώδεις. Με το μερίδιο που έλαβε ως μέτοχος στο ταξίδι που έκανε ο Sir Φράνσις Ντρέικ, με το πλοίο Golden Hynd, η βασίλισσα Ελισάβετ ξεπλήρωσε ολόκληρο το εξωτερικό χρέος της Αγγλίας, ισοσκέλισε τον προϋπολογισμό και επένδυσε στο εξωτερικό ένα τόσο μεγάλο ποσό που, ανατοκιζόμενο, αντιστοιχούσε σε ολόκληρο τον υπερπόντιο πλούτο της Βρετανίας το 1930!28 Ένα δεύτερο μεγάλο κύμα αλλαγών εμφανίστηκε με την αργή αποδυνάμωση του θρησκευτικού αισθήματος κάτω από την επίδραση των ανήσυχων, ερευνητικών ανθρωπιστικών απόψεων της Ιταλικής Αναγέννησης. Ο κόσμος του Σήμερα παραγκώνιζε τον κόσμο του Επέκεινα. Και καθώς η ζωή πάνω στη γη αποκτούσε μεγαλύτερη αξία, το ίδιο συνέβαινε και με την ιδέα των υλικών αγαθών και των καθημερινών ανέσεων. Πίσω από την αλλαγή της θρησκευτικής ανοχής βρισκόταν η άνοδος του Προτεσταντισμού, ο οποίος επέσπευσε την επικράτηση ενός διαφορετικού τρόπου αντιμετώπισης της εργασίας και του πλούτου. Η Εκκλησία της Ρώμης αντιμετώπιζε πάντοτε τους εμπόρους με καχυποψία και δεν είχε διστάσει να αποκαλέσει την τοκογλυφία, αμάρτημα.
Τώρα, όμως, που οι έμποροι ανέβαιναν καθημερινά στην κοινωνική ιεραρχία, τώρα που δεν ήταν πια ένα απλό χρήσιμο συμπλήρωμα αλλά ένα αναπόσπαστο κομμάτι ενός καινούργιου κόσμου, κάποια επανεκτίμηση του ρόλου τους ήταν απαραίτητη. Οι ηγέτες των Προτεσταντών προλείαναν το έδαφος για το συγκερασμό της πνευματικής και της εγκόσμιας ζωής. Αντί να εξυμνούν τη φτώχεια και την πνευματική περισυλλογή ως πράγματα ξέχωρα απ’ τα εγκόσμια, δίδασκαν ότι ήταν ιερό καθήκον να αξιοποιεί κανείς τα θεόσταλτα ταλέντα του στην καθημερινή του δραστηριότητα. Η απληστία μετατράπηκε σε αποδεκτή αρετή ‐ όχι άμεσα για την προσωπική ευχαρίστηση κάποιου, αλλά προς μεγαλύτερη δόξα του Θεού. Απ’ αυτό το σημείο χρειαζόταν ένα βήμα μόνο για την ταύτιση του πλούτου με την ψυχική ανωτερότητα, και των πλουσίων με τους ενάρετους. Ένας τοπικός μύθος του 12ου αιώνα έλεγε για κάποιο τοκογλύφο που τον καταπλάκωσε ένα άγαλμα καθώς έμπαινε στην εκκλησία για να παντρευτεί. Όταν εξέτασαν το άγαλμα από κοντά είδαν ότι ανήκε σε κάποιον άλλο τοκογλύφο κι έτσι αποκαλύφτηκε η αποδοκιμασία του Θεού για τους μεταπράτες του χρήματος. Ακόμα και στα μέσα του 16ου αιώνα, όπως είδαμε, ο κακομοίρης ο Robert Κιν συγκρούστηκε μετωπικά με τις θρησκευτικές αρχές των Πουριτανών λόγω του τρόπου που διεκπεραίωνε τις δουλειές του.
Σ’ ένα τόσο αντίξοο περιβάλλον δεν ήταν εύκολο να εξαπλωθεί το σύστημα της αγοράς. Γι’ αυτό, για την πλήρη ανάπτυξη του συστήματος, ήταν απαραίτητη και η βαθμιαία αποδοχή από τους πνευματικούς ηγέτες του πόσο ακίνδυνο ή, καλύτερα, του πόσο πλεονεκτικό, ήταν το σύστημα της αγοράς. Ένα άλλο βαθύ ρεύμα ξεκίνησε από τις υλικές αλλαγές οι οποίες έκαναν τελικά εφικτό το σύστημα της ελεύθερης αγοράς. Έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε το Μεσαίωνα ως μια εποχή αποτελμάτωσης και έλλειψης προόδου. Κι όμως μέσα σε πεντακόσια χρόνια, η φεουδαρχική εποχή δημιούργησε χίλιες πόλεις (τεράστιο κατόρθωμα), οι οποίες συνδέονταν μεταξύ τους με ένα στοιχειώδες, πλην όμως χρησιμοποιήσιμο, οδικό δίκτυο, και συντήρησε τους κατοίκους τους με τρόφιμα από την ύπαιθρο.