Οι σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Τουρκία χαρακτηρίζονται εδώ και καιρό από μια βαθιά αντίφαση. Ενώ η συνεργασία στην ασφάλεια (ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και οι οικονομικοί δεσμοί ήταν ισχυροί, τα ζωτικά θεμέλια της δημοκρατίας – ανθρώπινα δικαιώματα, ελευθερία του Τύπου, δικαιώματα μειονοτήτων και ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής στην επιβολή του νόμου – έχουν παραμείνει αδύναμα στην Τουρκία. Και η Ιστορία έχει διαχωρίσει τις δύο πλευρές, όπως υποδεικνύει η διαφωνία για την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αφότου το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) ανέλαβε την εξουσία υπό τον Αμπντουλάχ Γκιουλ το 2002 και αργότερα υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αυτές οι διαφωνίες φάνηκαν να επιλύονται. Κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών του στην κυβέρνηση, το AKP επιθυμούσε η Τουρκία να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να εκσυγχρονίσει την οικονομία της. Και προχώρησε σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις – ιδιαίτερα σε τομείς όπως η δικαιοσύνη, απαραίτητες για να προχωρήσει προς την ένταξη στην ΕΕ.
Όμως ο Ερντογάν κράτησε πάντα ανοιχτή τη «νεο-οθωμανική» επιλογή, η οποία θα έστρεφε την Τουρκία προς τη Μέση Ανατολή και τον μουσουλμανικό κόσμο. Αυτό έγινε εμφανές το 2007, όταν η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο τότε γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί έκλεισαν ουσιαστικά την πόρτα στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, ταπεινώνοντας κατά κάποιον τρόπο τον Ερντογάν.
Τις τελευταίες ημέρες, ωστόσο, οι ανήσυχες σχέσεις μεταξύ της Ευρώπης και της Τουρκίας έκαναν μια παράξενη στροφή. Η τουρκική κυβέρνηση έχει καλέσει δύο φορές τον πρέσβη της Γερμανίας για να διαμαρτυρηθεί για ένα σύντομο σατιρικό κλιπ για τον Ερντογάν που έδειξε τοπικό γερμανικό κανάλι, απαιτώντας ακόμη το κλιπ να απαγορευτεί.
Δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία πως οι δεινοί και έμπειροι τούρκοι διπλωμάτες κατανοούν τη σχέση των γερμανών με την ελευθερία του τύπου και την ελευθερία της γνώμης – θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ, στην οποία θέλει να μπει η Τουρκία. Το ερώτημα είναι τι μέρος αυτής της κατανόησης φτάνει στον πρόεδρο Ερντογάν.
Οι σχέσεις μπορεί να επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο αυτήν άνοιξη, όταν η γερμανική Bundestag κληθεί να ψηφήσει για την κατηγοριοποίηση των μαζικών σφαγών των αρμενίων το 1915 ως γενοκτονία. Η απόφαση πιθανότητα θα υιοθετηθεί από μια μεγάλη, διακομματική πλειοψηφία, επιδεινώνοντας τις εντάσεις με την κυβέρνηση του Ερντογάν.
Ωστόσο, παρ’ όλες τις πρόσφατες συγκρούσεις, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της δε θα πρέπει να ξεχάσουν το γεγονός πως η δεκαετιών συνεργασία με την Τουρκία έχει ζωτική σημασία και για τις δύο πλευρές. Τώρα και στο μέλλον, η Ευρώπη χρειάζεται την Τουρκία, και η Τουρκία χρειάζεται την Ευρώπη.
Το τίμημα για αυτή τη συνεργασία, ωστόσο, δεν μπορεί ποτέ να είναι η εγκατάλειψη των δημοκρατικών αρχών. Αντίθετα, η Τουρκία χρειάζεται επειγόντως να θεσμοθετήσει αυτές τις αρχές για το καλό του δικούς της εκσυγχρονισμού. Αυτό που χρειάζεται είναι η εστίαση στη διατήρηση της σχέσης και τη μείωση των εντάσεων όσο το δυνατόν περισσότερο.
