Η οικονομική κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την τελευταία μισή δεκαετία έχει πυροδοτήσει την ανάδυση μιας βαθιάς διάσπασης μεταξύ των βόρειων χωρών-πιστωτών και των νότιων οφειλετών.
Τώρα η μεταναστευτική κρίση της Ευρώπης δημιουργεί ένα χάσμα μεταξύ ανατολής και δύσης, ανάμεσα στις χώρες που υποδέχονται πρόθυμα τις συνεχείς ροές προσφύγων, και σε αυτές που θέλουν να κάνουν ελάχιστα, ή και τίποτα, για να βοηθήσουν. Προσθέστε σε αυτά και τους αυξανόμενους πολιτικούς διχασμούς ανάμεσα στις χώρες-μέλη, και θα πρέπει κανείς να αναρωτηθεί: έχει αρχίσει η ΕΕ να ξεκολλάει;
Το χάσμα πιστωτών/οφειλετών έχει γνωρίσει βαθιά ανακούφιση αυτό το καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της τρίτης συμφωνίας διάσωσης της Ελλάδας. Η Γερμανία, κύρια υπερασπίστρια της λιτότητας και ο πιστωτής με τη μεγαλύτερη επιρροή, κατηγορήθηκε για ανεπαρκή ευκαμψία και αλληλεγγύη, η Ελλάδα, από την πλευρά της, δέχτηκε κριτική για την αποτυχία της να πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε τις δύο πρώτες φορές που δέχτηκε διάσωση. (Ήταν η Γαλλία, ούτε εντελώς «βόρεια», ούτε και εντελώς «νότια» που κατέληξε να παίζει σημαντικό ρόλο στην προώθηση της συμφωνίας.)
Η Γερμανία προσπαθεί τώρα να δείξει τον δρόμο για την επίλυση και της μεταναστευτικής κρίσης, όμως αυτή τη φορά με τη γενναιοδωρία της. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έχει δεσμευτεί να λάβει περισσότερους από 800.000 πρόσφυγες μόνο φέτος. Ομάδες υποδοχής έχουν συγκεντρωθεί στους δρόμους και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς στις γερμανικές πόλεις, προσφέροντας πόσιμα, τρόφιμα και ρούχα στους εξουθενωμένους πρόσφυγες, πολλοί από τους οποίους έχουν περπατήσει εκατοντάδες μίλια και έχουν ρισκάρει τη ζωή τους για να φτάσουν στην ασφάλεια.
Ενώ η Μέρκελ ανακοίνωσε εμφατικά ότι το Ισλάμ αποτελεί μία από τις θρησκείες της Γερμανίας, κάποιοι στην Ανατολική Ευρώπη έχουν δηλώσει πως θα υποδεχτούν μόνο έναν μικρό αριθμό προσφύγων – και μόνο εάν είναι χριστιανοί. Αυτού του είδους η μισαλλοδοξία γίνεται απευθείας χαρτί στα χέρια των ισλαμιστών εξτρεμιστών σε όλον τον κόσμο.
Η προσφυγική κρίση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση με δεδομένο την εσωτερική πολιτική διάσπαση των κρατών-μελών της ΕΕ. Ενώ αυτοί στα αριστερά υποστηρίζουν την επιφυλακτική αποδοχή των προσφύγων, όσο περισσότερο κινείται κανείς προς τα δεξιά, τόσο πιο αρνητική γίνεται η συμπεριφορά. Ακόμη κι η Χριστιανακοινωνική Ένωση, η βαυαρή μικρή αδερφή των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ, έχει αποδειχτεί διστακτικός συνεργάτης σε αυτό το ζήτημα.
Ακόμη ένας διχασμός κρύβεται ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και το υπόλοιπο της ΕΕ. Με δεδομένο τον ρόλο του Ηνωμένου Βασιλείου, μαζί με τη Γαλλία, ως κυρίαρχη δύναμη στην ευρωπαϊκή άμυνα και σημαντική θέση στις παγκόσμιες σχέσεις, ιδιαίτερα στα θέματα που σχετίζονται με το κλίμα και την ανάπτυξη, το ενδεχόμενο ενός πραγματικού διαχωρισμού θα αποτελέσει πηγή σοβαρής ανησυχίας για την ΕΕ.
Αυτές οι διαστάσεις έχουν δημιουργήσει βαθιές αμφιβολίες για το όνειρο μιας όλο και πιο στενής ένωσης στην Ευρώπη, βασισμένης σε ένα κοινό σύστημα διακυβέρνησης που θα επιτρέπει πιο αποτελεσματικές λήψεις αποφάσεων. Παρομοίως, δεν ευνοούν την εκπλήρωση των μεταρρυθμίσεων που είναι απαραίτητες για να πυροδοτηθεί η οικονομική ανάπτυξη.
