Της Elisa Martinuzzi
Από τότε που η Βρετανία ψήφισε το 2016 υπέρ της αποχώρησής της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, υπήρξε μια έντονη συζήτηση σχετικά με τη ζημία που θα επέφερε αυτή η αποχώρηση στο City του Λονδίνου.
Οι απαισιόδοξοι προειδοποιούσαν ότι η απώλεια της απεριόριστης πρόσβασης στην ενιαία αγορά θα ανάγκαζε τις τράπεζες να απομακρύνουν τρισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία από τον κορυφαίο χρηματοοικονομικό κόμβο του κόσμου. Εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας θα χάνονταν, επεσήμαιναν οι Κασσάνδρες.
Η περίπλοκη πραγματικότητα της μετά Brexit εποχής
Η πραγματικότητα αποδείχθηκε πιο περίπλοκη. Η κίνηση της χρηματοοικονομικής “βιομηχανίας” προς την ηπειρωτική Ευρώπη έχει υπάρξει αποσπασματική και οι προετοιμασίες εν όψει της ολοκλήρωσης του Brexit έχουν περιπλακεί περαιτέρω από την καταστροφική επέλαση της πανδημίας.
Πράγματι, η διαχείριση του κορονοϊού και οι απαιτήσεις της κατ’ οίκον εργασίας στη διάρκεια του lockdown σήμαναν ότι ορισμένες εταιρείες έπρεπε να επιβραδύνουν τον προγραμματισμό τους σχετικά με το Brexit.
Δυστυχώς για το Λονδίνο, μπορεί κανείς να διακρίνει μια αλλαγή κατεύθυνσης – εν μέσω όλης αυτής της “ομίχλης του πολέμου” με την Covid-19 – η οποία μπορεί να σταθεί υποστηρικτικά προς τις θέσεις των απαισιόδοξων σχετικά με την επίδραση του Brexit.
Καθώς η Βρετανία και οι Βρυξέλλες ξεκινούν το τελικό στάδιο των συνομιλιών για να καθορίσουν τη μελλοντική τους εμπορική σχέση, οι σταγόνες της βροχής των πόρων που απομακρύνονται από το City μετατρέπονται σε σταθερή ροή “βροχόπτωσης”.
Οι μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες έχουν ξοδέψει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια εν μέσω παγκόσμιας ύφεσης για τη μίσθωση ακινήτων στην ηπειρωτική Ευρώπη, ενώ την ίδια στιγμή μετεγκαθιστούν δραστηριότητες και θέσεις εργασίας για τη δημιουργία πλήρως αυτόνομων δραστηριοτήτων στο έδαφος της ΕΕ.
Παρόλο που μία και μοναδική πόλη – ευρωπαϊκό “αντίπαλο δέος” στο Λονδίνο μπορεί να μην εμφανιστεί για κάποιο χρονικό διάστημα, ίσως και ποτέ, η στροφή αυτή θέτει ήδη ερωτήματα σχετικά με τον μελλοντικό ρόλο του Λονδίνου στην παγκόσμια χρηματοοικονομική σκακιέρα – αλλά και σχετικά με το πώς θα γεμίζουν τα ταμεία της Βρετανίας.
Το παράδειγμα της JP Morgan
Πάρτε ως παράδειγμα την JPMorgan Chase. Η μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα μεταφέρει το ισοδύναμο 230 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το Ηνωμένο Βασίλειο στον “κόμβο” της εντός ΕΕ, στη Φρανκφούρτη, όπως ανέφερε το - News.
Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ένα δέκατο των συνολικών περιουσιακών στοιχείων του κολοσσού της Wall Street και περισσότερο από το ένα τρίτο των περιουσιακών στοιχείων που διαθέτει στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως δείχνουν τα πιο πρόσφατα λογιστικά στοιχεία. Περίπου 200 εργαζόμενοι μετακινούνται στην ηπειρωτική Ευρώπη, σε μια κίνηση που στέλεχος της τράπεζας περιέγραψε ως το “πρώτο κύμα” μετεγκαταστάσεων.
Ο πιθανός αντίκτυπος στα έσοδα της JPMorgan είναι ακόμη πιο εντυπωσιακός. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στην τηλεόραση του -, ο επικεφαλής της τράπεζας για την Ευρώπη, Viswas Raghavan, δήλωσε ότι το 25% των ακαθάριστων εσόδων που δημιουργεί η εταιρεία στο Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να κατευθυνθεί αλλού. “Είναι μια λογική πρώτη κίνηση”, σημείωσε.
Αυτή η αίσθηση ότι το ένα τέταρτο των δραστηριοτήτων των επενδυτικών τραπεζών του City βρίσκεται υπό διακύβευση είναι μια άποψη την οποία μοιράζονται και άλλοι επιτελείς του χρηματοοικονομικού κλάδου στο Λονδίνο, οι οποίοι εμπλέκονται στις προετοιμασίες τις σχετικές με την ολοκλήρωση του Brexit.