Με συνεργασία ή χωρίς, η Ευρώπη δεν μπορεί να απελευθερωθεί από τη γεωπολιτική της γειτονιά. Από τον 19ο ακόμη αιώνα, η Ευρώπη είχε να αντιμετωπίσει το λεγόμενο «ανατολικό ερώτημα», το οποίο τότε αφορούσε τη διαχείριση των συνεπειών της πτώσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η οθωμανική κληρονομιά οδήγησε στους βαλκανικούς πολέμους και αυτοί με τη σειρά τους πυροδότησαν εν τέλει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τώρα, έναν αιώνα αργότερα, το ανατολικό ερώτημα έχει επιστρέψει στην Ευρώπη, και είναι εξίσου επικίνδυνο, ακόμη κι αν δεν ενέχει αυτή τη στιγμή τον κίνδυνο ενός πολέμου στην ήπειρο. Τα Βαλκάνια – μια αδιαμφισβήτητα ευρωπαϊκή περιοχή – θα παραμείνουν ειρηνικά όσο υπάρχει ζωντανή η ελπίδα ενός μέλλοντος μέσα στην ΕΕ. Όμως η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική είναι παγιδευμένες σε ένα κενό εξουσίας, δημιουργώντας πολιτικές κρίσεις, κοινωνική αταξία, πόλεμο, τρομοκρατία, και ανείπωτες απώλειες για την οικονομία και την ανθρώπινη ευημερία.
Η παρέμβαση της Αμερικής στο Ιράκ, ακολουθούμενη από την αποδυνάμωση (είτε πραγματική είτε υποθετική) της εγγύησης της ασφάλειας στην περιοχή, έχει οδηγήσει σε μια ανοιχτή στρατηγική αντιπαλότητα μεταξύ της κυρίαρχης σουνιτικής δύναμης, της Σαουδικής Αραβίας, και της κυρίαρχης σιιτικής δύναμης, του Ιράν. Και η Τουρκία εμπλέκεται σε αυτό το παιχνίδι.
Την ίδια στιγμή, τα περισσότερα αραβικά κράτη δεν έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν κατάλληλες θέσεις εργασίας και ευκαιρίες σε ολοένα και πιο νέους πληθυσμούς, πυροδοτώντας τη στήριξη σε θρησκευτικούς εξτρεμισμούς. Η σύρραξη μεταξύ Ισραήλ και παλαιστινίων κλιμακώνεται και πάλι, όπως και οι κουρδικές εχθροπραξίες. Και οι μάχες στη Συρία (και ως ένα σημείο στο Ιράκ), θέτοντας υπό αμφισβήτηση τα σύνορα που χαράχτηκαν την περίοδο του Α’ ΠΠ από τη συμφωνία Σάικς-Πικό, αποσταθεροποιεί την περιοχή και πυροδοτεί τις φαινομενικά ατελείωτες ροές των προσφύγων που φτάνουν ως την Ευρώπη.
Η στρατιωτική παρέμβαση της Ρωσίας στη Συρία, επίσης, επανέφερε την απειλή της άμεσης στρατιωτικής σύγκρουσης με κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, όταν η Τουρκία κατέρριψε ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος. Εάν το Κρεμλίνο, το οποίο έχει αποσύρει τις δυνάμεις του, αποφασίσει να επιστρέψει, ο κίνδυνος μιας τέτοιας σύγκρουσης, με όλες τις αβέβαιες συνέπειές της, θα επιστρέψει επίσης.
Η σημερινή εκδοχή του ανατολικού ερωτήματος, όπως και αυτή πριν από έναν αιώνα, αποτελεί τεράστιο κίνδυνο για την ασφάλεια της Ευρώπης. Και θα μπορούσε να καλλιεργηθεί εύκολα σε μια εγκαταλελειμμένη και αποξενωμένη Τουρκία, απομονωμένη στα όρια τόσο της Ευρώπης όσο και της Μέσης Ανατολής, με τις δημοκρατικές της προοπτικές να έχουν εξαντληθεί από το άλυτο κουρδικό ερώτημα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η σύγκρουση των αξιών είναι σχεδόν βέβαιο πως θα συνεχίσει να καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας. Ωστόσο, όπως συμβαίνει εδώ και έναν αιώνα, πολύ περισσότερα – τα θεμελιώδη συμφέροντα ασφαλείας και των δύο πλευρών – θα διακυβευτούν.