Ωστόσο, είναι πολύ νωρίς για να ξεγράψουμε την πρόοδο προς μιαν αυξημένη ευρωπαϊκή ενοποίηση. Στην πραγματικότητα, σε ότι αφορά τη συνοχή της ΕΕ, οι πολλαπλές, μικρές διαφορές είναι μάλλον προτιμότερες από ένα μοναδικό χάσμα.
Όταν τα οικονομικά μεγέθη και μόνο κυριαρχούσαν στη συζήτηση, η εμμονική με τη λιτότητα βόρεια Ευρώπη, αγνοώντας οποιεσδήποτε κεϋνσιανές απόψεις, και η ταλαιπωρημένη νότιος Ευρώπη, σε απεγνωσμένη ανάγκη για δημοσιονομικό χώρα για να κάνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που θα ωθήσουν τη ζήτηση και θα δημιουργήσουν δουλειές, πολιτικά εφικτές, βρίσκονταν σε μάχη. Η κατάσταση έγινε τόσο τεταμένη που κάποιοι αναγνωρισμένοι παρατηρητές πρότειναν ακόμη και τη δημιουργία ενός «βόρειου ευρώ» για την περιοχή γύρω από τη Γερμανία, και ενός «νότιου ευρώ» στη Μεσόγειο (το πού θα χωρούσε η Γαλλία δεν ήταν ξεκάθαρο).
Σε μία τέτοια ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έπρεπε να διαχωριστεί, και το βόρειο ευρώ θα υπερτιμόταν. Η αβεβαιότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα επανεμφανιζόταν, όχι μόνο ανάμεσα στα δύο ευρώ, αλλά και πολύ σύντομα μέσα στη «βόρεια» και τη «νότια» ζώνη, λόγω της κατάρρευσης της εμπιστοσύνης στην ίδια την ιδέα της νομισματικής ένωσης. Μέσα στην βόρεια ένωση, η Γερμανία θα έπαιζε έναν ακόμη μεγαλύτερο ρόλο από αυτό που παίζει τώρα, μία κατάσταση που μάλλον θα προκαλούσε νέες εντάσεις.
Παρομοίως, μία ξεκάθαρη διάσπαση μεταξύ της υπέρ των προσφύγων δύσης και της κλειστής ανατολής θα έδινε τέλος στη Συμφωνία Σένγκεν, καθώς η πολιτική διαφωνία θα μεταφραζόταν σε ένα φυσικό εμπόδιο που δε θα επέτρεπε την ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων μέσα στην ΕΕ. Μία τέτοια διάσπαση θα ήταν εξίσου επιζήμια για τη συνοχή της Ευρώπης με τη διαχωρισμένη ευρωζώνη.
Τι συμβαίνει όταν οι χώρες που βρίσκονται σε αντίθετες πλευρές σε μια διαφωνία είναι στην ίδια πλευράς σε μια άλλη; Η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Σουηδία μπορεί να συμφωνούν στο μεταναστευτικό ζήτημα, ενώ η Ελλάδα, η Γαλλία, η Ιταλία και η Πορτογαλία συμφωνούν στις μακροοικονομικές πολιτικές της ευρωζώνης. Η Γαλλία, η Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να είναι πρόθυμες να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες, ενώ η Γερμανία παραμένει πιο πασιφίστρια. Και η Γερμανία, οι Σκανδιναβικές χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο πρωτοστατούν στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής.
Επιπλέον, οι διευρωπαϊκές πολιτικές «οικογένειες» των χριστιανοδημοκρατών, των σοσιαλδημοκρατών κοκ θα μπορούσαν να είναι σύμμαχοι σε κάποιες πολιτικές και αντίπαλοι σε άλλες, διαπερνώντας εθνικά και τοπικά σύνορα, και κινούμενες προς μιαν πανευρωπαϊκή πολιτική, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να αυξάνει τον δημοκρατικό του λόγο και τις επιβλεπτικές του λειτουργίες.
Μια Ευρώπη όπου η χώρες δεν μπαίνουν εύκολα σε μια κατηγορία ή σε μία άλλη, όπου δημιουργούνται εύκαμπτες συμμαχίες για διάφορα ζητήματα, κατά πάσα πιθανότητα έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να προοδεύσει, από μία που θα διαχωρίζεται απλά σε βορά και νότο ή ανατολή και δύση. Φυσικά, παραμένει η πρόκληση της ενίσχυσης των θεσμών, ώστε να μπορέσουν να διαχειριστούν αυτή τη διαφοροποίηση και να τη συμβιβάζουν με πολιτική αποτελεσματικότητα. Εδώ, είναι σημαντικά τα μεγαλύτερα περιθώρια για σταθμισμένη και διπλή πλειοψηφία ψήφων. Ωστόσο, για τις πραγματικά δημοκρατικές κοινωνίες, η πρόκληση της συμφιλίωσης των συγκρουόμενων συμφερόντων δεν εξαφανίζεται ποτέ.