Η Morgan Stanley αναζητά νέα έδρα στο Λονδίνο, η οποία θα μπορούσε να είναι έως 25% μικρότερη από τον χώρο τον οποίο διαθέτει σήμερα εκεί.
Όπου κατευθύνονται τελικώς οι μεγαλύτερες εταιρείες, εκεί θα καταλήξουν τελικώς και οι μικρότερες, ενώ το ίδιο θα συμβεί και με το οικοσύστημα των δικηγόρων και των συμβούλων που τις περιβάλλουν. Για μια χώρα που απέσπασε 12,3 δισεκατομμύρια λίρες (16 δισεκατομμύρια δολάρια) σε εταιρικούς φόρους από τον κλάδο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών το 2019 – το 22% του συνόλου των κρατικών εσόδων της Βρετανίας – το διακύβευμα είναι απίστευτα μεγάλο.
Τα clearing houses και η διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων
Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, το επόμενο έτος οι εταιρείες χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στο Ηνωμένο Βασίλειο θα χάσουν το “διαβατήριό” τους για την πώληση των υπηρεσιών τους στην ΕΕ.
Υποθέτοντας ακόμη και ότι οι δύο πλευρές επιτυγχάνουν τελικώς μια συμφωνία (κι αυτό αυτή τη στιγμή δεν αποτελεί παρά μια εντελώς υποθετική σκέψη), οι εταιρείες του City θα πρέπει πιθανότατα να βασιστούν σε ένα σύστημα “ισοδυναμίας”. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η ΕΕ θα μπορεί να αποφασίζει μονομερώς εάν οι κανόνες του Ηνωμένου Βασιλείου είναι αρκετά κοντά στους δικούς της κανονισμούς ώστε να επιτρέπει σε εταιρείες με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο την πρόσβαση στο πεδίο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στο έδαφος των “27” της ΕΕ.
Ακόμη και αν χορηγηθεί μια τέτοια πρόσβαση, ένα καθεστώς ισοδυναμίας θα αφήσει τις επιχειρήσεις σε ένα “σύννεφο” υπερβολικής αβεβαιότητας σχετικά με τη μακροπρόθεσμη πρόσβασή τους στην ΕΕ, δίνοντάς τους πολύ λίγες επιλογές πέραν της δημουργίας και διατήρησης μιας “βάσης” στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Επιπλέον, η Ευρώπη επιζητεί με πάθος να απομακρυνθεί από τη βρετανική κυριαρχία. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) θα επιτρέψει στα clearing houses του Λονδίνου να πωλούν υπηρεσίες στην ΕΕ και μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020, ωστόσο σχεδιάζει επίσης μια “ολοκληρωμένη ανασκόπηση της συστημικής σημασίας” του κλάδου, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάργηση αυτής της άδειας.
Τα clearing houses διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, καθώς και στη διαχείριση των εγγυήσεων για αγοραστές και πωλητές παραγώγων. Ο ασφυκτικός έλεγχος του Ηνωμένου Βασιλείου στην εκκαθάριση των swaps σε ευρώ προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία στην ΕΕ.
Η θέση του Λονδίνου ως του μεγαλύτερου κέντρου διαχείρισης επενδυτικών χαρτοφυλακίων μετά τη Νέα Υόρκη είναι επίσης αβέβαιη. Η ESMA θέλει να περιορίσει τα funds με έδρα στην ΕΕ που αναθέτουν τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους σε ομάδες με έδρα εκτός του μπλοκ, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου. Περίπου το 90% των υπό διαχείριση περιουσιακών στοιχείων των funds με έδρα την ΕΕ ανατίθενται προς διαχείριση με αυτή τη μέθοδο.
Η κυριαρχία του City του Λονδίνου στην Ευρώπη, η οποία υποστηρίχθηκε από την “κύμα” απορρύθμισης της δεκαετίας του 1980 και ένα ευνοϊκό προς αυτή την κατεύθυνση νομικό σύστημα, δεν απειλείται ακόμη και μια βεβιασμένη απόπειρα δημιουργία ενός ευρωπαϊκού “αντίπαλου δέους” θα μπορούσε να αποτύχει, όπως έχει υποστηρίξει ο συνάδελφός μου Lionel Laurent.
Η κατεύθυνση την οποία έχουν πάρει τα πράγματα ωστόσο είναι δεδομένη. Εάν το Λονδίνο δεν μπορέσει να προσελκύσει επιχειρηματική δραστηριότητα από άλλες “πηγές” πλην της ΕΕ, το City σε λίγα χρόνια δεν θα είναι ο προορισμός που ήταν κάποτε.